Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αναμένεται να αυξήσει τα επιτόκια κατά 25 μονάδες βάσης τον Ιούλιο και τον Σεπτέμβριο, δήλωσε ο επικεφαλής οικονομολόγος της ΕΚΤ, Φίλιπ Λέιν σε συνέντευξή του στην ισπανική οικονομική εφημερίδα Cinco Dias.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αναμένεται να αυξήσει τα επιτόκια κατά 25 μονάδες βάσης τον Ιούλιο και τον Σεπτέμβριο, δήλωσε ο επικεφαλής οικονομολόγος της ΕΚΤ, Φίλιπ Λέιν σε συνέντευξή του στην ισπανική οικονομική εφημερίδα Cinco Dias.
Ο Φίλιπ Λέιν που πραγματοποιεί επίσκεψη στην Ισπανία, δήλωσε στη συνέντευξή του στην Cinco Dias, ότι «η Πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ περιέγραψε έναν οδικό χάρτη που περιλαμβάνει τον τερματισμό των καθαρών αγορών ομολόγων στις αρχές του τρίτου τριμήνου και δύο αυξήσεις τον Ιούλιο και τον Σεπτέμβριο, έτσι ώστε μέχρι το τέλος του τρίτου τριμήνου να έχουμε εξαλείψει τα αρνητικά επιτόκια. Φυσικά, έχουμε συναντήσεις τον Ιούνιο, τον Ιούλιο και τον Σεπτέμβριο, αλλά δεδομένης της μεγάλης αβεβαιότητας που αντιμετωπίζουμε, είναι σημαντικό να θέτουμε καλές προσδοκίες. Το φυσιολογικό είναι ότι η εξομάλυνση θα έχει τη μορφή αύξησης του επιτοκίου αναφοράς κατά 25 μονάδες βάσης στις συνεδριάσεις του Ιουλίου και του Σεπτεμβρίου».
Ο επικεφαλής οικονομολόγος της ΕΚΤ σημειώνει ότι «ο οδικός μας χάρτης είναι ισχυρός και καλύπτει διαφορετικές ερμηνείες του τι συμβαίνει με τον πληθωρισμό: Υπάρχουν δύο απόψεις: ότι ο πληθωρισμός οφείλεται σε σοκ προσφοράς και η άποψη όσων πιστεύουν ότι υπάρχει μεγάλη συνιστώσα της εγχώριας ζήτησης. Ο τερματισμός των αρνητικών επιτοκίων μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου έχει νόημα και στις δύο ερμηνείες. Αυτή η συζήτηση θα συνεχιστεί το φθινόπωρο και μέχρι τότε θα έχουμε περισσότερες πληροφορίες και θα μάθουμε περισσότερα για τη δυναμική του πληθωρισμού και τις δευτερογενείς επιπτώσεις στους μισθούς»
Ερωτηθείς αν η ευρωζώνη κινείται προς το δυσμενές σενάριο πληθωρισμού που επισημάνθηκε τον Μάρτιο, του 7,1% εφέτος, ο Φίλιπ Λέιν τονίζει: «Το βασικό σενάριο αλλάζει σε κάθε τριμηνιαία πρόβλεψη. Τον Ιούνιο θα έχουμε ένα ενημερωμένο σενάριο αναφοράς, το οποίο θα περιλαμβάνει όλους τους παράγοντες που επηρεάζουν την οικονομία. Λαμβάνουμε υπόψη την αβεβαιότητα που δημιουργήθηκε από τον πόλεμο, ο οποίος έχει βάρος στο ΑΕΠ, καθώς και την ανάκαμψη που ξεκίνησε μετά την πανδημία. Είναι σημαντικό να θυμάστε ότι όλοι οι παράγοντες πρέπει να εξετάζονται από κοινού».
Ο επικεφαλής οικονομολόγος της ΕΚΤ υπογραμμίζει επίσης πώς «όταν τελειώσει ο πόλεμος και φύγει η αβεβαιότητα, θα πρέπει να διασφαλίσουμε ότι υπάρχει ένα σαφές πλαίσιο αναφοράς για τη σταδιακή μείωση των δεικτών χρέους. Γενικά, η δημοσιονομική πολιτική θα πρέπει να κινηθεί προς την ουδέτερη στάση που προβλέπεται στο κεντρικό σενάριο. Πολλές ιδιωτικές δραστηριότητες περιορίστηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας και θα πρέπει τώρα να ανακάμψουν. Βρισκόμαστε σε έναν κόσμο όπου η δημοσιονομική πολιτική μπορεί να πάει λίγο πίσω».
Ωστόσο, προσθέτει, «η ύπαρξη ενός ενιαίου νομίσματος είναι εξαιρετικά επωφελής. Είναι μια πολύ αποτελεσματική φόρμουλα για την αντιμετώπιση αυτών των παγκόσμιων κραδασμών, πολύ διαφορετική από το αν κάθε χώρα θα έπρεπε να αντιμετωπίσει μόνη της την πανδημία ή τον πόλεμο στην Ουκρανία. Οι ευρωπαίοι πολίτες εκτιμούν ότι είναι σημαντικό να έχουμε κοινό νόμισμα και να λαμβάνουμε κοινές αποφάσεις. Η Ευρώπη πρέπει να είναι σε θέση να λαμβάνει τις δικές της αποφάσεις. Έχουμε μεγάλο έλεγχο χάρη στο ευρώ για να επιτύχουμε σταθερότητα τιμών και να συμβάλουμε στους στόχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Στο ερώτημα πώς βλέπει την αναστολή των δημοσιονομικών κανόνων και για το 2023, ο Φίλιπ Λέιν σημειώνει ότι «το κεντρικό σενάριο που χειρίζεται η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι η οικονομική ανάπτυξη στην ευρωζώνη για φέτος και το επόμενο έτος. Αλλά εφόσον υπάρχουν κίνδυνοι να επιδεινωθεί η κατάσταση από τον πόλεμο, είναι λογικό να παραταθεί η ρήτρα διαφυγής για έναν ακόμη χρόνο. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να χαλαρώσει η δημοσιονομική πολιτική, είναι μάλλον θέμα διαχείρισης κινδύνων. Θα πρέπει επίσης να θυμόμαστε ότι πολλά προγράμματα που δρομολογήθηκαν στην πανδημία έχουν πλέον τελειώσει και τα φορολογικά έσοδα αναμένεται να ανακάμψουν, γεγονός που θα οδηγήσει σε βελτίωση των δημοσιονομικών θέσεων».
Στην ερώτηση αν η ΕΚΤ χρειάζεται ένα εργαλείο έκτακτης ανάγκης για να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο χρηματοοικονομικού κατακερματισμού ή μπορεί να τον αντιμετωπίσει προσαρμόζοντας τις επανεπενδύσεις του PEPP, ο Λέιν τονίζει: «Αυτό που είπαμε στην τελευταία συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ είναι ότι είμαστε έτοιμοι να προσαρμόσουμε όλα τα μέσα μας, σύμφωνα με την εντολή μας και να ενεργήσουμε με ευελιξία εάν είναι απαραίτητο, για να διασφαλίσουμε ότι ο πληθωρισμός θα σταθεροποιηθεί στον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%.
Η ευελιξία είναι μια γενική έννοια. Μια εφαρμογή είναι μέσω της επανεπένδυσης του PEPP, αλλά υπάρχουν και άλλα μέσα που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν. Η συζήτηση για τα μέσα που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν είναι δευτερεύουσα. Αυτό που είναι θεμελιώδες είναι η δέσμευση ότι δεν θα αφήσουμε την αδικαιολόγητη επιδείνωση του μηχανισμού μετάδοσης να επηρεάσει τη νομισματική πολιτική και την ικανότητά μας να επιτύχουμε τον στόχο μας».
Αναφορικά με τον ενδεχόμενο κίνδυνο ύφεσης το 2023 ή αργότερα, ο Φίλιπ Λέιν σημειώνει ότι «η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει ήδη προχωρήσει σε σημαντική μείωση της ανάπτυξης για φέτος. Όμως, λόγω της ανάκαμψης από την πανδημία, υπάρχει μια φυσική ώθηση στην οικονομία. Η οικονομία της ευρωζώνης αναμένεται να αναπτυχθεί, αν και με βραδύτερο ρυθμό από τον αναμενόμενο. Ακόμη και χωρίς ύφεση, ο πόλεμος έχει σημαντικό αντίκτυπο στη ζώνη του ευρώ.
Σε κάθε περίπτωση, κινούμαστε προς την εξομάλυνση των νομισματικών πολιτικών που εφαρμόστηκαν για την αντιμετώπιση του υπερβολικά χαμηλού πληθωρισμού. Πρόκειται περισσότερο για απόσυρση κινήτρων παρά για νομισματική σύσφιξη. Η νομισματική πολιτική θα παραμείνει διευκολυντική – το να αφήνουμε πίσω τα αρνητικά επιτόκια τον Σεπτέμβριο δεν σημαίνει ότι τα επιτόκια θα είναι υψηλά, αλλά μάλλον ότι θα παραμείνουν σχετικά υποστηρικτικά. Είναι ένας δρόμος εξομάλυνσης».