Βαθιά ανάσα για τα ομόλογα του ευρωπαϊκού Νότου -και των ελληνικών- μετά την αποκλιμάκωση των αποδόσεων που ακολούθησε των αποφάσεων της ΕΚΤ.
Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Βαθιά ανάσα για τα ομόλογα του ευρωπαϊκού Νότου -και των ελληνικών- μετά την αποκλιμάκωση των αποδόσεων που ακολούθησε των αποφάσεων της ΕΚΤ.
Το οικονομικό επιτελείο παραμένει σε κατάσταση «συναγερμού» για τις επιπτώσεις που μπορεί να προκαλέσει η κρίση στο ελληνικό χρέος.
Αν και βρέθηκε ακόμη και πάνω από το επίπεδο του 4,6%, την Παρασκευή η απόδοση του 10ετούς υποχώρησε στο 4%, δίνοντας ανάσα στα ελληνικά ομόλογα, οι αποδόσεις των οποίων έχουν ανέβει -και μετά τη διόρθωση της Παρασκευής- κατά 0,4% μέσα σε έναν μήνα και κατά 3,2% σε επίπεδο έτους. Επίσης, παρά την απόφαση της ΕΚΤ να στηρίξει την αγορά ομολόγων με το πρόγραμμα ευέλικτων επανεπενδύσεων του PEPP -πρόγραμμα στο οποίο συμπεριλαμβάνονται και τα ελληνικά χαρτιά-, η αβεβαιότητα για το τι μέλλει γενέσθαι το επόμενο χρονικό διάστημα είναι έντονη, καθώς είναι πλέον ξεκάθαρο ότι έχουμε εισέλθει σε περίοδο αύξησης των επιτοκίων. Το πρόγραμμα της ΕΚΤ αναγνωρίζεται ως ένα ισχυρό όπλο, το οποίο μπορεί να συγκρατήσει τις αποδόσεις των ομολόγων. Η Goldman Sachs ποσοτικοποίησε την έκταση που μπορεί να λάβει αυτή η συγκράτηση, μιλώντας ακόμη και για 80-84 μονάδες βάσης, καθώς μέσω του ευέλικτου προγράμματος επανεπενδύσεων εκτιμάται ότι μπορούν να αποκτηθούν ελληνικοί τίτλοι ακόμη και άνω των 10 δισ. ευρώ. Ενώ λοιπόν η ΕΚΤ θα ανακοινώσει τις λεπτομέρειες του προγράμματος πιθανότατα στην επόμενη συνεδρίαση του Ιουλίου, το οικονομικό επιτελείο και ο Οργανισμός Δημοσίου Χρέους καταστρώνουν τα δικά τους σχέδια, καθώς το να μην μπει η Ελλάδα στο «κάδρο» των χωρών που μπορούν να αντιμετωπίσουν πρόβλημα με το χρέος τους συνιστά ζήτημα πρωταρχικής σημασίας. Σε αυτό το πλαίσιο, έχει ήδη αποφασιστεί τα ταμειακά διαθέσιμα της χώρας να παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η περίοδος αβεβαιότητας, ενώ είναι πλέον εξαιρετικά πιθανές οι «προσαρμογές» στο δανειακό πρόγραμμα της χώρας ακόμη και αυτό που «τρέχει» μέσα στο 2022.
Το ταμείο της χώρας έχει αυτή τη στιγμή κοντά στα 40 δισ. ευρώ, επίδοση που κρίνεται πολύ ικανοποιητική για τα δεδομένα της εποχής, δεδομένου ότι ο κύριος όγκος των εσόδων της χώρας -και παρά τη χρονική μετάθεση της είσπραξης του ΕΝΦΙΑ- εισπράττεται στο β' εξάμηνο της χρονιάς και όχι στο πρώτο κυρίως λόγω τουρισμού (φουσκώνει τα έσοδα του ΦΠΑ) αλλά του φόρου εισοδήματος. Το Δημόσιο έχει ήδη καταβάλει τις τελευταίες δόσεις του ΔΝΤ και η μόνη δαπάνη που παραμένει προς αποπληρωμή είναι η πρόωρη εξόφληση μέρους των διμερών δανείων, που θα γίνει προς το τέλος του έτους.
Από την άλλη, υπάρχουν δρομολογημένες πλέον ενέσεις ρευστότητας:
1. Η άντληση των δύο δόσεων από τα ANFAs και τα SMPs που θα έχει ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος του χρόνου, συμβάλλοντας με επιπλέον 1,5 δισ. ευρώ στο ταμείο (η πρώτη δόση αναμένεται μέσα στο καλοκαίρι και η δεύτερη μέχρι το τέλος του χρόνου).
2. Η εκταμίευση επιπλέον 1 δισ. ευρώ από τους αδιάθετους πόρους του προγράμματος SURE.
3. H άντληση πόρων μέσω του προγράμματος Repower EU, οι οποίοι ναι μεν προορίζονται για τη χρηματοδότηση πράσινων επενδύσεων, αλλά δεν παύουν να συνιστούν και αυτοί δανεισμό που θα χρηματοδοτήσει αναπτυξιακές παρεμβάσεις.
4. Η σταδιακή «εγκατάλειψη» του σχεδιασμού που είχε ληφθεί στην αρχή της χρονιάς και πριν από το ξέσπασμα του πολέμου για μείωση της έκθεσης της χώρας στον βραχυπρόθεσμο δανεισμό μέσα από τον περιορισμό του υπολοίπου των εντόκων γραμματίων. Ήδη οι τελευταίες εκδόσεις είχαν μεγαλύτερο «όγκο» σε σχέση με αυτόν που είχε προγραμματιστεί αρχικά.
5. Η επικείμενη έκδοση του πρώτου πράσινου ελληνικού ομολόγου. Η ιδέα να γίνει φέτος ελληνική πρεμιέρα και στη συγκεκριμένη αγορά δεν έχει εγκαταλειφθεί, παρά την αβεβαιότητα που υπάρχει στην αγορά. Βεβαίως, ούτως ή άλλως ήταν δρομολογημένο η πρώτη πράσινη έκδοση να γίνει μέσα στο β' εξάμηνο της φετινής χρονιάς, οπότε οι τελικές αποφάσεις αναμένεται να ληφθούν με βάση και τις συνθήκες που θα επικρατήσουν τότε.
Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ελληνικού χρέους -και μάλιστα χαρακτηριστικά που δεν συναντώνται εύκολα σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες- λειτουργούν ως ασπίδα προστασίας για τη βιωσιμότητά του. Τη στιγμή της μεγάλης ανόδου των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων, η χώρα βρίσκεται με περιορισμένη ανάγκη για αναχρηματοδοτήσεις χρέους, ενώ ακόμη και οι πρόωρες αποπληρωμές (ΔΝΤ, διμερή δάνεια με τις χώρες της Ε.Ε. κ.λπ.) περιορίζουν ακόμη περισσότερο αυτή την ανάγκη, καθώς όλες οι πρόωρες αποπληρωμές αφορούν εξόφληση δανείων που θα έπρεπε ούτως ή άλλως να γίνει το 2023 και το 2024. Από την άλλη, η Ελλάδα είναι από τις ελάχιστες χώρες στον κόσμο με κλειδωμένο επιτόκιο σε ποσοστό 99%, αλλά και πολύ μεγάλη περίοδο ωρίμανσης του χρέους, η οποία υπερβαίνει τα 15 χρόνια. Το πρόβλημα από την αύξηση των αποδόσεων μπορεί να δημιουργηθεί στο κονδύλι των τόκων που θα πρέπει να καταβάλλει ο κρατικός προϋπολογισμός. Ωστόσο, προς το παρόν δεν φαίνεται να δημιουργείται σοβαρό πρόβλημα για δύο λόγους:
1. Πρώτον, τα ομόλογα που λήγουν και τα οποία θα πρέπει να αντικατασταθούν το επόμενο χρονικό διάστημα έχουν κόστος μεγαλύτερο του 4%, που είναι η τρέχουσα απόδοση του ελληνικού 10ετούς ομολόγου. Οπότε ακόμη και η έκδοση νέου ομολόγου δεν προσθέτει τόκους στον τελικό λογαριασμό.
2. Δεύτερον, η Ελλάδα έχει συνάψει swaps για χρέος συνολικού ύψους άνω των 50 δισ. ευρώ. Από αυτά τα swaps, ενώ η Ελλάδα έχανε όλο το προηγούμενο διάστημα καθώς πλήρωνε περισσότερους τόκους από αυτούς που αναλογούσαν στα τρέχοντα επίπεδα επιτοκίων, τώρα παράγονται κέρδη δισεκατομμυρίων, τα όποια αν «κλειδώσουν» μπορούν να καλύψουν τις όποιες απώλειες από την έκδοση νέων «ακριβών» ελληνικών ομολόγων.
Αυτοί οι δύο λόγοι είναι που διασφαλίζουν στις ελληνικές αρχές τη δυνατότητα να υποστηρίζει ότι, ανεξάρτητα από το τι θα γίνει το επόμενο διάστημα στις αγορές, η χώρα έχει τον τρόπο να «κρατήσει» σταθερό το ετήσιο κονδύλι για τους τόκους στο επίπεδο των 5 δισ. ευρώ.