Στη σύνοδο κορυφής των G7 στο Σλος Ελμάου, οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων των επτά κορυφαίων βιομηχανικών χωρών συζήτησαν, μεταξύ άλλων, την θέσπιση ενός πλαφόν στην τιμή του πετρελαίου. Υπάρχουν ενδείξεις ότι ένα από τα σημεία στο τελικό ανακοινωθέν της G7 την Τρίτη, θα μπορούσε να είναι μια κοινή δήλωση προθέσεων για την επιβολή ανώτατου ορίου στην τιμή του πετρελαίου.
Του Μιχάλη Ψύλου
[email protected]
Στη σύνοδο κορυφής των G7 στο Σλος Ελμάου, οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων των επτά κορυφαίων βιομηχανικών χωρών συζήτησαν, μεταξύ άλλων, την θέσπιση ενός πλαφόν στην τιμή του πετρελαίου. Γερμανία, Γαλλία, Μεγάλη Βρετανία, Ιταλία, Ιαπωνία, Καναδάς και Ηνωμένες Πολιτείες μαζί, αντιπροσωπεύουν περίπου το 30% της παγκόσμιας ζήτησης. Υπάρχουν ενδείξεις ότι ένα από τα σημεία στο τελικό ανακοινωθέν της G7 την Τρίτη, θα μπορούσε να είναι μια κοινή δήλωση προθέσεων για την επιβολή ανώτατου ορίου στην τιμή του πετρελαίου.
Η Γαλλία μπορεί να μην έχει πετρέλαιο αλλά παράγει ιδέες! Αυτό το παλιό σύνθημα στο Παρίσι ήρθε στην επικαιρότητα μετά την πρόταση που διατύπωσε ο Εμμανουέλ Μακρόν. Ο Γάλλος πρόεδρος τάχθηκε υπέρ του καθορισμού μιας «μέγιστης τιμής πετρελαίου» αλλά σε επίπεδο «παραγωγών χωρών» προκειμένου να αντιμετωπιστεί η άνοδος των τιμών που προκλήθηκε από τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Η πρόταση αυτή διαφέρει από εκείνη που διατύπωσε ο Αμερικανός πρόεδρος Μπάιντεν για ανώτατο όριο στις τιμές του πετρελαίου που θα αποφασίσουν όμως οι καταναλώτριες χώρες. Οι Αμερικανοί προωθούν την ιδέα του περιορισμού των τιμών του ρωσικού πετρελαίου προκειμένου να περιοριστούν τα έσοδα της Ρωσίας για τη χρηματοδότηση του πολέμου.Την πρόταση Μπάιντεν υποστηρίζει και ο Καναδάς.
Η τιμή του πετρελαίου Brent έχει αυξηθεί κατά 17 % από την έναρξη της ρωσικής επίθεσης στην Ουκρανία και οι τιμές του φυσικού αερίου είναι σχεδόν 45% υψηλότερες από ό,τι στα τέλη Φεβρουαρίου. Οι υψηλές τιμές της ενέργειας γίνονται όλο και περισσότερο βάρος για την παγκόσμια οικονομία. Ο πληθωρισμός αυξάνεται και οι προβλέψεις για την ανάπτυξη μειώνονται.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες, σε αντίθεση με τη Γαλλία, είναι ένας από τους κορυφαίους παραγωγούς πετρελαίου στον κόσμο, θέλουν επίσης να επιβάλουν ένα ανώτατο όριο τιμής πώλησης λόγω της αύξησης των τιμών των καυσίμων σε ιστορικά επίπεδα.
Το Παρίσι δεν είναι «κατ' αρχήν αντίθετο» στην αμερικανική πρόταση ανώτατου ορίου τιμών, αλλά «αυτό που θα ήταν πολύ πιο ισχυρό για εμάς είναι να βάλουμε μια μέγιστη τιμή στο πετρέλαιο που προέρχεται από όλες τις χώρες παραγωγής», υπογράμμισε το Ελιζέ. «Αυτό χρειαζόμαστε για να ξαναεμπλακούμε στη συζήτηση με τον ΟΠΕΚ +, και με όλους τους παραγωγούς πετρελαίου στον κόσμο», πρόσθεσε η γαλλική προεδρία, χωρίς να διευκρινίσει τους όρους μιας τέτοιας διαπραγμάτευσης, ώστε να πειστούν οι πετρελαιοπαραγωγικές χώρες.
Η Βερόνικα Γκριμ μέλος του Συμβουλευτικού οργάνου της Γερμανικής Κυβέρνησης, δεν βλέπει να αποτελεί λύση το πλαφόν που συζητείται. Ένα ανώτατο όριο τιμής για το πετρέλαιο λειτουργεί μόνο εάν συμμετέχουν όλες οι μεγάλες καταναλώτριες χώρες, λέει. «Αυτές θα ήταν επίσης η Κίνα, η Ινδία και η Ινδονησία. Είναι πολύ απίθανο, για να μην πω αδύνατο, να δημιουργηθεί αυτός ο συνασπισμός», είπε η Γκριμ στην FAZ. Ορισμένες χώρες ήδη εκμεταλλεύονται την έκπτωση στο ρωσικό πετρέλαιο για να το επαναπουλήσουν σε υψηλές τιμές στη Δύση. «Οι δασμοί θα ήταν πολύ καλύτερη επιλογή», λέει η Γκριμ.
Ηδη, αρκετοί ηγέτες, συμπεριλαμβανομένου του καγκελάριου Ολαφ Σολτς, έχουν σημειώσει ότι το πλαφόν είναι ένα πολύπλοκο μέτρο προς εφαρμογή.
Η Μόσχα, παρά τα εμπάργκο, συνεχίζει άλλωστε να αποσπά τεράστια έσοδα από την πώληση των πετρελαιοειδών της, ενώ η άνοδος των τιμών της ενέργειας αντισταθμίζει τη μείωση του όγκου των εξαγωγών της. Τον Μάιο, η Ρωσία ανακοίνωσε μάλιστα ότι αναμένει εφέτος επιπλέον έσοδα 13,7 δισεκατομμυρίων ευρώ από τις εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου. «Ένα ανώτατο όριο τιμής θα μπορούσε να λύσει αυτό το δίλημμα, αποφεύγοντας τον περαιτέρω περιορισμό της προσφοράς πετρελαίου και τον πληθωρισμό», λένε Ευρωπαίοι αξιωματούχοι. «Μόνο που υπάρχει μια απαραίτητη προϋπόθεση: Για να λειτουργήσει το πλαφόν, χρειάζεται μεγάλοι εισαγωγείς όπως η Ινδία και η Κίνα, να το τηρήσουν».
Ενα τέτοιο μέτρο είναι πολύ περίπλοκο να εφαρμοστεί, επειδή η τιμή του πετρελαίου καθορίζεται από τη διεθνή αγορά. Οι περισσότερες χώρες του ΟΠΕΚ+, ο οποίος συγκεντρώνει τα μέλη του ΟΠΕΚ και 10 άλλες χώρες παραγωγής, συμπεριλαμβανομένης της Ρωσίας, εξαρτώνται από τις εισπράξεις του πετρελαίου για να τροφοδοτήσουν τον δημόσιο προϋπολογισμό τους.
Οι λόγοι για τους οποίους η τιμή του βαρελιού αργού πετρελαίου έχει διαμορφωθεί αρκετά πάνω από τα 100 δολάρια για αρκετές εβδομάδες, εντοπίζονται στην ενεργειακή κρίση που πέρασε η Ευρώπη κατά τη χειμερινή περίοδο καθώς και στο εμπάργκο πετρελαίου που επιβλήθηκε από δυτικές χώρες στη Ρωσία για την εισβολή στην Ουκρανία στα τέλη Φεβρουαρίου.
Για αρκετές εβδομάδες, η κυβέρνηση Μπάιντεν απηύθυνε έκκληση στις πετρελαιοπαραγωγικές χώρες του Κόλπου, ιδιαίτερα στη Σαουδική Αραβία και στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, να αντλήσουν περισσότερο πετρέλαιο, αλλά χωρίς επιτυχία, μέχρι στιγμής. Ο Μπάιντεν έχει προγραμματίσει μάλιστα περιοδεία στη Μέση Ανατολή, συμπεριλαμβανομένου του Ριάντ, στα μέσα Ιουλίου για να το συζητήσει.
Ο μεγάλος άγνωστος Χ είναι σε ποιο πλαφόν η Ρωσία θα «πονέσει». Εάν το ανώτατο όριο τιμών είναι πολύ χαμηλό, η Μόσχα θα μπορούσε να περιορίσει τις εξαγωγές και οι τιμές θα αυξηθούν ακόμη περισσότερο.
Ο Γερμανός οικονομολόγος Γενς Σίντεκουμ επισημαίνει ένα άλλο πρόβλημα: « Αν επιβληθεί μέγιστη τιμή στο πετρέλαιο, τότε η ευρωπαϊκή ζήτηση για ρωσικό πετρέλαιο θα αυξηθεί ξαφνικά ξανά. Αυτό προφανώς θα έρχονταν σε αντίθεση με το εμπάργκο που μόλις αποφασίστηκε.»
Για να χειροτερέψουν τα πράγματα, υπάρχουν επίσης διαφορετικές προτιμήσεις εντός της ΕΕ. Ο Ιταλός πρωθυπουργός Μάριο Ντράγκι πιέζει για ένα ανώτατο όριο τιμής για το ρωσικό φυσικό αέριο, το οποίο είναι πιο σημαντικό στην Ευρώπη από το ρωσικό πετρέλαιο. Σε πολλές χώρες, το αέριο δεν χρησιμοποιείται μόνο για θέρμανση, αλλά και για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Οι ελπίδες στην αρχή του πολέμου ότι η αύξηση των τιμών θα ήταν βραχύβια, έχουν διαψευστεί εδώ και πολύ καιρό. Οι ειδικοί εκτιμούν ότι θα έχουμε τρία έως πέντε χρόνια με υψηλές τιμές ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου. Προσδεθείτε.