Σε κάθε γωνιά της Ουάσιγκτον οι υπεύθυνοι για τη χάραξη στρατηγικής καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια, για να βρουν τρόπο να ενθαρρύνουν τον τραπεζικό δανεισμό.
Σε κάθε γωνιά της Ουάσιγκτον οι υπεύθυνοι για τη χάραξη στρατηγικής καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια, για να βρουν τρόπο να ενθαρρύνουν τον τραπεζικό δανεισμό. Οι νομοθέτες ασκούν κριτική στις τράπεζες ότι δεν κάνουν χρήση των νέων ομοσπονδιακών κεφαλαίων για να χορηγούν δάνεια και απειλούν ότι θα θέσουν όρους στα πρόσθετα κεφάλαια. Την περασμένη εβδομάδα, οι ρυθμιστικές αρχές εξέδωσαν οδηγία με την οποία προτρέπουν τις τράπεζες να μη διστάζουν να δανείζουν.
Κάτι, όμως, κάτι δεν πάει καλά, σημειώνει η Wall Street Journal. Στην πραγματικότητα ο δανεισμός από τις τράπεζες έχει αγγίξει επίπεδα-ρεκόρ. Τα εμπορικά και βιομηχανικά δάνεια ανήλθαν στα 1,6 τρισ. δολάρια στις αρχές Νοεμβρίου, κατά 15% υψηλότερα σε σύγκριση με τα αντίστοιχα περσινά επίπεδα, με ετησιοποιημένη αύξηση 25% τους τελευταίους τρεις μήνες, σύμφωνα με τα εβδομαδιαία στοιχεία της Federal Reserve. Τα στεγαστικά δάνεια ενισχύθηκαν κατά 21% σε σχέση με το προηγούμενο έτος, στα 578 δισ. δολάρια, καταγράφοντας το τελευταίο τρίμηνο ετησιοποιημένη αύξηση 48%.
Τα στοιχεία υποδεικνύουν μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της κρίσης. Η πιστωτική συρρίκνωση είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός, ωστόσο, είναι αρκετά σύνθετη και η διαχείρισή της είναι κάθε άλλο παρά εύκολη. Μπορεί οι τράπεζες να δανείζουν, δεν παύουν όμως να βρίσκονται σε εξαιρετικά δυσχερή θέση καθώς αντιμετωπίζουν ένα πολύ πιο σοβαρό πρόβλημα –την κατάρρευση των αγορών τίτλων.
Τις σοβαρότερες συνέπειες της χρηματοπιστωτικής κρίσης δεν τις έχουν βιώσει οι τράπεζες αλλά οι χρηματοπιστωτικές αγορές. Τα δάνεια μιας τράπεζας παραμένουν τα βιβλία της. Ολοένα περισσότερα δάνεια την τελευταία δεκαετία έχουν τιτλοποιηθεί και πωληθεί σε επενδυτές απ’ όλο τον κόσμο –συνταξιοδοτικά προγράμματα, ασφάλειες ζωής, αμοιβαία κεφάλαια, hedge funds κ.α. Οι θεσμικοί επενδυτές «καταβρόχθισαν» αυτά τα δάνεια και άλλες μορφές πιστώσεων που δεν προέρχονταν από παραδοσιακές τράπεζες, όπως ομολογίες υψηλού κινδύνου (junk bonds) και εμπορικά ομόλογα.
Για να ομαλοποιηθεί η αγορά πιστώσεων, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πρέπει να αποκαταστήσουν την ισορροπία και στις χρηματοπιστωτικές αγορές εκτός από τις τράπεζες. Αλλά οι εμπιστοσύνη τον επενδυτών στις πιστωτικές αγορές έχει δεχθεί σοβαρότατο πλήγμα, εν μέρει επειδή οι αποδόσεις των χρεωστικών τίτλων αποδείχθηκαν πολύ χειρότερες από αυτές που υποδήλωναν οι βαθμολογίες πιστοληπτικής ικανότητας.
Η έκδοση τίτλων με ενυπόθηκες εξασφαλίσεις –δηλαδή τα εργαλεία τιτλοποίησης του χρέους σε πιστωτικές κάρτες και δάνεια αυτοκινήτων στη διάρκεια της ανοδική έκρηξης– μειώθηκε κατά 79% το έτος που έληξε τον Οκτώβριο, σύμφωνα με τα στοιχεία της Dealogic. Το 2005 και το 2006, τα εργαλεία αυτά έγιναν ανάρπαστα από τους επενδυτές έναντι ποσών που ξεπερνούσαν τα τρία τρισεκατομμύρια δολάρια. Οι ομολογίες υψηλού κινδύνου έχασαν το 66% της αξίας τους δέκα πρώτους μήνες τους έτους σε σύγκριση με τα αντίστοιχα περσινά επίπεδα.
Η διατριβή που δημοσιεύτηκε πρόσφατα από τους οικονομολόγους του Χάρβαρντ, Ντέιβιντ Σάρφστεϊν και Βικτόρια Ιβάσινα, ρίχνει φως στα τελευταία παιχνίδια των τραπεζών σε επίπεδο δανεισμού. Τα τραπεζικά δάνεια αυξάνονται, παρατηρούν οι οικονομολόγοι, καθώς οι εταιρείες –από τη General Motors έως την Tribune– σπεύδουν στις τράπεζες για προληπτική ρευστότητα. Με τις αγορές να έχουν «πιάσει πάτο», οι εταιρείες εξαντλούν τα πιστωτικά τους όρια στις τράπεζες για να καλύψουν τις χρηματοοικονομικές τους ανάγκες ή απλώς για να έχουν χρήματα για «μια ώρα ανάγκης».
Πηγή: Wall Street Journal