«Πλέον δεν διακυβεύεται μόνο η ανάπτυξη, αλλά η βιωσιμότητα του κλάδου τροφίμων» ανέφερε ο Ιωάννης Γιώτης, πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τροφίμων, στο πλαίσιο της χθεσινής Γενικής Συνέλευσης των μελών του ΣΕΒΤ.
Από την έντυπη έκδοση
Της Δανάης Αλεξάκη
[email protected]
«Πλέον δεν διακυβεύεται μόνο η ανάπτυξη, αλλά η βιωσιμότητα του κλάδου τροφίμων» ανέφερε ο Ιωάννης Γιώτης, πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τροφίμων, στο πλαίσιο της χθεσινής Γενικής Συνέλευσης των μελών του ΣΕΒΤ.
Ο κ. Γιώτης σκιαγράφησε την κατάσταση που επικρατεί στην αγορά με τα νέα δεδομένα της ενεργειακής κρίσης και τις γεωπολιτικές εξελίξεις, που ακολούθησαν την πανδημική και την κλιματική κρίση.
Τονίζοντας ότι «οι νέες προκλήσεις δεν έχουν επίπτωση μόνο στις στρατηγικές και στους στόχους των επιχειρήσεων, αλλά είναι πολλές σε επίπεδο παραγωγής, μεταποίησης, αγοράς και καταναλωτών», επισήμανε ότι η βιομηχανία ζητά από την πολιτεία να προχωρήσει σε μείωση του ΦΠΑ στα προϊόντα διατροφής, καθώς επίσης να συνεχίσει τη στήριξη των επιχειρήσεων ενάντια στο αυξημένο ενεργειακό κόστος. Παράλληλα είναι αναγκαία η διευκόλυνση εισαγωγών πρώτων υλών με ταχύτερες διαδικασίες ελέγχου, αλλά και η εξεύρεση εναλλακτικών πηγών για ενέργεια και πρώτες ύλες, ενώ πρέπει να υπάρξει προστασία από αθέμιτες πρακτικές και ταυτόχρονα προώθηση της εξωστρέφειας.
Την ανησυχία της βιομηχανίας αναφορικά με το ενεργειακό κόστος δεν εφησύχασαν οι εκτιμήσεις του Ανδρέα Σιάμισιη, διευθύνοντα συμβούλου της Ελληνικά Πετρέλαια, ο οποίος ανέφερε όττο κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας «δεν θα κατέβει ούτε στο επόμενο τρίμηνο ή στο εξάμηνο στον βαθμό που να αλλάξει τα οικονομικά της βιομηχανίας». Όπως εξήγησε ο ίδιος, «η ενεργειακή κρίση είναι ένα αποτέλεσμα της απόφαση που πάρθηκε να πάμε προς πιο καθαρό περιβάλλον σε μια αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης και είτε το θέλουμε είτε όχι αυτό έχει ένα κόστος. Τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, μέχρι να φτάσουμε να καλύψουμε με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας σε εικοσιτετράωρη βάση τις ανάγκες που έχουμε ως χώρα. Δεν έχει σχέση ούτε με τις αγορές ούτε με τον πόλεμο στην Ουκρανία. Είναι δομικό πρόβλημα», ανέφερε ο κ. Σιάμισιης, ενώ επισημαίνοντας ότι πρόκειται για long term crisis εκτίμησε ότι «εν τέλει το κόστος της ενέργειας θα μειωθεί, αλλά όχι πολύ».
Εξίσου απαισιόδοξο μήνυμα για το πεδίο των ανατιμήσεων έστειλε με τη σειρά του ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ και καθηγητής Οικονομικού Πανεπιστημίου Νίκος Βέττας, ο οποίος ανέφερε χαρακτηριστικά: «Οι τιμές δεν μαζεύονται ποτέ εάν δεν νιώσει τον
πόνο ο αγοραστής και σταματήσει να αγοράζει». Ο ίδιος, ωστόσο, υπογράμμισε ότι «δεν είναι μόνο το ουκρανικό ζήτημα που εντείνει τον πληθωρισμό, αλλά έχει να κάνει με πολλές ανισορροπίες που προέκυψαν από την πανδημία, υπήρξε μια “βροχή”
άπειρου χρήματος από τις κεντρικές τράπεζες που έφθασε σε όλους, την ίδια ώρα που δεν μπορούσες να καταναλώσεις και η παραγωγή ζοριζόταν. Μετά ήρθε και το Ουκρανικό».
Από την πλευρά του ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης Γ. Γεωργαντάς δεν απάντησε για το αίτημα μείωσης ΦΠΑ, αναφέροντας ότι δεν είναι δική του αρμοδιότητα, εξέφρασε ωστόσο σκεπτικισμό για την απόδοση του μέτρου αυτού. Ως αντιστάθμισμα ο ίδιος ανέφερε ότι η κυβέρνηση προωθεί μέτρα στήριξης στον πρωτογενή τομέα που θα οδηγήσουν στην αποκλιμάκωση των τιμών παραγωγού και αυτή η αποσυμπίεση θα περάσει και στη μεταποίηση.