Στα ύψη το ενεργειακό κόστος για τις ιταλικές επιχειρήσεις: Σύμφωνα με την Ένωση Βιομηχάνων, η Ιταλία βρίσκεται σε ακόμη πιο μειονεκτική θέση από Γαλλία και Γερμανία
Η Ιταλική Εμπορική Ένωση Confcommercio έχει σημάνει συναγερμό. Σύμφωνα με τους παρατηρητές της, το κόστος της ενέργειας για τις εμπορικές και τουριστικές επιχειρήσεις της χώρας πρόκειται φέτος να διπλασιαστεί. Το 2021 έφτασε τα 11 δισεκατ. ευρώ, ενώ φέτος θα εκτοξευθεί στα 27 δισεκατ. ευρώ.
Τα εστιατόρια, κατά μέσο όρο, μέχρι το τέλος της χρονιάς υπολογίζεται ότι θα πληρώσουν για το ηλεκτρικό τους 18.000 ευρώ (μία αύξηση ύψους 58%) και τα μπακάλικα 40.000 ευρώ (70% αύξηση). Για τα ξενοδοχεία της Ιταλίας, δε, ο λογαριασμός του ηλεκτρικού ρεύματος θα αγγίξει τις 137.000 ευρώ, ενώ για ένα μικρό καφέ-μπαρ υπολογίζεται ότι θα ξεπεράσει τις 10.000 ευρώ.
Σύμφωνα με την Ιταλική Ένωση Βιομηχάνων Confindustria, σε ετήσια βάση η αύξηση των δαπανών για την ενέργεια μπορεί να ανέλθει συνολικά μέχρι τα 81 δισεκατ. ευρώ. Μάλιστα η Confindustria προσθέτει, ότι η Ιταλία «υποφέρει» πολύ περισσότερο από την Γαλλία και την Γερμανία, διότι η αυξήσεις αυτές φέτος αναμένεται να βαρύνουν κατά 8,8% στο συνολικό κόστος παραγωγής των διαφόρων προϊόντων. Στην Γαλλία το αντίστοιχο ποσοστό είναι 3,9% και στην Γερμανία 6.8%.
Όπως γράφει η εφημερίδα Corriere della Sera, με τον τρόπο αυτό θα μειωθεί η ανταγωνιστικότητα της Ιταλίας προς όφελος άλλων, μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών. «To Made in Italy υποφέρει όσο ποτέ άλλοτε», υπογραμμίζει χαρακτηριστικά. Οι αρνητικές επιπτώσεις, εξηγεί η εφημερίδα του Μιλάνου, συνδέονται με την εξάρτηση -άμεση και έμμεση- του ιταλικού παραγωγικού συστήματος από την χρήση φυσικού αερίου - πολύ περισσότερο από ότι συμβαίνει στo Παρίσι και στο Βερολίνο.
Κανένας τομέας δεν αποτελεί εξαίρεση: από την ξυλεία, μέχρι την παραγωγή χαρτιού και την επεξεργασία ορυκτών. Με τα δεδομένα αυτά, είναι φυσικό η μείωση παροχής φυσικού αερίου από την Ρωσία να προκαλεί έντονη ανησυχία στις ιταλικές επιχειρήσεις. Μία μείωση, η οποία από το 15% αυξήθηκε χθες στο 35% και η οποία είναι πολύ δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι οφείλεται σε «τεχνικά προβλήματα», όπως ισχυρίζεται η Μόσχα.