Οι τιμές του πετρελαίου «εκτινάχθηκαν» φέτος στα ύψη, μετά και τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία που τροφοδότησε την ενεργειακή κρίση και επιδείνωσε τις πληθωριστικές πιέσεις, αυξάνοντας τον κίνδυνο ύφεσης.
Οι τιμές του πετρελαίου «εκτινάχθηκαν» φέτος στα ύψη, μετά και τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία που τροφοδότησε την ενεργειακή κρίση και επιδείνωσε τις πληθωριστικές πιέσεις, αυξάνοντας τον κίνδυνο ύφεσης.
Τι αναμένεται για το πετρέλαιο στην περίπτωση ύφεσης; Οι τιμές του αργού πετρελαίου θα μπορούσαν να καταρρεύσουν στα 65 δολάρια το βαρέλι έως τα τέλη του έτους και στα 45 δολάρια έως τα τέλη του 2023, εάν σημειωθεί μία ύφεση που θα πλήξει τη ζήτηση, προειδοποίησε η Citigroup.
Αυτή η εκτίμηση βασίζεται στην υπόθεση ότι δεν θα πραγματοποιηθεί καμία παρέμβαση από τους παραγωγούς του ΟΠΕΚ+ και ότι θα μειωθούν οι επενδύσεις στο πετρέλαιο, ανέφεραν στην έκθεσή τους αναλυτές της τράπεζας.
Η προοπτική της Citi συνέκρινε την τρέχουσα αγορά ενέργειας με τις κρίσεις της δεκαετίας του 1970. Προς το παρόν, οι οικονομολόγοι της τράπεζας δεν αναμένουν ότι οι ΗΠΑ θα βυθιστούν σε ύφεση.
«Για το πετρέλαιο, τα ιστορικά στοιχεία δείχνουν ότι η ζήτηση πετρελαίου είναι αρνητική μόνο στις χειρότερες περιόδους παγκόσμιας ύφεσης», ανέφεραν οι αναλυτές της Citi στο σημείωμα της 5ης Ιουλίου. «Αλλά οι τιμές του πετρελαίου πέφτουν σε κάθε περίοδο ύφεσης σχεδόν στα επίπεδα του οριακού κόστους», πρόσθεσαν.
Να σημειωθεί ότι ο Ιούνιος εξελίχθηκε σε μήνα αποκλιμάκωσης των τιμών του πετρελαίου. Η τιμή του μπρεντ κυμαινόταν γύρω από τα 120 δολάρια το βαρέλι πριν από έναν μήνα και σήμερα διαμορφώνεται κοντά στα 113,8 δολάρια το βαρέλι.
Η αποκλιμάκωση αποδίδεται στους λεπτούς χειρισμούς της Fed που προχώρησε σε άκρως επιθετικές αυξήσεις επιτοκίων για να θέσει υπό έλεγχο τον πληθωρισμό ακόμη και εάν αυτό πλήξει την ανάπτυξη. Οι αγορές θεωρούν ότι με την πολιτική της θα οδηγήσει την οικονομία αν όχι σε ύφεση, τουλάχιστον σε απότομη επιβράδυνση, κάτι που με τη σειρά του θα σημαίνει κάμψη της κατανάλωσης ενέργειας.