Παρά τον «αρνητικό αντίκτυπο του πολέμου στην Ουκρανία, η ελληνική οικονομία αναμένεται να παρουσιάσει φέτος ισχυρό ρυθμό ανάπτυξης, φθάνοντας το 3,5% του ΑΕΠ, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ).
Παρά τον «αρνητικό αντίκτυπο του πολέμου στην Ουκρανία, η ελληνική οικονομία αναμένεται να παρουσιάσει φέτος ισχυρό ρυθμό ανάπτυξης, φθάνοντας το 3,5% του ΑΕΠ, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ).
Σε ό,τι αφορά τον πληθωρισμό, το ΔΝΤ κάνει λόγο για 6,1% φέτος εξαιτίας των υψηλών τιμών ενέργειας. Πάντως εκτιμά ότι τόσο η ανάπτυξη όσο και ο πληθωρισμός αναμένεται να επιβραδυνθούν το 2023, φτάνοντας στο 2,6 και 1,2%, αντίστοιχα.
«Το δημόσιο χρέος βρίσκεται σε πτωτική τροχιά και οι κίνδυνοι μετατροπής φαίνονται διαχειρίσιμοι μεσοπρόθεσμα. Παρά τη βελτίωση, η εξωτερική θέση πέρυσι ήταν μετρίως πιο αδύναμη από εκείνη που συνάδει με τα θεμελιώδη και τις επιθυμητές πολιτικές. Σημαντικοί καθοδικοί κίνδυνοι συνεχίζουν να θολώνουν τις προοπτικές, ειδικά από την περαιτέρω όξυνση του πολέμου στην Ουκρανία και τις ακόμα σημαντικές αβεβαιότητες που συνδέονται με την πανδημία», συμπληρώνει το ΔΝΤ.
Στην ανάλυσή του, το ΔΝΤ αναφέρει επίσης ότι η ελληνική οικονομία ανέκαμψε σθεναρά από τη σοβαρή ύφεση που προκλήθηκε από τον COVID-19, με την παραγωγή να επιστρέφει στο προ-πανδημίας επίπεδο το 2021. «Η ισχυρή δημοσιονομική απάντηση, η διευκολυντική νομισματική πολιτική και οι πολιτικές προληπτικής εποπτείας και η σημαντική στήριξη της ΕΕ ήταν το κλειδί για την προώθηση της ανάκαμψης», σημειώνεται.
Το ΔΝΤ διαπιστώνει επιπλέον πρόοδο, παρά το δύσκολο περιβάλλον, στις μεταρρυθμίσεις σε διάφορους τομείς, όπως η ψηφιοποίηση, οι ιδιωτικοποιήσεις, η βελτίωση του μείγματος δημοσιονομικής πολιτικής και η επιδιόρθωση των τραπεζικών ισολογισμών. Σημειώνει, ωστόσο, την ανάγκη να συνεχιστεί η συνετή πολιτική και η εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν την ανάπτυξη για να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του χρέους και να προωθηθεί η χωρίς αποκλεισμούς και πιο πράσινη ανάπτυξη.
Σύμφωνα με το ΔΝΤ, η δημοσιονομική πολιτική θα πρέπει να παραμείνει διευκολυντική αλλά καλά στοχευμένη το 2022 προτού επιστρέψει σε μια σταδιακή και φιλική προς την ανάπτυξη ενοποίηση με διατηρημένα πρωτογενή πλεονάσματα στη συνέχεια.
Παράλληλα, τονίζει:
Όσον αφορά τα δάνεια, το ΔΝΤ επαινεί τις αρχές για την ταχεία μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων στις μεγάλες τράπεζες και για τη δέσμευσή τους να αντιμετωπίσουν τις υπόλοιπες προκλήσεις για την ενίσχυση της οικονομικής ανθεκτικότητας. Σύμφωνα με την ανάλυση, περαιτέρω πρόοδος στη μείωση του προβληματικού χρέους θα πρέπει να προέλθει από την εφαρμογή του νέου νόμου περί αφερεγγυότητας, τη βελτίωση της διαχείρισης του πιστωτικού κινδύνου των τραπεζών και την ανάπτυξη βιώσιμων μακροπρόθεσμων αναδιαρθρώσεων.
Επιπλέον, το ΔΝΤ εκτιμά ότι το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας είναι μια βασική ευκαιρία για την ενίσχυση των προηγούμενων μεταρρυθμιστικών επιτευγμάτων, την αντιμετώπιση των υπολειπόμενων διαρθρωτικών σημείων συμφόρησης, μεταξύ άλλων στην αγορά εργασίας, την αύξηση του αναπτυξιακού δυναμικού και την εξασφάλιση βιώσιμης, πλούσιας σε θέσεις εργασίας και πιο πράσινη ανάπτυξη.
Σχολιάζοντας την αύξηση του κατώτατου μισθού, το ΔΝΤ σημειώνει τη θετική επίδραση στην αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών, ωστόσο, συνιστά την παρακολούθηση των πιθανών επιπτώσεών της στον πληθωρισμό και την ανεργία των νέων.