Στο συμπέρασμα ότι η εθνική αγορά λιανικής πρόσβασης στη σταθερή τηλεφωνία (φωνή και σύνδεση στο internet) θα χαρακτηριζόταν από έλλειψη αποτελεσματικού ανταγωνισμού, σε περίπτωση απουσίας ρύθμισης σε επίπεδο χονδρικής, καταλήγει η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ) έπειτα από τη σχετική ανάλυση που διεξήγαγε, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της.
Της Τέτης Ηγουμενίδη
[email protected]
Στο συμπέρασμα ότι η εθνική αγορά λιανικής πρόσβασης στη σταθερή τηλεφωνία (φωνή και σύνδεση στο internet) θα χαρακτηριζόταν από έλλειψη αποτελεσματικού ανταγωνισμού, σε περίπτωση απουσίας ρύθμισης σε επίπεδο χονδρικής, καταλήγει η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ) έπειτα από τη σχετική ανάλυση που διεξήγαγε, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της.
Όπως επισημαίνει στο κείμενο της δημόσιας διαβούλευσης σχετικά με την ανάλυση των αγορών (α) Χονδρικής παροχής τοπικής πρόσβασης σε σταθερή θέση και (β) Χονδρικής παροχής κεντρικής πρόσβασης σε σταθερή θέση για προϊόντα μαζικής κατανάλωσης, «απαιτείται ρυθμιστική παρέμβαση σε επίπεδο χονδρικής και συγκεκριμένα στην αγορά χονδρικής παροχής τοπικής πρόσβασης σε σταθερή θέση και ενδεχομένως στη χονδρική αγορά κεντρικής πρόσβασης για να αντιμετωπιστούν οι αδυναμίες του ανταγωνισμού σε επίπεδο λιανικής».
Ειδικότερα, βάσει της σχετικής ανάλυσης της χονδρικής αγοράς τοπικής πρόσβασης, η ΕΕΤΤ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν είναι επαρκώς ανταγωνιστική και ο ΟΤΕ θα πρέπει να οριστεί ως έχων Σημαντική Ισχύ στην Αγορά (ΣΙΑ). Η επιτροπή προτείνει την επιβολή κανονιστικών υποχρεώσεων για να αντιμετωπιστεί η έλλειψη αποτελεσματικού ανταγωνισμού.
Κανονιστικές υποχρεώσεις έχει και σήμερα ο ΟΤΕ καθώς στο πλαίσιο του 4ου γύρου της ανάλυσης του ανταγωνισμού (τώρα η συζήτηση αφορά τον 5ο) η ΕΕΤΤ έχει ορίσει τον ΟΤΕ ως επιχείρηση με Σημαντική Ισχύ στην χονδρική αγορά τοπικής πρόσβασης σε σταθερή θέση (αγορά 3α /2014) και στην αγορά χονδρικής κεντρικής πρόσβασης σε σταθερή θέση για προϊόντα μαζικής κατανάλωσης (αγορά 3β/2014).
Βάσει των στοιχείων που παραθέτει η ΕΕΤΤ ο ΟΤΕ έχει διαχρονικά το υψηλότερο μερίδιο αγοράς το οποίο από το 2016 έως και σήμερα παρουσιάζει συνεχώς αυξητική τάση. Στο τέλος του 2021 ο ΟΤΕ είχε μερίδιο περίπου 51% και ακολουθούν οι εναλλακτικοί πάροχοι (Vodafone, Wind και Nova) με μερίδια 22%, 15% και 12%. Επιπρόσθετα, σημειώνεται η μείωση του αριθμού των παρόχων που δραστηριοποιούνται στην σχετική αγορά από 5 το 2016 σε 4 το 2020 (απορρόφηση της CYTA από τη Vodafone) και εν τέλει 3 στο τέλος του 2021, μετά την απόκτηση ελέγχου των Nova και Wind από την United Group.
Μερίδιο της τάξεως του 57% έχει ο ΟΤΕ και στις υψηλές ταχύτητες πρόσβασης, δηλαδή στις συνδέσεις μέσω τεχνολογιών VDSL (οπτική ίνα στην υπαίθρια καμπίνα) και FTTH (οπτική ίνα στο σπίτι).
Ο ΟΤΕ βασίζει την παροχή λιανικών υπηρεσιών σχεδόν αποκλειστικά σε ιδιόκτητες υποδομές πρόσβασης ενώ το ποσοστό των συνδέσεων στις οποίες βασίζεται στις υποδομές άλλων παρόχων είναι περίπου 6%. Τα στοιχεία αντιστρέφονται για τους άλλους παρόχους (Vodafone, Wind και Nova), με το ποσοστό των ενεργών συνδέσεων που βασίζεται σε χονδρικές υπηρεσίες πρόσβασης τις οποίες λαμβάνουν κατά κύριο λόγο από τον ΟΤΕ να αγγίζει το 100%.
Στην ίδιο κείμενο – ανάλυση αγοράς που θα βρίσκεται σε δημόσια διαβούλευση έως την Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου 2022 η ΕΕΤΤ καταλήγει ότι η πιθανότητα κάποιος ανταγωνιστής του ΟΤΕ να κατασκευάσει ένα νέο δίκτυο πρόσβασης το οποίο θα έχει τη δυνατότητα να ανταγωνιστεί το εθνικής εμβέλειας δίκτυο του ΟΤΕ είναι πολύ μικρή έως μηδαμινή, τουλάχιστον για την χρονική περίοδο που καλύπτει η παρούσα ανάλυση (5ετία).
Το δίκτυο πρόσβασης είναι το τμήμα του δικτύου το οποίο είναι δυσκολότερο να αναπαραχθεί καθώς απαιτείται η ύπαρξη δικτυακών υποδομών από τα σημεία συγκέντρωσης έως τα σημεία παρουσίας κάθε τελικού χρήστη.
«Για να ανταγωνιστεί κάποιος πάροχος τον ΟΤΕ» σημειώνεται από την ΕΕΤΤ «θα πρέπει να αναπτύξει ιδιόκτητες υποδομές πρόσβασης (κυρίως υποδομές οπτικών ινών) από τα σημεία παρουσίας του έως τις εγκαταστάσεις του κάθε τελικού χρήστη, για την περιοχή που θέλει να προσφέρει σχετικές υπηρεσίες. Αυτό συνεπάγεται την αναγκαιότητα πραγματοποίησης πολύ υψηλών επενδύσεων, κυρίως υπό την μορφή μη ανακτήσιμου κόστους, οι οποίες αυξάνονται σημαντικά όσο διευρύνεται η περιοχή κάλυψης. Αυτά τα σημαντικά μη ανακτήσιμα κόστη, όταν συνδυάζονται με οικονομίες κλίμακος και σκοπού, αυξάνουν σημαντικά τους φραγμούς εισόδου για μια επιχείρηση που εξετάζει τη δυνατότητα κατασκευής νέου εθνικού δικτύου τοπικής πρόσβασης».
Επομένως, η ΕΕΤΤ υιοθετεί την άποψη ότι ρεαλιστικά υπάρχει μικρή πιθανότητα δημιουργίας ενός νέου δικτύου πρόσβασης για την παροχή υπηρεσιών τοπικής πρόσβασης σε εθνικό επίπεδο, τουλάχιστον κατά τη διάρκεια της της 5ετίας.
Προστίθεται ότι υπάρχουν ορισμένες περιοχές στην Ελλάδα (κυρίως σε μεγάλα αστικά κέντρα) όπου ανταγωνιστές του ΟΤΕ αναπτύσσουν ιδιόκτητα δίκτυα πρόσβασης, κυρίως βασιζόμενοι σε υποδομές οπτικών ινών μέχρι τον τελικό χρήστη, προκειμένου να παρέχουν σχετικές υπηρεσίες σε επίπεδο χονδρικής ή λιανικής. Όμως οι εν λόγω υποδομές είναι πολύ μικρής κλίμακας και δεν μπορούν να συγκριθούν με το εθνικής εμβέλειας δίκτυο πρόσβασης του ΟΤΕ, ενώ στις συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές που αναπτύσσονται τα εν λόγω δίκτυα δεν φαίνεται να ασκούν σημαντικές ανταγωνιστικές πιέσεις στον ΟΤΕ.
Επιπλέον, η ΕΕΤΤ δεν αναμένει ότι μεσοπρόθεσμα η σχετική αγορά θα καταστεί υποκείμενο ανταγωνιστικών πιέσεων μέσω της χρήσης κάποιας εναλλακτικής πλατφόρμας (π.χ. δορυφορική πρόσβαση, καλωδιακό δίκτυο, ασύρματες υπηρεσίες, υπηρεσίες κινητής).
Σύμφωνα επίσης με την Επιτροπή ο ΟΤΕ έχει πλεονεκτήματα αναφορικά με το κόστος σε σχέση με τους νεοεισερχόμενους (ακόμη και όταν πραγματοποιούνται οι ίδιες επενδύσεις), καθώς λόγω της υφιστάμενης υποδομής και της μεγάλης πελατειακής βάσης του έχει μεγαλύτερες ευκαιρίες οικονομιών κλίμακος και σκοπού προκειμένου να αξιοποιήσει τις νέες επενδύσεις σε δίκτυα πρόσβασης επόμενης γενιάς. «Αυτοί οι σημαντικοί παράγοντες και άλλες διαφορές όπως το επίπεδο κινδύνου που αναλαμβάνεται, από τους νεοεισερχόμενους παρόχους, συνεπάγονται την απαίτηση για μεγαλύτερη απόδοση της επένδυσης για αυτούς. Επομένως, οι παράγοντες αυτοί, καθένας χωριστά και κυρίως σωρευτικά, συνιστούν σημαντικό φραγμό εισόδου» επισημαίνει η ΕΕΤΤ.