Ενενήντα τρία (93) δισεκατομμύρια ευρώ έχει εισπράξει η Μόσχα από την αρχή του πολέμου στην Ουκρανία, από τις εξαγωγές υδρογονανθράκων! Παρά τις κυρώσεις, η Ευρωπαϊκή Ενωση είναι μακράν ο μεγαλύτερος «πελάτης» του ρωσικού φυσικού αερίου και πετρελαίου, σύμφωνα με την έκθεση που δόθηκε στη δημοσιότητα από το Κέντρο Έρευνας για την Καθαρή Ενέργεια και Ατμόσφαιρα (CREA) που εδρεύει στη Φινλανδία.
Του Μιχάλη Ψύλου
[email protected]
Ενενήντα τρία (93) δισεκατομμύρια ευρώ έχει εισπράξει η Μόσχα από την αρχή του πολέμου στην Ουκρανία, από τις εξαγωγές υδρογονανθράκων! Παρά τις κυρώσεις, η Ευρωπαϊκή Ενωση είναι μακράν ο μεγαλύτερος «πελάτης» του ρωσικού φυσικού αερίου και πετρελαίου, σύμφωνα με την έκθεση που δόθηκε στη δημοσιότητα από το Κέντρο Έρευνας για την Καθαρή Ενέργεια και Ατμόσφαιρα (CREA) που εδρεύει στη Φινλανδία.
Η ΕΕ αντιπροσώπευε το 61% των εξαγωγών υδρογονανθράκων της Ρωσίας μεταξύ 24 Φεβρουαρίου και 3 Ιουνίου, σύμφωνα με το CREA. Αυτό μεταφράζεται σε 57 δισεκατομμύρια ευρώ. Μεταξύ των επιμέρους κρατών, η Κίνα ήταν ο σημαντικότερος πελάτης με 12,6 δισ. ευρώ, ακολουθούμενη από τη Γερμανία με 12,1 δισ. και την Ιταλία με 7,8 δισ. ευρώ. Αν και οι εισαγωγές μειώθηκαν τον Μάιο και η Ρωσία αναγκάζεται να πουλάει τα ορυκτά της καύσιμα με μεγάλες εκπτώσεις σε τιμή ευκαιρίας στις διεθνείς αγορές, το Κρεμλίνο επωφελείται από τις τιμές ενέργειας, που έχουν εκτοξευτεί παγκοσμίως. Τα έσοδα της Ρωσίας προέρχονται κυρίως από την πώληση αργού πετρελαίου (46 δισ. Ευρώ) και ακολουθεί το φυσικό αέριο (24 δισ. Ευρώ). Τα υπόλοιπα έσοδα προέρχονται από την πώληση προϊόντων πετρελαίου, υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) και άνθρακα.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση αποφάσισε πρόσφατα ένα σταδιακό εμπάργκο –με εξαιρέσεις– στις εισαγωγές πετρελαίου της από τη Ρωσία. Ωστόσο, το ρωσικό φυσικό αέριο, από το οποίο η ΕΕ εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό, δεν έχει επηρεαστεί μέχρι στιγμής και φαίνεται πώς θα συνεχίσει να ρέει αμείωτο. Ενδεχόμενη διακοπή του ρωσικού φυσικού αερίου, θα βύθιζε άλλωστε, την οικονομία της Γηραιάς Ηπείρου σε βαθιά ύφεση, όπως εκτιμούν τα περισσότερα οικονομικά ινστιτούτα στην Ευρώπη.
Στον κόσμο υπάρχει περισσότερο φυσικό αέριο από μεταλλικό νερό, και μάλιστα το τελευταίο κοστίζει περισσότερο. Το πρόβλημα είναι ότι υπάρχει τόσο πολύ που τα νέα πεδία δεν εξερευνώνται από φόβο μήπως πέσει η τιμή. Χρειάζονται πάντως δύο ίσως και τρία χρόνια για να αντικατασταθούν οι προμήθειες ρωσικού φυσικού αερίου με LNG, που προέρχεται από άλλα μέρη του κόσμου.
Την ίδια στιγμή μάλιστα που ορισμένες χώρες όπως η Πολωνία, η Φινλανδία και οι δημοκρατίες της Βαλτικής, έχουν μειώσει ή και σταματήσει τις εισαγωγές ρωσικών υδρογονανθράκων από την έναρξη του πολέμου, άλλα κράτη, όπως η Κίνα, η Ινδία και η Γαλλία (που είναι και μέλος της ΕΕ), έχουν αυξήσει τις αγορές. «Ενώ η ΕΕ εξετάζει το ενδεχόμενο αυστηρότερων κυρώσεων κατά της Ρωσίας, η Γαλλία αύξησε τις εισαγωγές της, με αποτέλεσμα να αποτελεί τον μεγαλύτερο αγοραστή ρωσικού LNG στον κόσμο», δήλωσε ο αναλυτής του CREA, Λάουρι Μιλιβίρτα. Ο Φινλανδός εμπειρογνώμονας τόνισε ότι οι γαλλικές εισαγωγές ρωσικού LNG είναι spot deals και όχι μακροπρόθεσμες συμβάσεις. Αυτό σημαίνει ότι παρά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η Γαλλία πήρε συνειδητή απόφαση να χρησιμοποιήσει τη ρωσική ενέργεια. «Η Γαλλία πρέπει να συνδυάσει τις πράξεις της με τα λόγια της», προέτρεψε η Myllyvirta. «Εάν πραγματικά το Παρίσι υποστηρίζει την Ουκρανία, πρέπει να εφαρμόσει αμέσως εμπάργκο στα ρωσικά ορυκτά καύσιμα και να αναπτύξει γρήγορα λύσεις καθαρής ενέργειας και ενεργειακής απόδοσης», προσθέτει.
Με τον πόλεμο στην Ουκρανία να κοντεύει να κλείσει τέσσερις μήνες,τα ταμεία της Μόσχας, πλημμυρίζουν. Η άνοδος των τιμών του πετρελαίου, του φυσικού αερίου, αλλά και των σιτηρών, αποτελεί το καλύτερο «όπλο» του Ρώσου προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν να συνεχίζει την εισβολή, Την ίδια ώρα που το κόστος ζωής στη Δύση και ειδικά στην Ευρώπη, κάνει τους πολίτες να υποφέρουν. Ο πληθωρισμός, που πρακτικά είχε εξαφανιστεί εδώ και δεκάδες χρόνια, επέστρεψε απειλητικά, σαρώνοντας νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Πριν 10 χρόνια, ο τότε πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι είχε πει την περίφημη φράση: «ό,τι χρειαστεί» για να σώσει το ευρώ μετά την ελληνική κρίση. Η φράση αυτή ισχύει και σήμερα ή έχει δώσει τη θέση της στην αβεβαιότητα μιας Ευρώπης των συμβιβασμών; Και όχι μόνο στη νομισματική πολιτική.
Ο πληθωρισμός αυξάνει τις ανισότητες και τις ανισορροπίες. Αποθαρρύνει την αποταμίευση, στερώντας την οικονομία από μελλοντική χρηματοδότηση. Μειώνει τα περιθώρια κέρδους των εταιρειών και αυξάνοντας το κόστος της πίστωσης, ωθεί τις εταιρείες να περιορίσουν τις επενδύσεις τους και τα νοικοκυριά την κατανάλωση- δύο βασικούς μοχλούς ανάπτυξης. Ο υψηλός πληθωρισμός που δικαιολογεί την άνοδο των επιτοκίων, δεν έχει απογειωθεί όμως στην Ευρώπη λόγω των μισθών και των αυξημένων δαπανών για επενδύσεις. Είναι αποτέλεσμα των επιπτώσεων του πολέμου στην Ουκρανία, της αναταραχής στην εφοδιαστική αλυσίδα και των συνεπειών του Covid στις οικονομίες των χωρών μελών της ευρωζώνης.Tο φάσμα του στασιμοπληθωρισμού έφτασε πλέον και στην Παγκόσμια Τράπεζα, η οποία προειδοποιεί για σενάρια παρόμοια με εκείνα πριν από 50 χρόνια. Και μετά την Παγκόσμια Τράπεζα, ο Οργανισμός Οικονομικής Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) μείωσε τώρα τις προοπτικές του για την παγκόσμια οικονομία.
Οικονομολόγοι όπως ο πρόεδρος του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Μελετών (DIW) Μαρτσελ Φράτσερ, τονίζουν όμως ότι η απειλή του στασιμοπληθωρισμού λόγω των αυξήσεων των μισθών είναι ένας μύθος. «Στη δεκαετία του 1970, για παράδειγμα, το σοκ της πετρελαϊκής κρίσης πυροδότησε τον πληθωρισμό, αλλά οι αυξανόμενοι μισθοί εκείνη την εποχή δεν προκάλεσαν μόνιμη ζημιά στην οικονομία, λέει ο Φράτσερ. «Αντίθετα, οι αυξήσεις των μισθών σταθεροποίησαν την οικονομία, μέσω της αυξημένης αγοραστικής δύναμης των πολιτών. Οπότε είναι λογικό από επιχειρηματικής σκοπιάς να μην αντιταχθούμε στις αυξήσεις μισθών». Χρειάζονται άμεσα μέτρα -μεταξύ άλλων, ένα ανώτατο όριο στις τιμές του φυσικού αερίου, όπως ζητούν η Ιταλία και η Ελλάδα, κυρίως. Ισως αυτό να είναι ένα πολύ πιο αποτελεσματικό όπλο από ένα νέο πρόγραμμα Pepp ή άλλες νομισματικές λύσεις
Σε κάθε περίπτωση, η κατάσταση είναι δύσκολη και το ερώτημα που τίθεται στους πολίτες στην Ευρώπη είναι αν πρέπει να πληρώσουν το λογαριασμό για έναν πόλεμο στην Ουκρανία, για τον οποίο δεν ευθύνονται; Γιατί οι Ευρωπαίοι πολίτες πρέπει να πληρώσουν το τίμημα του πολέμου; Η απάντηση που δίνεται από κάποιους ηγέτες είναι ότι ο Πούτιν επιδιώκει να ανακτήσει την πάλαι ποτέ αυτοκρατορία της Μόσχας και συνεπώς πρέπει «να διατηρήσουμε την ελευθερία μας…Αγωνιζόμαστε στο Κίεβο για να μην πολεμήσουμε στη Βαρσοβία ή στην Πράγα». Λιγότερο προφανής είναι η απάντηση στους δυτικο-ευρωπαίους πολίτες που έχουν συνηθίσει εδώ και 30 χρόνια στην ιδέα ότι η Μόσχα δεν αποτελεί κίνδυνο, αλλά -αντίθετα- οι πρώην σοβιετικοί δορυφόροι-όπως η Ουγγαρία και η Πολωνία-μπορεί να είναι πιο ενοχλητικοί για τις αξίες της ΕΕ, από την ίδια τη Ρωσία.
Ωστόσο, σε αυτό το στάδιο του πολέμου, όταν το κόστος ζωής αυξάνεται δραματικά στην Ευρώπη, χρειάζεται μια γενναία απάντηση. Διαφορετικά πλήττει άλλωστε η οικονομική κρίση τη Γερμανία και τη βόρεια Ευρώπη, και αλλιώς τον υπερχρεωμένο ευρωπαϊκό Νότο. Ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι υβριδικός, ενσωματωμένος σε πολλά μέτωπα, πιθανώς πολύ περισσότερο από όλους τους πολέμους του παρελθόντος. Η μπάλα, είναι ίσως στην παλιά Ευρώπη και όχι στη Μόσχα.