Η στερλίνα κινδυνεύει να γίνει νόμισμα «αναδυόμενης αγοράς», καθώς η πτώση της ανάπτυξης και οι αυξανόμενοι κίνδυνοι αναγκάζουν τους επενδυτές να την εγκαταλείψουν, σύμφωνα με την Bank of America.
Η στερλίνα κινδυνεύει να γίνει νόμισμα «αναδυόμενης αγοράς», καθώς η πτώση της ανάπτυξης και οι αυξανόμενοι κίνδυνοι αναγκάζουν τους επενδυτές να την εγκαταλείψουν, σύμφωνα με την Bank of America.
Από το απόγευμα της Τρίτης στην Ευρώπη, η στερλίνα σημείωσε πτώση 7% έναντι του δολαρίου, διαπραγματευόμενη λίγο κάτω από τα 1,26 δολ. έχοντας φθάσει στα 1,22 δολ. νωρίτερα αυτόν τον μήνα.
Οι αρνητικές θέσεις αυξάνονται έναντι του νομίσματος, καθώς οι παγκόσμιες οικονομικές προκλήσεις του πολέμου στην Ουκρανία, ο πληθωρισμός, τα σημεία συμφόρησης στην εφοδιαστική αλυσίδα και η επιβράδυνση της ανάπτυξης συγκλίνουν με τους εγχώριους κινδύνους που προέρχονται από τη μοναδική δύσκολη θέση της Τράπεζας της Αγγλίας και τις συνέπειες από το Brexit.
Σε ένα ερευνητικό σημείωμα τη Δευτέρα, ο ανώτερος στρατηγικός αναλυτής της BofA Καμάλ Σάρμα είπε στο CNBC ότι μπορεί να αναμένεται περαιτέρω αδυναμία της λίρας μέχρι το υπόλοιπο του 2022.
Απέρριψε επίσης τις συγκρίσεις μεταξύ της πολιτικής νομισματικής σύσφιξης της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ και της Τράπεζας της Αγγλίας, υποστηρίζοντας ότι οι λειτουργίες αντίδρασης των δύο κεντρικών τραπεζών είναι διαφορετικές.
«Οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η BoE είναι μοναδικές μαζί με μια δυναμική προσφοράς που παραμένει παντελώς απρόθυμη να συζητήσει: το Brexit. Αυτό οδήγησε σε μια μπερδεμένη επικοινωνιακή στρατηγική: η αύξηση των επιτοκίων έναντι μιας απότομης επιβράδυνσης της οικονομίας δεν είναι ποτέ καλή για κανένα νόμισμα», είπε ο Σάρμα.
Κεντρικό στοιχείο της ζοφερής προοπτικής για τη λίρα, σημείωσε ο Σάρμα, είναι ότι η καθαρή επενδυτική θέση του Ηνωμένου Βασιλείου (Net International Investment Position, NIIP) έχει επιδεινωθεί τα τελευταία χρόνια, καθώς οι ξένοι επενδυτές κατέχουν μεγάλο απόθεμα βρετανικών περιουσιακών στοιχείων.
Το NIIP μετρά τη διαφορά μεταξύ απαιτήσεων περιουσιακών στοιχείων ιδιοκτησίας της Βρετανίας από μη κατοίκους και απαιτήσεων ξένης ιδιοκτησίας από κατοίκους, ένα σημαντικό όργανο μέτρησης της πιστοληπτικής ικανότητας μιας εταιρείας.
«Αυτό εγκυμονεί δύο κινδύνους: οι ξένοι επενδυτές θα μπορούσαν να επαναπατρίσουν μέρος αυτού του χαρτοφυλακίου περιουσιακών στοιχείων λόγω επιδείνωσης της εμπιστοσύνης στην οικονομία της Βρετανίας ή ότι το μεγάλο απόθεμα ξένων περιουσιακών στοιχείων της χώρας θα συνεχίσει να επιβαρύνει το ισοζύγιο πρωτογενούς εισοδήματος», δήλωσε ο Σάρμα.
Τα περιουσιακά στοιχεία του Ηνωμένου Βασιλείου είναι πλέον ακριβότερα από ό,τι ήταν το 2021, όταν οι εισροές στη χώρα ήταν σημαντικές και η λίρα δεν θεωρούνταν τόσο «υποτιμημένη», πρόσεθεσε.
naftemporiki.gr