Η άνοδος των επιτοκίων και το γεγονός πως δεν φαίνεται εύκολη η μετάβαση σε χαμηλότερα επίπεδα έχουν προκαλέσει μεγάλο «πονοκέφαλο» στα πιστωτικά ιδρύματα που είχαν τοποθετήσει τις δράσεις αυτές για αργότερα μέσα στη χρονιά.
Από την έντυπη έκδοση
Της Ειρήνης Σακελλάρη
[email protected]
Έντονος είναι ο προβληματισμός των τραπεζών για τον τρόπο με τον οποίον θα καλύψουν τις εκδόσεις που οφείλουν να τρέξουν ως το τέλος του 2025 στο πλαίσιο των MREL (ελάχιστη απαίτηση για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις).
Η άνοδος των επιτοκίων και το γεγονός πως δεν φαίνεται εύκολη η μετάβαση σε χαμηλότερα επίπεδα έχουν προκαλέσει μεγάλο «πονοκέφαλο» στα πιστωτικά ιδρύματα που είχαν τοποθετήσει τις δράσεις αυτές για αργότερα μέσα στη χρονιά.
Κάθε τράπεζα οφείλει να διατηρεί σε MREL το 19%-20% του σταθμισμένου ενεργητικού της, που μεταφράζεται σε νέες εκδόσεις 750 με 1 δισ. ευρώ έως τις αρχές του επόμενου έτους.
Μόνη τράπεζα που πρόλαβε την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής πριν ξεκινήσει η ανιούσα των επιτοκίων είναι η Eurobank, που έτρεξε τη δράση και δεν έχει πια ιδιαίτερες πλέον ανάγκες για καινούργιες εκδόσεις ή έχει εξαιρετικά περιορισμένες ανάγκες για μέσα στο 2023.
Οι άλλες τρεις συστημικές τράπεζες υπολογίζεται πως πρέπει να δράσουν για να πετύχουν τους στόχους για τις αρχές 2023, αν και οι συνθήκες θεωρούνται εξαιρετικά δύσκολες και προβληματικές για το εγχείρημα αυτό.
Όπως σημειώνουν στη «Ν» έγκυρες πηγές, όταν το επιτόκιο στο 10ετές ομόλογο του ελληνικού Δημοσίου έχει ξεπεράσει το 3,2%, το επιτόκιο για τις εκδόσεις των τραπεζών θα ανέλθει στο 8%, στοιχείο το οποίο διαμορφώνει σε πολύ υψηλό επίπεδο το κόστος των εκδόσεων.
Από την άλλη πλευρά, το θέρος δυσκολεύει ακόμη περισσότερο τις εκδόσεις στο διάστημα Ιουλίου-Σεπτεμβρίου. Όμως η κατάσταση είναι πολύ δύσκολη ούτως ή άλλως. Αν οι τράπεζες αφήσουν το εγχείρημα για αργότερα, τότε ενδέχεται να κληθούν να πληρώσουν ακόμη υψηλότερο κόστος. Από την άλλη πλευρά, η στάση αναμονής μπορεί να διαμορφώσει χαλαρότερες συνθήκες, καθώς ούτως ή άλλως τα κόστη έχουν σκαρφαλώσει σε πολύ υψηλά επίπεδα.
Σύμφωνα με τραπεζικούς παράγοντες, οι ασθενέστερες οικονομίες της Ευρωζώνης δεν καλύφθηκαν απ’ όσα ειπώθηκαν από τη διοίκηση της ΕΚΤ στην πρόσφατη συνέντευξη Τύπου και αυτό είχε ως αποτέλεσμα την αναρρίχηση των επιτοκίων.
Το θέμα είναι μέχρι πού θα αναρριχηθούν τα επιτόκια, καθώς οι τράπεζες δεν έχουν κόστος στη λειτουργία του<B>ς αν τα επιτόκια αυξηθούν λελογισμένα.
Στις αρχές του έτους το Euribor κινείτο στο -0,55%, ενώ στην παρούσα φάση έχει φθάσει στο -0,25%, ενώ αναμένεται μέσα στον Ιούλιο ο μηδενισμός του και εν συνεχεία το πέρασμα σε θετικό επίπεδο.
Η άνοδος των επιτοκίων μέχρι 100 μονάδες ή η ενίσχυση του Euribor έως το 1% είναι κερδοφόρα για τις τράπεζες. Αν όμως τα επιτόκια ξεφύγουν, τότε οι τράπεζες θα κληθούν να πληρώσουν σημαντικό κόστος για τις καταθέσεις, ενώ σύντομα θα ξεκινήσουν να έχουν προβλήματα και με αφερεγγυότητες, αφού θα δημιουργηθούν νέα κόκκινα δάνεια.
Προς στιγμήν στην επιχειρηματική πίστη δεν παρατηρούνται νέα κόκκινα δάνεια, αλλά η ύφεση έχει δημιουργήσει κάποια πρώτα, όχι ωστόσο σημαντικά προβλήματα σε ό,τι αφορά τους ιδιώτες. Παράλληλα έχει φρενάρει η πιστωτική επέκταση στους ιδιώτες.
Οι τράπεζες, πάντως, διατείνονται πως δεν πρόκειται να αλλάξουν τις προβλέψεις τους για μέχρι τέλος του έτους, εκτός αν υπάρξει σημαντική διαφοροποίηση στην άνοδο των επιτοκίων και το θέμα αυτό θα το επανεξετάσουν από τη νέα χρονιά.
Επίσης εκφράζουν την εκτίμηση πως η ΕΚΤ, η οποία ανησυχεί ιδιαίτερα για οικονομίες, όπως -για παράδειγμα- η Ιταλία, δεν θα προχωρήσει σε αποφάσεις για σημαντική άνοδο των επιτοκίων, μια και κάτι τέτοιο θα πυροδοτήσει υφεσιακά φαινόμενα σε όλες τις ευρωπαϊκές οικονομίες.