Καθοριστικό το 20ήμερο μέχρι το τέλος Ιουλίου, καθώς θα αποκαλυφθούν οι προθέσεις της Ρωσίας για την τροφοδοσία της Ευρώπης με αέριο, θα ληφθούν οι αποφάσεις της ΕΚΤ για επιτόκια και ομόλογα, ενώ θα φανεί και η φοροδοτική ικανότητα εκατομμυρίων φυσικών προσώπων και επιχειρήσεων.
Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Καθοριστικό το 20ήμερο μέχρι το τέλος Ιουλίου, καθώς θα αποκαλυφθούν οι προθέσεις της Ρωσίας για την τροφοδοσία της Ευρώπης με αέριο, θα ληφθούν οι αποφάσεις της ΕΚΤ για επιτόκια και ομόλογα, ενώ θα φανεί και η φοροδοτική ικανότητα εκατομμυρίων φυσικών προσώπων και επιχειρήσεων.
Δύο αναβολές που αποφάσισε η κυβέρνηση αναδεικνύουν την κρισιμότητα των επόμενων ημερών τόσο για την πορεία της ελληνικής οικονομίας όσο και για την πορεία εκτέλεσης του κρατικού προϋπολογισμού. Η πρώτη αφορά τη δημοσίευση του μεσοπρόθεσμου σχεδίου, καθώς κρίθηκε ότι η αβεβαιότητα της περιόδου είναι τόσο μεγάλη ώστε δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για να δημοσιευτούν ασφαλείς προβλέψεις, πόσο μάλλον όταν αυτές θα εκτείνονται μέχρι το 2026. Δεν θα είναι η πρώτη φορά που δεν θα δημοσιεύεται μεσοπρόθεσμο. Δόθηκε πέρυσι στη δημοσιότητα καλύπτοντας την περίοδο μέχρι το 2025, ωστόσο, κατά τη διάρκεια υλοποίησης του τρίτου μνημονίου, η προηγούμενη κυβέρνηση δεν είχε συντάξει μεσοπρόθεσμο για δύο συναπτά έτη. Η δεύτερη αναβολή αφορά την προθεσμία δημοσίευσης των τιμολογίων λιανικής ηλεκτρικού ρεύματος, η οποία επίσης συνδέεται με την ανάγκη να ξεκαθαρίσει (κατά το δυνατόν) το τοπίο όσον αφορά την πορεία της τιμής του αερίου.
Τι περιμένει το οικονομικό επιτελείο; Να υπάρξει πιο ξεκάθαρη εικόνα για το αν θα διακοπεί η τροφοδοσία από ρωσικό αέριο, καθώς από αυτό θα κριθεί σε μεγάλο βαθμό η εκτέλεση του κρατικού προϋπολογισμού. Επίσης, αναμένει τις επόμενες κινήσεις της ΕΚΤ, τα στοιχεία για την πορεία των συναλλαγών στο β’ τρίμηνο (εν πολλοίς θα αποτυπωθούν στις τριμηνιαίες δηλώσεις ΦΠΑ), αλλά και τον τρόπο με τον οποίο θα ανταποκριθούν νοικοκυριά και επιχειρήσεις στις πολλαπλές φορολογικές υποχρεώσεις του Ιουλίου. Επίσης, μέχρι το τέλος του μήνα θα υπάρχει πλέον και πληρέστατη εικόνα όσον αφορά την πορεία του τουρισμού, κάτι που επίσης συνιστά βασικό στοιχείο για την πορεία της φετινής χρονιάς.
Σε μεγάλο βαθμό αυτά τα στοιχεία θα επηρεάσουν και την περαιτέρω πολιτική στήριξης για φέτος, αλλά και το τι θα περιέχει το προσχέδιο του κρατικού προϋπολογισμού για το 2023, το οποίο θα αρχίσει να συντάσσεται τον Αύγουστο ώστε να είναι ουσιαστικά έτοιμο (αν κατατίθεται στη Βουλή αρχές Οκτωβρίου) πριν από τη ΔΕΘ.
1. Η 21η Ιουλίου θεωρείται κρίσιμη ημερομηνία, καθώς θα φανεί αν θα επαναλειτουργήσει ο Nord Stream 1 τροφοδοτώντας την Ευρώπη με το ρωσικό φυσικό αέριο. Η πρόθεση αποστολής του απαιτούμενου εξοπλισμού από τον Καναδά στη Ρωσία, παρά τις κυρώσεις, εντάσσεται στη λογική τού να μη δοθεί επιχείρημα στη ρωσική πλευρά για να «εργαλειοποιήσει» το φυσικό αέριο. Αν στις 21 Ιουλίου προκύψει ότι η Ρωσία δεν θα «παγώσει» την τροφοδοσία της Ευρώπης, τότε είναι πιθανό η χρηματιστηριακή τιμή του φυσικού αερίου να υποχωρήσει από τα επίπεδα των 175-180 ευρώ που είναι σήμερα, επίπεδα που εκτιμάται ότι προεξοφλούν σε μεγάλο βαθμό μεγάλα προβλήματα στην τροφοδοσία της Ευρώπης. Η αποκλιμάκωση της τιμής του φυσικού αερίου είναι καθοριστικής σημασίας για τον κρατικό προϋπολογισμό, καθώς ουσιαστικά από το φυσικό αέριο και την πορεία της τιμής του εξαρτάται το δημοσιονομικό κόστος του μηχανισμού επιδότησης της ηλεκτρικής ενέργειας. Αυτή τη στιγμή, το πόσο θα κοστίσει δημοσιονομικά η επιδότηση του ρεύματος είναι ο νούμερο ένα «πονοκέφαλος» για το οικονομικό επιτελείο. Γι’ αυτό άλλωστε επελέγη και το να δοθεί 15νθήμερη παράταση στους παρόχους ηλεκτρικής ενέργειας προκειμένου να γνωστοποιήσουν τις νέες τιμές λιανικής. Ακριβώς προκειμένου (τουλάχιστον) να έχει ξεκαθαρίσει το τοπίο όσον αφορά την προμήθεια της Ευρώπης με το ρωσικό φυσικό αέριο.
2. Στις 21 Ιουλίου συνεδριάζει και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προκειμένου να καθορίσει τα επόμενα βήματα της νομισματικής της πολιτικής ώστε να αντιμετωπιστεί ο πολύ υψηλός πληθωρισμός. Δύο είναι τα θέματα που «καίνε»: Ο τρόπος με τον οποίο η ΕΚΤ θα διαχειριστεί τις αποδόσεις των ομολόγων ώστε να μη φτάσουμε στο φαινόμενο της Ευρωζώνης δύο ταχυτήτων και το ποια θα είναι η στάση που θα τηρηθεί όσον αφορά την αύξηση των επιτοκίων (η αύξηση κατά 0,25% από τον Ιούλιο έχει ανακοινωθεί και μια δεύτερη αύξηση από τον Σεπτέμβριο έχει ήδη προεξοφληθεί). Εν όψει της κρίσιμης συνεδρίασης, χθες ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας έκανε παρέμβαση με συνέντευξή του στο Bloomberg και αναφερόμενος στο νέο εργαλείο που προωθείται προκειμένου να θωρακίσει τις χώρες του Νότου καθώς τα επιτόκια αυξάνονται επισήμανε: «Μπορεί να μη χρειαστεί να χρησιμοποιηθεί, εάν είναι αρκετά ισχυρό για να πείσει τους επενδυτές να μην το δοκιμάσουν». Υπάρχει μια πολύ καλή συζήτηση σε εξέλιξη για το μέσο αυτό, τόνισε ο διοικητής της ΤτΕ και εξέφρασε την πεποίθησή του ότι θα επιτευχθεί μια «συναινετική, αποτελεσματική λύση, η οποία μπορεί να εκπλήξει τις αγορές ευχάριστα». «Πιστεύω ότι υπάρχει πολλή αλήθεια στην ιδέα ότι αν πείσουμε τις αγορές ότι αυτό θα είναι ένα ισχυρό εργαλείο, μπορεί να μην το χρειαστούμε», είπε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος και πρόσθεσε: «Θα το έχουμε στο ράφι. Και αυτό είναι το καλό σενάριο».
Υπενθυμίζεται ότι σε πλήρη εξέλιξη βρίσκεται η συζήτηση σχετικά με τη δυνατότητα της ΕΚΤ να επαναγοράζει ομόλογα χωρών του ευρωπαϊκού Νότου ώστε να αποφευχθεί το ενδεχόμενο η Ευρωζώνη να χωριστεί σε ταχύτητες και κάποιες χώρες ειδικά στον Νότο να αντιμετωπίσουν κίνδυνο ακόμη και κρίσης χρέους. Οι αποφάσεις της ΕΚΤ για τα ομόλογα και τα επιτόκια θα καθορίσουν σε σημαντικό βαθμό και τις επόμενες κινήσεις του ΟΔΔΗΧ για την έκδοση ομολόγων.
Το καλοκαίρι θα δημιουργηθεί πρόσθετος δημοσιονομικός χώρος, ο οποίος και πάλι θα επιστραφεί στους πολίτες στο σύνολό του, δήλωσε -σε συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ- ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας. Και αυτό, καθώς, όπως επισημαίνει, τα φορολογικά έσοδα συνεχίζουν να κινούνται πάνω από τους στόχους (και τον Ιούνιο θα είναι πάνω από τον στόχο), για λόγους που σχετίζονται με την καλή πορεία της οικονομίας, την αυξημένη κατανάλωση και την καλύτερη -έναντι των προβλέψεων- πορεία του τουρισμού.