Οικονομία & Αγορές
Πέμπτη, 23 Ιουνίου 2022 15:00

ΓΠΚΒ: Στοχευμένα μέτρα στήριξης - διατήρηση δημοσιονομικής σταθερότητας

Την ανάγκη η κυβέρνηση να παραμείνει σταθερή στην άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής, επαναλαμβάνοντας την προτροπή για λήψη μέτρων στήριξης, τα οποία θα είναι στοχευμένα, προσωρινά και δε θα θέτουν σε κίνδυνο τη δημοσιονομική σταθερότητα, επισημαίνει το Γραφείο του Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή (ΓΠΚΒ), στην έκθεσή του για το α΄ τρίμηνο 2022.

Της Ραλλούς Αλεξοπούλου
[email protected]

Την ανάγκη η κυβέρνηση να παραμείνει σταθερή στην άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής, επαναλαμβάνοντας την προτροπή για λήψη μέτρων στήριξης, τα οποία θα είναι στοχευμένα, προσωρινά και δεν θα θέτουν σε κίνδυνο τη δημοσιονομική σταθερότητα επισημαίνει το Γραφείο του Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, στην έκθεσή του για το α΄ τρίμηνο του 2022. Όπως τονίζεται, «η δημοσιονομική κατάσταση καθιστά την Ελλάδα ευάλωτη στις διεθνείς οικονομικές διαταραχές που υπάρχουν αυτή την περίοδο διεθνώς και προκειμένου να αποφύγει σοβαρές αρνητικές συνέπειες είναι σημαντικό να αποκαταστήσει και να διατηρήσει στη δημοσιονομική της σταθερότητα».

Οι πρόσφατες αποφάσεις για φορολόγηση των έκτακτων κερδών και η επιβολή πλαφόν στις τιμές χονδρικής πώλησης του ρεύματος (από τον Ιούλιο) σηματοδοτούν αλλαγή κατεύθυνσης που μεταφέρει μέρος του κόστους των παρεμβάσεων στους παραγωγούς ηλεκτρικού ρεύματος. «Στις σημερινές συνθήκες δεν υπάρχουν περιθώρια γενικευμένων παρεμβάσεων – όπως στην περίοδο της πανδημίας - καθώς θα επιδεινώσουν την ήδη εύθραυστη δημοσιονομική κατάσταση και θα καταστήσουν τη χώρα μας ευάλωτη σε κάθε είδους διαταραχές» τονίζεται στην έκθεση. Τα όποια μέτρα εισοδηματικής στήριξης, σημειώνεται ότι θα πρέπει να είναι προσωρινά, στοχευμένα και να χρηματοδοτούνται από πρόσθετα τρέχοντα έσοδα ώστε να μην επιβαρύνουν το δημόσιο χρέος. Η απαρέγκλιτη τήρηση της δημοσιονομικής σταθερότητας είναι αναγκαία συνθήκη για να αποφύγει η χώρα μας τις χειρότερες συνέπειες της διεθνούς οικονομικής αστάθειας.

Σύμφωνα με τη έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, η ελληνική οικονομία κατέγραψε υψηλό ρυθμό ετήσιας μεγέθυνσης 7% στο πρώτο τρίμηνο του έτους, αρκετά πάνω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης (5,4%). Το ποσοστό ανεργίας του Απριλίου είναι σημαντικά μειωμένο σε σχέση με το προηγούμενο έτος (12,5% από 17,2%), καθώς η απασχόληση κατέγραψε εντυπωσιακή αύξηση κατά 10,8%. Από την άλλη πλευρά, στο πρώτο τρίμηνο του έτους, ο δείκτης μισθολογικού κόστους μειώθηκε κατά 1,9% σε σχέση με πέρυσι, ενώ το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών είναι σχεδόν δυόμιση φορές υψηλότερο από το πρώτο τρίμηνο του 2021 (6,4 δισ. από 2,6 δισ). Ο πληθωρισμός, τέλος, αυξάνεται συστηματικά, καθώς τον Μάιο ο εναρμονισμένος δείκτης έφτασε το 10,5% και ο εθνικός δείκτης το 11,3%.

Στα δημόσια οικονομικά, τα στοιχεία του πρώτου 4μήνου δείχνουν σαφώς βελτιωμένη εικόνα του πρωτογενούς αποτελέσματος Γενικής Κυβέρνησης σε σχέση με το πρώτο τετράμηνο του προηγούμενου έτους, κατά 5,4 δισ. ευρώ, που οφείλεται κυρίως στην άρση των έκτακτων μέτρων για την πανδημία, αλλά και στην αύξηση των φορολογικών εσόδων (κυρίως ΦΠΑ) εξαιτίας του πληθωρισμού. Παράλληλα, ο λόγος δημόσιου χρέους ως προς το ΑΕΠ συνεχίζει την πτωτική του πορεία εξαιτίας της σημαντικής ανόδου του ονομαστικού ΑΕΠ, λόγω του υψηλότερου πληθωρισμού. Οι εξελίξεις αυτές, σε συνδυασμό με την υλοποίηση των συμφωνηθέντων δεσμεύσεων, είχαν ως αποτέλεσμα την απόφαση εξόδου από την ενισχυμένη εποπτεία και την αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας του Ελληνικού Δημοσίου, που παραμένει ένα επίπεδο κάτω από την επενδυτική βαθμίδα.

Οι εξελίξεις στην ελληνική οικονομία καθορίζονται από τις συνθήκες της διεθνούς οικονομίας που είναι ανησυχητικές εξαιτίας τριών, τουλάχιστον, παραγόντων:

  • το αυξημένο κόστος ενέργειας
  • την άνοδο των επιτοκίων και
  • τη γεωπολιτική αστάθεια,

ο συνδυασμός των οποίων εντείνει την οικονομική αβεβαιότητα. Η παρατεταμένη αβεβαιότητα, με τη σειρά της, θα επηρεάσει την αντίληψη του κινδύνου και κατά συνέπεια τις κινήσεις κεφαλαίων που χρηματοδοτούν τόσο τις ιδιωτικές επενδύσεις, όσο και τον δημόσιο δανεισμό, ενώ παράλληλα ενδέχεται να οδηγήσει και σε αναβολή καταναλωτικών αποφάσεων.

Ο υψηλός ρυθμός μεγέθυνσης του πρώτου τριμήνου είναι οπωσδήποτε μια θετική εξέλιξη, πρέπει όμως να ληφθούν υπόψη δύο στοιχεία. Το πρώτο είναι η χαμηλή βάση σύγκρισης, δηλαδή η αρνητική μεγέθυνση του πρώτου τριμήνου 2021 (-1,7%), καθώς τα περιοριστικά μέτρα βρίσκονταν ακόμα σε ισχύ. Το δεύτερο είναι ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία άρχισε στα τέλη Φεβρουαρίου, δηλαδή οι επιπτώσεις του αφορούσαν μόνο τον τελευταίο μήνα του πρώτου τριμήνου. Με αυτά τα δεδομένα εκτιμάται ότι από το 2ο τρίμηνο του έτους θα υπάρξει  επιβράδυνση, η έκταση της οποίας θα εξαρτηθεί, μεταξύ άλλων, από την επίδοση του τουρισμού, τον βαθμό ενεργοποίησης του Ταμείου Ανάκαμψης, την επίπτωση του αυξημένου κόστους ενέργειας και την άνοδο των επιτοκίων δανεισμού.

Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, διαπιστώνεται η απουσία κάποιας συντονισμένης δράσης για την αντιμετώπιση του ενεργειακού κόστους - κάτι που θα έπρεπε να συνοδεύει τις κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας - και δυο σημαντικών αποφάσεων που αλλάζουν το δημοσιονομικό τοπίο: την παράταση της αναστολής του Συμφώνου Σταθερότητας για το 2023 και την προγραμματισμένη αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ τον Ιούλιο (με προοπτική περαιτέρω αυξήσεων). Η πρώτη απόφαση διευκολύνει τις εθνικές δημοσιονομικές παρεμβάσεις για την κάλυψη του αυξημένου ενεργειακού κόστους, δεν πρέπει όμως να προκαλέσει εφησυχασμό. Ήδη στην έκθεση Δ΄ τριμήνου 2021 είχε επισημανθεί ότι οι δημοσιονομικοί περιορισμοί δεν προκύπτουν από πολιτικές αποφάσεις αλλά από τις συνθήκες βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους. Όπως άλλωστε αναφέρει και η σχετική απόφαση, οι χώρες με υψηλό δημόσιο χρέος θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικές και να φροντίζουν ώστε ο ρυθμός αύξησης των εθνικά χρηματοδοτούμενων τρεχουσών δημόσιων δαπανών να είναι χαμηλότερος από τον μεσοπρόθεσμο ρυθμό αύξησης του δυνητικού ΑΕΠ.

Όσον αφορά τη δεύτερη απόφαση, που συνιστά αναστροφή τής μέχρι τώρα νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ, έχει ήδη προκαλέσει σημαντικές αυξήσεις στις αποδόσεις των ελληνικών και άλλων ευρωπαϊκών τίτλων. Η επίπτωση, ωστόσο, στις δαπάνες εξυπηρέτησης του ελληνικού δημόσιου χρέους θα είναι περιορισμένη και σταδιακή, καθώς το σύνολό του σχεδόν είναι σε σταθερά επιτόκια και μόλις το ένα τέταρτο του χρέους είναι διαπραγματεύσιμο στις αγορές. Από την άλλη πλευρά, τα αυξημένα επιτόκια έχουν επίπτωση στον ιδιωτικό δανεισμό που, παρότι δεν έχει άμεσες δημοσιονομικές συνέπειες, ενδέχεται να υπονομεύσει την οικονομική βιωσιμότητα επιχειρήσεων και νοικοκυριών και να επιβραδύνει τους ρυθμούς μεγέθυνσης. Όσον αφορά τις ειδικές παρεμβάσεις που προγραμματίζονται για τα ομόλογα των χωρών του Νότου με σκοπό να περιορίσουν τις αποκλίσεις και να αποτρέψουν μεγάλες αυξήσεις των αποδόσεων και του κόστους δανεισμού, αν και δεν είναι γνωστές οι λεπτομέρειες αυτών των παρεμβάσεων, εικάζεται ότι θα συνοδεύονται από προϋποθέσεις και εκπλήρωση συγκεκριμένων κριτηρίων.