Χειρότερο οικονομικό αποτέλεσμα ως προς την κερδοφορία του το 2022 αναμένει το 56% των επιχειρήσεων του κλάδου του λιανεμπόριου - σούπερ μάρκετ και προμηθευτών FMCG, σύμφωνα με έρευνα του Ινστιτούτου Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ).
Χειρότερο οικονομικό αποτέλεσμα ως προς την κερδοφορία του το 2022 αναμένει το 56% των επιχειρήσεων του κλάδου του λιανεμπόριου - σούπερ μάρκετ και προμηθευτών FMCG, σύμφωνα με έρευνα του Ινστιτούτου Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ). Όπως προκύπτει από την έρευνα, η οποία διεξήχθη την περίοδο 13-25 Μαΐου 2022 με δείγμα 150 ανώτερα και ανώτατα στελέχη επιχειρήσεων, μόλις 11% αναμένει καλύτερο οικονομικό αποτέλεσμα. Οι υπόλοιπες επιχειρήσεις του δείγματος, είτε δεν έχουν ακόμα σαφή εικόνα, είτε δεν αναμένουν μεταβολή. Πρακτικά μία στις τέσσερις επιχειρήσεις του κλάδου του λιανεμπορίου και της βιομηχανίας τροφίμων αναμένει ζημιές το 2022, ενώ μόλις μία στις δύο αναμένει κέρδη. Από αυτές που αναμένουν κέρδη, οι μισές εταιρείες αναμένουν οριακά κέρδη κάτω του 2%.
Όπως τονίζει το ΙΕΛΚΑ, τον κύριο ρόλο σε αυτή την εξέλιξη έχει παίξει η αύξηση του κόστους, οι ανατιμήσεις και η προσπάθεια συγκράτησης των τιμών. Σύμφωνα με τα στελέχη του κλάδου το κόστος ενέργειας είναι ο σημαντικότερος παράγοντας με το 100% των ερωτώμενων να αναγνωρίζουν αυτό το κόστος ότι επηρεάζει πολύ (15%) ή πάρα πολύ (85%) αυξητικά τις τιμές. Αντίστοιχα μεγάλη σημασία δίνεται στις διεθνείς τιμές πρώτων υλών με 98% (71% πάρα πολύ και 27% πολύ) και στα κόστη μεταφορών με 97% (61% πάρα πολύ και 36% πολύ) που σχετίζονται με τα καύσιμα.
Για το σύνολο των ερωτώμενων ο πόλεμος στην Ουκρανία επιδρά αυξητικά στις τιμές των προϊόντων, 12% λίγο, 41% πολύ και 47% πάρα πολύ. Οι υπόλοιποι παράγοντες που καταγράφονται στη μελέτη επιδρούν και αυτοί αυξητικά στις τιμές σύμφωνα με τα στελέχη της αγοράς, αλλά με μικρότερη ένταση από τους προαναφερθέντες παράγοντες. Οι παράγοντες αυτοί κατά σειρά σημαντικότητας είναι οι έμμεσοι φόροι, το εργασιακό κόστος, η νομισματική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα κόστη της πανδημίας και το κόστος δανεισμού.
Τα στοιχεία αυτά δείχνουν την μεγάλη ένταση των πληθωριστικών πιέσεων και την πολυπλοκότητα αντιμετώπισης του φαινομένου, λόγω των πολλών αρνητικών παραγόντων που επιδρούν στις τιμές. Παρόλα αυτά η πλειονότητα των επιχειρήσεων του κλάδου του λιανεμπορίου τροφίμων και της βιομηχανίας τροφίμων έχει απορροφήσει μέρος των ανατιμήσεων. Συγκεκριμένα, 9 στις 10 επιχειρήσεις έχουν απορροφήσει έστω ένα μέρος από τις ανατιμήσεις που έχουν λάβει από τους προμηθευτές τους και δεν τις έχουν μεταφέρει στους πελάτες τους. Το ποσοστό της αύξησης που έχει απορροφηθεί μεσοσταθμικά είναι 25%, δηλαδή το ¼ της αύξησης. Το 26% έχει απορροφήσει έως 10%, το 26% έχει απορροφήσει 10-25%, το 27% έχει απορροφήσει 25-50% και το 20% πάνω από 50%.
Βάσει της έρευνας, η επίδραση του πολέμου στην Ουκρανία για τις επιχειρήσεις είναι αρκετά εντονότερη της επίδρασης της πανδημίας. Η επίδραση της πανδημίας ήταν μεν πολύ σημαντική, αλλά ποτέ δεν ξεπέρασε σε ένταση το 5 στα 10 κατά μέσο όρο, ο πόλεμος στην Ουκρανία άμεσα κατέγραψε ένταση αρνητικών επιπτώσεων 6,28 στα 10, σχεδόν 50% πιο αρνητικές επιπτώσεις από την πανδημία.
Όπως σημειώνει καταληκτικά το ΙΕΛΚΑ, «τα συγκεκριμένα αποτελέσματα των απόψεων των στελεχών απεικονίζουν ένα αρνητικό και ιδιαίτερα απαιτητικό επιχειρηματικό περιβάλλον για τις επιχειρήσεις του κλάδου των τροφίμων (βιομηχανία και λιανεμπόριο) και μία κατάσταση η οποία είναι δύσκολο να αναστραφεί άμεσα».
naftemporiki.gr