O τεχνολογικός γίγαντας της Uber βρέθηκε βυθισμένος στο ταραχώδες παρελθόν του την Κυριακή μετά τη διαρροή τεράστιου όγκου εμπιστευτικών εγγράφων (Uber Files) τα οποία δείχνουν ότι η εταιρεία καταστρατήγησε νόμους, εξαπάτησε την αστυνομία, εκμεταλλεύτηκε τη βία κατά των οδηγών και άσκησε μυστικά πιέσεις σε κυβερνήσεις κατά τη διάρκεια της επιθετικής παγκόσμιας επέκτασής του.
O τεχνολογικός γίγαντας της Uber βρέθηκε βυθισμένος στο ταραχώδες παρελθόν του την Κυριακή μετά τη διαρροή τεράστιου όγκου εμπιστευτικών εγγράφων (Uber Files) τα οποία δείχνουν ότι η εταιρεία καταστρατήγησε νόμους, εξαπάτησε την αστυνομία, εκμεταλλεύτηκε τη βία κατά των οδηγών και άσκησε μυστικά πιέσεις σε κυβερνήσεις κατά τη διάρκεια της επιθετικής παγκόσμιας επέκτασής του.
«Δεν έχουμε δικαιολογήσει και δεν δικαιολογούμε συμπεριφορά που δεν συνάδει με τις τρέχουσες αξίες μας ως εταιρεία», δήλωσε η αντιπρόεδρος δημοσίων υποθέσεων της Uber, Τζιλ Χαζελμπάκερ. «Ζητάμε από το κοινό να μας κρίνει για το τι κάναμε τα τελευταία πέντε χρόνια και τι θα κάνουμε τα επόμενα χρόνια», πρόσθεσε.
Τα Uber Files είναι μια διεθνής έρευνα 124.000 εμπιστευτικών εγγράφων από την εταιρεία τεχνολογίας που διέρρευσαν στον βρετανικό Guardian. Η διαρροή αφορά email, μηνύματα στις πλατφόρμες iMessages και WhatsApp μεταξύ των υψηλότερων στελεχών του γίγαντα της Silicon Valley, καθώς και σημειώματα, παρουσιάσεις, σημειωματάρια, ενημερωτικά έγγραφα και τιμολόγια.
Τα αρχεία καλύπτουν 40 χώρες και αφορούν τα έτη από το 2013 έως το 2017, την περίοδο κατά την οποία η Uber μετατράπηκε από μια τυχερή startup σε ένα παγκόσμιο μεγαθήριο, εδραιώνοντας τον δρόμο της σε πόλεις σε όλο τον κόσμο- από το Παρίσι μέχρι το Γιοχάνεσμπουργκ- χωρίς να λαμβάνει υπόψη τους κανονισμούς για τα ταξί.
Για να διευκολύνει την έρευνα, ο Guardian μοιράστηκε τα δεδομένα με 180 δημοσιογράφους σε περισσότερους από 40 οργανισμούς μέσων ενημέρωσης μέσω της Διεθνούς Κοινοπραξίας Ερευνητικών Δημοσιογράφων (ICIJ).
Τα έγγραδα αφορούν, όπως προαναφέρθηκε, την περίοδο από το 2013 έως το 2017. Αυτό το διάστημα καλύπτει μια κρίσιμη περίοδο επέκτασης της Uber.
Όταν η εφαρμογή της Uber κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στο Σαν Φρανσίσκο το 2010, οι πελάτες της μπορούσαν να νοικιάζουν μόνο πολυτελή μαύρα οχήματα. Η εισαγωγή του UberX το επόμενο έτος, το οποίο επέτρεπε στους οδηγούς να παραλαμβάνουν επιβάτες με τα δικά τους αυτοκίνητα, κέρδισε γρήγορα έδαφος και στις αρχές του 2013 η υπηρεσία λειτουργούσε σε περισσότερες από 30 τοποθεσίες – κυρίως στις ΗΠΑ.
Σε αυτό το σημείο η Uber προσπάθησε να επεκταθεί γρήγορα στο εξωτερικό. Η περίοδος που καλύπτουν τα στοιχεία που διέρρευσαν χαρακτηρίζεραι από την ξέφρενη ανάπτυξη, καθώς η Uber χρησιμοποίησε τις επενδύσεις-ρεκόρ της σε επιχειρηματικά κεφάλαια για να επιδοτήσει ταξίδια σε πόλεις σε όλο τον κόσμο. Μέχρι τον Ιούνιο του 2017, όταν ο αμφιλεγόμενος συνιδρυτής της Τράβις Κάλανικ παραιτήθηκε από διευθύνων σύμβουλος, η Uber λειτουργούσε σε περισσότερες από 600 τοποθεσίες.
Ο αντικαταστάτης του Κάλανικ, Ντάρα Κοσροβσάχι, είχε σκοπό να αποδείξει στους μετόχους ότι η εταιρεία θα μπορούσε να προσφέρει κερδοφόρα ανάπτυξη. Πέντε χρόνια αργότερα, η Uber, αξίας 45 δισ. δολαρίων, παρέχει τη δυνατότητα μεταφοράς κατά παραγγελία σε περισσότερες από 10.000 πόλεις.
Οι διαρροές αφορούν συγκεκριμένα μηνύματα από τον Τράβις Κάλανικ, όταν στελέχη ανησυχούσαν για τους κινδύνους για τους οδηγούς τους οποίους η Uber ενθάρρυνε να συμμετάσχουν σε διαδήλωση στο Παρίσι. «Νομίζω ότι αξίζει τον κόπο», τους είπε. «Η βία εγγυάται την επιτυχία».
Σύμφωνα με τον Guardian, η Uber έχει υιοθετήσει παρόμοιες τακτικές σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες (Βέλγιο, Ολλανδία, Ισπανία, Ιταλία κ.λπ.), κινητοποιώντας τους οδηγούς και ενθαρρύνοντάς τους να διαμαρτύρονται στην αστυνομία όταν πέφτουν θύματα επιθέσεων, προκειμένου να χρησιμοποιήσουν τα μέσα ενημέρωσης για τη λήψη παραχωρήσεων από τις αρχές.
Σε δήλωσή του ο εκπρόσωπος του Κάλανικ, προσπαθώντας να αντικρούσει τις κατηγορίες, είπε ότι «δεν ενέκρινε ποτέ ενέργειες ή προγράμματα που θα παρεμπόδιζαν τη δικαιοσύνη σε καμία χώρα» και «ποτέ δεν πρότεινε η Uber να εκμεταλλευτεί τη βία σε βάρος της ασφάλειας του οδηγού. Οποιαδήποτε κατηγορία ότι ο κ. Κάλανικ σκηνοθέτησε ή συμμετείχε σε οποιαδήποτε από αυτές τις δραστηριότητες είναι εντελώς ψευδής».
«Η πραγματικότητα ήταν ότι οι πρωτοβουλίες επέκτασης της Uber υποστηρίχθηκαν από πάνω από εκατό ηγέτες σε δεκάδες χώρες σε όλο τον κόσμο και ανά πάσα στιγμή υπό την άμεση επίβλεψη και με την πλήρη έγκριση των ισχυρών νομικών, πολιτικών και συμμόρφωσης ομάδων της Uber», συνέχισε, για να καταλήξει: «Όταν ο κ. Κάλανικ συνίδρυσε την Uber το 2009, αυτός και η υπόλοιπη ομάδα της Uber πρωτοστάτησαν σε μια βιομηχανία που τώρα έχει εδραιωθεί. Για να γίνει αυτό απαιτούσε αλλαγή του status quo, καθώς η Uber έγινε σοβαρός ανταγωνιστής σε έναν κλάδο όπου ο ανταγωνισμός ήταν ιστορικά εκτός νόμου. Ως φυσικό και προβλέψιμο αποτέλεσμα, τα εδραιωμένα συμφέροντα της βιομηχανίας σε όλο τον κόσμο αγωνίστηκαν για να αποτρέψουν την τόσο αναγκαία ανάπτυξη του κλάδου των μεταφορών».
Ο Guardian παραθέτει διάφορα αποσπάσματα από συνομιλίες μεταξύ στελεχών που παραπέμπουν στην απουσία νομικού πλαισίου για τις δραστηριότητές τους. «Μερικές φορές έχουμε προβλήματα γιατί είμαστε εντελώς παράνομοι», έγραψε η διευθύντρια παγκόσμιας επικοινωνίας της Uber, Νέρι Χαρντιτζαν, στους συναδέλφους της το 2014, όταν απειλήθηκε η ύπαρξη της πλατφόρμας στην Ταϊλάνδη και την Ινδία.
Προτού γίνει συνώνυμο της κράτησης επιβατικών αυτοκινήτων με οδηγό (VTC), η Uber έπρεπε να αγωνιστεί για να γίνει αποδεκτή. Η ομάδα φλέρταρε καταναλωτές και οδηγούς και βρήκε συμμάχους σε πρόσωπα με εξουσία, όπως ο Εμμανουέλ Μακρόν, ο οποίος βοηθούσε διακριτικά την υπηρεσία όταν ήταν υπουργός Οικονομίας, όπως υποδεικνύουν τα έγγραφα.
Η Uber θα πρόσφερε επίσης μετοχές της start-up σε πολιτικές προσωπικότητες στη Ρωσία και τη Γερμανία και πλήρωνε «εκατοντάδες χιλιάδες δολάρια» σε ερευνητές «για να εκπονήσουν μελέτες για τα πλεονεκτήματα του οικονομικού της μοντέλου», αναφέρει ο Guardian.
Η εταιρεία δημιούργησε το μοντέλο της gig economy, που αναπαράχθηκε από πολλές άλλες νεοφυείς επιχειρήσεις, αλλά χρειάστηκαν περισσότερα από δώδεκα χρόνια για να ανακοινώσει το πρώτο της τριμηνιαίο κέρδος. Και το καθεστώς των οδηγών, αυτοαπασχολούμενων ή μισθωτών, παραμένει αμφισβητούμενο σε πολλά κράτη.
Στην δήλωσή της την Κυριακή, η Uber υπενθυμίζει ότι τα μέσα ενημέρωσης έχουν ήδη καλύψει εκτενώς τα «λάθη» της εταιρείας πριν από το 2017, από τον τύπο μέχρι τα βιβλία και ακόμη και μια τηλεοπτική σειρά. «Σήμερα, η Uber (...) είναι αναπόσπαστο μέρος της καθημερινής ζωής 100 εκατομμυρίων ανθρώπων», σημείωσε η Τζιλ Χέιζελμπέικερ. «Έχουμε περάσει από μια εποχή αντιπαράθεσης σε μια εποχή συνεργασίας».
naftemporiki.gr