Σε διαρκή κατήφορο βρίσκεται η τουρκική λίρα, με τις σημερινές συνθήκες στην οικονομία, αλλά και την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας να θυμίζουν έντονα την κρίση του 2018 και άλλες περιόδους αναταραχής. H Capital Economics σε σημείωμά της σχολιάζει πως αντιμέτωπος με τη δεινή οικονομική κατάσταση ο Ταγίπ Ερντογάν επιλέγει, όπως και πριν από 4 χρόνια, την πολιτική της όξυνσης έναντι της Ελλάδας, και προειδοποιεί για κατάρρευση του τουρκικού νομίσματος.
Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Σε διαρκή κατήφορο βρίσκεται η τουρκική λίρα, με τις σημερινές συνθήκες στην οικονομία, αλλά και την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας να θυμίζουν έντονα την κρίση του 2018 και άλλες περιόδους αναταραχής. H Capital Economics σε σημείωμά της σχολιάζει πως αντιμέτωπος με τη δεινή οικονομική κατάσταση ο Ταγίπ Ερντογάν επιλέγει, όπως και πριν από 4 χρόνια, την πολιτική της όξυνσης έναντι της Ελλάδας, και προειδοποιεί για κατάρρευση του τουρκικού νομίσματος.
Το τουρκικό νόμισμα είδε την ισοτιμία του να υποχωρεί κάτω από τό οριο των 17 λιρών ανά δολάριο, πολύ κοντά στο ιστορικό ναδίρ και έχοντας χάσει το 22% της αξίας του από τις αρχές του έτους. Τον τελευταίο κύκλο πιέσεων άνοιξε η δήλωση του Τούρκου προέδρου πως η κεντρική τράπεζα θα αντιμετωπίσει τον ανεξέλεγκτο πληθωρισμό με συνεχείς... μειώσεις επιτοκίων και όχι με την αύξησή τους. Η εμμονή του αυτή στα Erdoganomics γεννά φόβους για νέα νομισματική κρίση.
«Το οικονομικό και πολιτικό σκηνικό στην Τουρκία μοιάζει με πολλούς τρόπους με εκείνο που προηγήθηκε τόσο της περσινής κρίσης όσο και της κρίσης του 2018» σημειώνει η Capital Economics. «Η κεντρική τράπεζα προς το παρόν υποκύπτει στις πιέσεις του προέδρου Ερντογάν να χαλαρώνει τη νομισματική πολιτική της. Βεβαίως, το 2018, ο τότε κεντρικός τραπεζίτης αναγκάστηκε τελικά να αψηφήσει τις βουλές του προέδρου και να αυξήσει τα επιτόκια για να βάλει φρένο στην ολίσθηση του νομίσματος» συμπληρώνει.
Κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα αν και αυτή τη φορά θα τολμήσει ένας κεντρικός τραπεζίτης να πάει κόντρα στον «σουλτάνο» προκειμένου να σώσει τη λίρα, κινδυνεύοντας όμως να «καρατομηθεί». Προς το παρόν η κεντρική τράπεζα έχει διατηρήσει αμετάβλητη την πολιτική από τις αρχές του έτους και το επιτόκιο στο 14%. Ο πληθωρισμός όμως έχει εκτιναχθεί πάνω από το 70% και η εξωτερική θέση της χώρας είναι άκρως ευάλωτη. Το βραχυπρόθεσμο εξωτερικό χρέος της χώρας είναι κοντά στα 180 δισ. δολάρια (ή 22% του ΑΕΠ) όσο και στις δύο προηγούμενες κρίσεις. Και αυτή τη φορά το μαξιλάρι των συναλλαγματικών αποθεμάτων είναι πολύ πιο περιορισμένο, στα 12,3 δισ. δολάρια.
Όλα αυτά την ώρα που το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών έχει υπερβεί το 6% - περίπου όσο ήταν και το 2018 και πολύ υψηλότερο από πέρυσι. Η διεύρυνσή του οφείλεται εν πολλοίς στην αύξηση των τιμών ενέργειας και άλλων πρώτων υλών, αλλά είναι και ένα «σύμπτωμα προηγούμενων πτώσεων της λίρας και αποτυχίας της Τουρκίας να βελτιώσει την εξωτερική ανταγωνιστικότητά της» σχολιάζει η CE.
Κάνει δε ειδική αναφορά στις γεωπολιτικές εξελίξεις, επισημαίνοντας: «Όπως και το 2018 οι γεωπολιτικές εντάσεις οξύνονται. Πέραν της αντιπαράθεσης με το ΝΑΤΟ για την ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας, ο πρόεδρος Ερντογάν έχει ρίξει λάδι στη φωτιά των εντάσεων με την Ελλάδα αφότου κατηγόρησε τον Έλληνα πρωθυπουργό ότι προσπάθησε να μπλοκάρει την πώληση των F-16 στην Τουρκία», σημειώνει.
Και καταλήγει: «Το υφιστάμενο οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον αφήνει τη λίρα πιο ευάλωτη από ποτέ σε απότομη και άτακτη πτώση».