Η ελληνική οικονομία παραμένει παγιδευμένη στη μέγγενη των σφοδρών πληθωριστικών πιέσεων και της ενεργειακής κρίσης, που τροφοδοτούν την αύξηση του κόστους ζωής, τη μείωση της κατανάλωσης και τη συνεχή επιβράδυνση της ανάπτυξης σε σημείο ώστε το ενδεχόμενο επιστροφής σε μια πρόσκαιρη περίοδο ύφεσης να μοιάζει ολοένα και πιο πιθανό. Η αύξηση των επιτοκίων οδηγεί σε αύξηση του κόστους των επιχειρηματικών δανείων με κυμαινόμενο επιτόκιο στην Ελλάδα. Ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ, Γιώργος Καρανίκας, μιλώντας στη «Ν», χαρακτηρίζει επιλογή υψηλού ρίσκου και αμφίβολης αποτελεσματικότητας την αύξηση των επιτοκίων από την ΕΚΤ. Δραματική επιδείνωση στις συνθήκες λειτουργίας των επιχειρήσεων προβλέπει ο πρόεδρος του ΒΕΑ, Παύλος Ραβάνης.
Από την έντυπη έκδοση
Των Φάνη Ζώη, Δανάης Αλεξάκη, Σταμάτη Ζησίμου
Η ελληνική οικονομία παραμένει παγιδευμένη στη μέγγενη των σφοδρών πληθωριστικών πιέσεων και της ενεργειακής κρίσης, που τροφοδοτούν την αύξηση του κόστους ζωής, τη μείωση της κατανάλωσης και τη συνεχή επιβράδυνση της ανάπτυξης σε σημείο ώστε το ενδεχόμενο επιστροφής σε μια πρόσκαιρη περίοδο ύφεσης να μοιάζει ολοένα και πιο πιθανό. Η αύξηση των επιτοκίων οδηγεί σε αύξηση του κόστους των επιχειρηματικών δανείων με κυμαινόμενο επιτόκιο στην Ελλάδα, κάτι για το οποίο προειδοποίησε και ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών, Θεόδωρος Σκυλακάκης, αναφέροντας ότι θα επηρεαστούν. Φωτιά αναμένεται να πάρουν και τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο.
Δεν είναι τυχαίο ότι πλέον όλοι οι διεθνείς οργανισμοί, οι οίκοι αξιολόγησης και οι μεγάλες επενδυτικές τράπεζες αναθεωρούν επί τα χείρω τα σενάρια για την ελληνική οικονομία. Όπως αναφέρουν στη «Ν» στελέχη της βιομηχανίας τροφίμων, ο αντίκτυπος της αύξησης στις επιχειρήσεις του κλάδου, όπως και σε όλη την αγορά, είτε αυτές δανείζονται μέσω τραπεζών, είτε έχουν εκδώσει ομόλογα με κυμαινόμενο επιτόκιο, εξαρτάται από το μέγεθος των εταιρειών και τον τρόπο που έχουν δομήσει την οικονομική τους διαχείριση.
Αυτή τη στιγμή ο κλάδος παρακολουθεί τις εξελίξεις και βρίσκεται σε αναμονή για το πού θα «κάτσει η μπίλια» της αύξησης των επιτοκίων. Είτε σε μεσο-μακροπρόθεσμο δανεισμό, είτε σε κεφάλαιο κίνησης, η αύξηση των επιτοκίων επηρεάζει τα λειτουργικά τους κόστη και κατ’ επέκταση τα επιχειρηματικά πλάνα. Στον πάγο οι επενδύσεις Σε αυτό το πλαίσιο, ορισμένα επενδυτικά πλάνα είναι πιθανόν να τεθούν για την ώρα στον «πάγο» μέχρι να υπάρξει μια σταθεροποίηση της κατάστασης. Από την άλλη υπάρχει και η λογική αντιστάθμισης κινδύνου, με τις επιχειρήσεις να προβαίνουν τώρα σε δανεισμό ακόμα και με αυξημένα επιτόκια, προκειμένου να «προλάβουν τα χειρότερα» ή/και να μπορέσουν να προγραμματίσουν έχοντας όλα τα δεδομένα, ακόμα και με περισσότερο κόστος, τα πλάνα τους.
Η ουσία είναι ότι ο αντίκτυπος δεν είναι οριζόντιος. Αλλιώς θα επηρεαστεί μια μικρομεσαία επιχείρηση που δανειζόταν με 4%-5% εάν το επιτόκιο φθάσει 8% και αλλιώς μια μεγάλη βιομηχανία που αρχικά δανειζόταν με πιο ευνοϊκό επιτόκιο και έχει μεγαλύτερη ευελιξία στη διαχεί ριση κόστους.
Σε ό,τι αφορά το πεδίο των επενδύσεων, η διέξοδος του Ταμείου Ανάκαμψης θεωρείται μονόδρομος, αφού οι επιχειρήσεις που θέλουν να διατηρήσουν απρόσκοπτα το αναπτυξιακό τους πρόγραμμα μπορούν να αξιοποιήσουν τον σημαντικά φθηνότερο δανεισμό που τους προσφέρει η επιλογή αυτή. Έμμεσος αντίκτυπος Σε κάθε περίπτωση, η αύξηση των επιτοκίων δανεισμού έχει και έμμεσο αντίκτυπο στις επιχειρήσεις, καθώς θα επηρεάσει άμεσα και μια μεγάλη μερίδα νοικοκυριών και αυτή η επιβάρυνση θα «μετακυλιστεί» στην κατανάλωση. Το πιεσμένο εισόδημα των καταναλωτών θα περιορίσει περαιτέρω την αγοραστική τους δύναμη, που ήδη έχει μειωθεί χαρακτηριστικά, εξέλιξη που θα «φανεί» στην αγορά από τα τέλη του Σεπτεμβρίου. Συνεπώς και αυτή η παράμετρος θα πρέπει να υπολογιστεί, γιατί ο φαύλος κύκλος δεν κλείνει.
Ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ, Γιώργος Καρανίκας, μιλώντας στη «Ν», χαρακτηρίζει επιλογή υψηλού ρίσκου και αμφίβολης αποτελεσματικότητας την αύξηση των επιτοκίων από την ΕΚΤ. Η μικρομεσαία εμπορική επιχείρηση, τονίζει, θα είναι υποχρεωμένη να δανείζεται κεφάλαιο κίνησης με «απαγορευτικό επιτόκιο» και ταυτόχρονα θα εξακολουθεί να αγοράζει ακριβά τα προϊόντα που βάζει στα ράφια της, εάν δεν εξομαλυνθούν τα προβλήματα στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα και οι τιμές στην αγορά ενέργειας, που είναι οι δύο κύριες αιτίες του υψηλού πληθωρισμού.
Συνεπώς, πολύ σύντομα θα καταστεί αναπόφευκτη η μετακύλιση της αύξησης του κόστους δανεισμού στις τελικές τιμές των προϊόντων, άρα θα έχουμε και νέα ανατροφοδότηση του πληθωρισμού! Ήδη τα καινούργια επιχειρηματικά δάνεια από τις αρχές Ιουνίου είναι ακριβότερα. Πόσες μικρομεσαίες επιχειρήσεις και για πόσο καιρό θα είναι ικανές να αποπληρώνουν δάνεια με ακόμη υψηλότερα επιτόκια, σε περιόδους με τόσο έντονη οικονομική αβεβαιότητα και με την εγχώρια κατανάλωση σταθερά σε χαμηλά επίπεδα;
Σύμφωνα με τον κ. Καρανίκα, θα πρέπει τα ελληνικά τραπεζικά ιδρύματα -που τα τελευταία χρόνια ωφελήθηκαν από τα αρνητικά επιτόκια αναφοράς- να απορροφήσουν το μεγαλύτερο μέρος ή ολόκληρη την αύξηση των επιτοκίων στις χορηγήσεις επιχειρηματικών δανείων. Έχουν έτσι την ευκαιρία να προσφέρουν τριπλή υπηρεσία: στον ελληνικό επιχειρηματικό κόσμο, στους καταναλωτές και στην ελληνική οικονομία, καταλήγει ο κ. Καρανίκας.
Δραματική επιδείνωση στις συνθήκες λειτουργίας των επιχειρήσεων, ιδιαίτερα των μικρομεσαίων, οι οποίες είναι ήδη ευάλωτες και δανεισμένες, λόγω της οικονομικής και υγειονομικής κρίσης που προηγήθηκαν, προβλέπει ο πρόεδρος του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Αθήνας (ΒΕΑ) Παύλος Ραβάνης. Όπως εξηγεί ο κ. Ραβάνης, η αύξηση του κόστους χρήματος και του κόστους παραγωγής (πληθωρισμός), σε συνδυασμό με πιθανή υποχώρηση της κατανάλωσης και της ανάπτυξης, αυξάνει τους κινδύνους για επισφάλειες, καθυστερήσεις πληρωμών στην αγορά και για πτωχεύσεις. Σύμφωνα με τον ίδιο, είναι προφανές ότι στο νέο περιβάλλον αυξημένου κόστους χρήματος, οι επιχειρήσεις δεν θα μπορέσουν να προχωρήσουν σε νέες επενδύσεις, εξέλιξη που θα επηρεάσει συνολικά την ανάπτυξη της χώρας, ενώ προσθέτει ότι η έκρηξη του πληθωρισμού και η εκτόξευση των τιμών σε ενέργεια και αγαθά συρρικνώνει το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, μειώνει την κατανάλωση στην αγορά και προκαλεί καθίζηση των εσόδων για τις επιχειρήσεις. Ήδη οι τράπεζες έχουν υπολογίσει ότι το σημερινό επίπεδο πληθωρισμού έχει μειώσει το διαθέσιμο εισόδημα των Ελλήνων κατά 8%-9% σε ετήσια βάση.