Η Διεθνής Υπηρεσία Ενέργειας (ΙΑΕ) προειδοποιεί ότι ο ερχόμενος χειμώνας θα είναι «δύσκολος ενεργειακά» και δεν αποκλείει την επιβολή «δελτίου» για την ελεγχόμενη διανομή καυσίμων και φυσικού αερίου: «Αν έχουμε έναν κρύο και με διάρκεια χειμώνα και αναζωπυρωθεί η ενεργειακή ζήτηση στην Κίνα, δεν θα απέκλεια τον περιορισμό του φυσικού αερίου στην Ευρώπη, ξεκινώντας από τις μεγάλες βιομηχανικές εγκαταστάσεις», προειδοποίησε ο Τούρκος διευθυντής της ΙΑΕ,Φατίχ Μπιρόλ, σε συνέντευξή του στους Financial Times.
Του Μιχάλη Ψύλου
[email protected]
Η Διεθνής Υπηρεσία Ενέργειας (ΙΑΕ) προειδοποιεί ότι ο ερχόμενος χειμώνας θα είναι «δύσκολος ενεργειακά» και δεν αποκλείει την επιβολή «δελτίου» για την ελεγχόμενη διανομή καυσίμων και φυσικού αερίου: «Αν έχουμε έναν κρύο και με διάρκεια χειμώνα και αναζωπυρωθεί η ενεργειακή ζήτηση στην Κίνα, δεν θα απέκλεια τον περιορισμό του φυσικού αερίου στην Ευρώπη, ξεκινώντας από τις μεγάλες βιομηχανικές εγκαταστάσεις», προειδοποίησε ο Τούρκος διευθυντής της ΙΑΕ,Φατίχ Μπιρόλ, σε συνέντευξή του στους Financial Times.
Ο Μπιρόλ, που βρέθηκε στη Δανία για να παραστεί στην 7η Παγκόσμια Διάσκεψη για την Ενεργειακή Απόδοση, τόνισε ότι ο πλανήτης βιώνει την πρώτη παγκόσμια ενεργειακή κρίση, που υπερβαίνει κατά πολύ την πετρελαϊκή κρίση της δεκαετίας του 1970. «Αυτή η κρίση θα μπορούσε να αποτελέσει σημείο καμπής στην ενεργειακή πολιτική των επόμενων ετών», πρόσθεσε ο διευθυντής της Διεθνούς Υπηρεσίας Ενέργειας.
Σε μια εποχή που οι περισσότεροι ειδικοί εκτιμούν ότι η τιμή του αργού θα κυμαίνεται αρκετά πάνω από τα 100 δολάρια το βαρέλι για μεγάλο χρονικό διάστημα, «ο πόλεμος στην Ουκρανία εξελίσσεται στην 11η Σεπτεμβρίου για την Ευρώπη», γράφει το αμερικανικό περιοδικό Foreign Affairs.
Επώδυνη η πρόβλεψη του αμερικανικού περιοδικού: «Οι τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου επέφεραν μια νέα τάξη ασφαλείας που κυριάρχησε στο διεθνές τοπίο για 20 χρόνια και εξακολουθεί να είναι κυρίαρχο χαρακτηριστικό των παγκόσμιων υποθέσεων. Η κληρονομιά του πολέμου της Ουκρανίας θα είναι μια νέα ενεργειακή τάξη πραγμάτων, που θα προέρχεται από την Ευρώπη αλλά θα έχει επίδραση στα πιο απομακρυσμένα σημεία της παγκόσμιας οικονομίας ».
Προς το παρόν, ο ΟΟΣΑ εκτιμά ότι «μια διακοπή όλων των εισαγωγών ενέργειας από τη Ρωσία- πετρελαίου και φυσικού αερίου-θα στοίχιζε πάνω από 1,2 μονάδες ανάπτυξης στην Ευρώπη και μια επιπλέον ποσοστιαία μονάδα πληθωρισμού.
Η ΕΕ έχει επιβάλει μέχρι στιγμής μόνο εν μέρει, εμπάργκο στο ρωσικό πετρέλαιο και όχι στο φυσικό αέριο. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι για τη Ρωσία συνολικά, τα έσοδα από το πετρέλαιο είναι πιο σημαντικά από αυτά από το φυσικό αέριο. Σύμφωνα με την ρωσική Στατιστική Υπηρεσία Rosstat ,το 2021 τα έσοδα της Μόσχας από τις εξαγωγές πετρελαίου ανέρχονταν στο 22,4% του συνόλου, ενώ από το φυσικό αέριο μόλις το 11,3% .Πριν από τον πόλεμο, σχεδόν το ήμισυ των ρωσικών εξαγωγών πετρελαίου πήγαινε στην Ευρώπη, το ένα τρίτο στην Κίνα και μόλις το 1% στην Ινδία.
Δεδομένου ότι το εμπάργκο στο ρωσικό πετρέλαιο θα τεθεί σε ισχύ προς τα τέλη του χρόνου, οι συνέπειες του έκτου πακέτου των κυρώσεων της θα γίνουν εμφανείς μόνο σταδιακά στη Ρωσία. Φυσικά, αυτό δίνει χρόνο στη ρωσική κυβέρνηση να λάβει αντίμετρα για να μετριάσει τις συνέπειες της σταδιακής διακοπής της παράδοσης. Οι Ρώσοι επωφελούνται επίσης από την πολύ υψηλή τιμή του πετρελαίου, η οποία αυξήθηκε κατά μέσο όρο πάνω από 7% μετά τις ευρωπαϊκές κυρώσεις. Η Μόσχα, φυσικά, εργάζεται για να πουλήσει στην Ασία τις ποσότητες πετρελαίου που δεν αποστέλλονται πλέον στην Ευρώπη , με βασικούς πελάτες την Κίνα και την Ινδία. Ο όγκος των προμηθειών στην Ινδία, μάλιστα, από 1% έχει ανέλθει στο 12%. Οι ειδικοί της Rystad Energy εκτιμούν ότι η Ρωσία θα βρει αγοραστές στην Ασία για περίπου ένα τρίτο του πετρελαίου που θα σταματήσει να εξάγει στην Ευρώπη.
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία αποτελεί πάντως τεράστια ευκαιρία για τις Ηνωμένες Πολιτείες να απομακρύνουν την Ευρώπη να απομακρυνθεί από την επιλογή του ρωσικού πετρελαίου σε πρώτη φάση και του φυσικού αερίου, στη συνέχεια. Από τη δεκαετία του 80 η Ουάσιγκτον προσπαθεί να περιορίσει την εξάρτηση της Ευρώπης από τους ρωσικούς υδρογονάνθρακες. Οι Αμερικανοί θεωρούν ότι η ενεργειακή εξάρτηση της ΕΕ από τη Μόσχα, συνιστά απειλή για την ηγεμονία της Δύσης. Το παγκόσμιο ενεργειακό σύστημα ήταν αναμφίβολα, υπό πίεση ακόμη και πριν ο Ρώσος πρόεδρος Βλανίιμιρ Πούτιν αποφασίσει να εισβάλει στην Ουκρανία. Από το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία όμως, οι αγορές ενέργειας έγιναν ήταν ακόμη πιο ασταθείς. Πολλοί αγοραστές έχουν απομακρυνθεί από το ρωσικό πετρέλαιο, ανησυχώντας για τις δυτικές τραπεζικές και οικονομικές κυρώσεις καθώς και για το πιθανό στίγμα της συναλλακτικής δραστηριότητας με τη Ρωσία. Προς το παρόν και μέχρι κα αποδώσουν τα σχέδια της Πράσινης μετάβασης, ως εναλλακτική παρουσιάζεται κυρίως, η αντικατάσταση των ρωσικών υδρογονανθράκων με αμερικανικές εισαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου LNG. Η επιτυχία αυτής της στρατηγικής της Ουάσιγκτον στον ενεργειακό τομέα θα μπορούσε να αλλάξει ριζικά το παγκόσμιο σύστημα ενεργειακού εφοδιασμού, το οποίο δεν θα καθορίζεται πλέον από την αγορά, αλλά από τις γεωπολιτικές επιλογές . Επιλογές που θα καθορίζονται όλο και περισσότερο από δύο αντίπαλα μπλοκ ,αλλά και τον οικονομικό εθνικισμό και την αποπαγκοσμιοποίηση.
Το πόσο καθοριστικό είναι για την Ουάσιγκτον, το ενεργειακό ζήτημα φαίνεται από την εθνική αμυντική στρατηγική που διατυπώθηκε τον Φεβρουάριο του 2018 υπό την προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ, η οποία βασίζεται σε μια πολύ απλή ιδέα: οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να εμποδίσουν τη Ρωσία και την Κίνα να επεκτείνουν να επεκτείνουν τις σφαίρες επιρροής τους . Αυτό συνεπάγεται όχι μόνο ενίσχυση της αμερικανικής στρατιωτικής ισχύος, αλλά και την κινητοποίηση όλων των οικονομικών και τεχνολογικών πόρων της Δύσης, ξεκινώντας από την ενέργεια.
Αυτή την στρατηγική αντίληψη έχει υιοθετήσει και η κυβέρνηση του προέδρου Τζο Μπάιντεν που θεωρεί τον περιορισμό της ρωσικής και κινεζικής ισχύος ως θεμελιώδη αρχή της πολιτικής της. Επομένως, δεν είναι τυχαίο ότι ένας από τους στόχους της αμερικανικής στρατηγικής είναι αφενός ο εξοπλισμός των ενόπλων δυνάμεων της Ουκρανίας, αλλά και η δημιουργία των συνθηκών για την κατάργηση της ενεργειακής εξάρτησης της ΕΕ από τη Ρωσία. Με την αντικατάσταση των ρωσικών υδρογονανθράκων με αμερικανικές εισαγωγές LNG.