Με την επιτάχυνση της ανόδου των τιμών σε αγαθά και υπηρεσίες να έχει προεξοφληθεί, η Ελλάδα αλλά και τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη αναμένουν αύριο από τη Eurostat τα νεότερα για το ύψος του πληθωρισμού για τον μήνα Μάιο. Βασικοί μοχλοί ανόδου παραμένουν οι τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου σε συνδυασμό με την αναταραχή που εξακολουθεί να υπάρχει στην εφοδιαστική αλυσίδα.
Της Ραλλούς Αλεξοπούλου
[email protected]
Με την επιτάχυνση της ανόδου των τιμών σε αγαθά και υπηρεσίες να έχει προεξοφληθεί, η Ελλάδα αλλά και τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη αναμένουν αύριο από τη Eurostat τα νεότερα για το ύψος του πληθωρισμού για τον μήνα Μάιο. Ο πληθωρισμός αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση για την Ευρώπη (και για την Ελλάδα) με την ΕΚΤ να σχεδιάζει να προχωρήσει σε αύξηση των επιτοκίων από τον Ιούλιο και επιστροφή στα μηδενικά επιτόκια έως το τέλος Σεπτεμβρίου, όπως προϊδέασε πρόσφατα και η πρόεδρος της ΕΚΤ κ. Κριστίν Λαγκάρντ. Μια συζήτηση η οποία εστιάζεται πλέον στο πόσο «επιθετική» θα είναι η αύξηση αυτή. Συζήτηση η οποία αναμένεται να ενταθεί όσο ερχόμαστε πιο κοντά στην ώρα λήψης των αποφάσεων.
Στη χώρα μας, ο εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή τον Απρίλιο είχε σκαρφαλώσει στο 9,4% από 8% το Μάρτιο ενώ σε επίπεδο εθνικού πληθωρισμού, με βάση τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) τον προηγούμενο μήνα είχε εκτοξευθεί στο 10,2% καταγράφοντας υψηλό 27 ετών.
Ήδη τόσο το υπουργείο Οικονομικών όσο και διεθνείς οργανισμοί όπως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αλλά και το ΔΝΤ έχουν πρόσφατα προχωρήσει σε αναθεώρηση των εκτιμήσεων τους για το ύψος του πληθωρισμού στην Ελλάδα (όπως και για το σύνολο των ευρωπαϊκών κρατών). Προβλέψεις οι οποίες ενδεχομένως να αναθεωρηθούν εκ νέου ανάλογα με την πορεία των εξελίξεων.
Για φέτος η ελληνική κυβέρνηση προβλέπει ότι ο μέσος πληθωρισμός θα διαμορφωθεί στο 5,6% για να αποκλιμακωθεί το 2023 στο 1,6%. Αντίστοιχα για την Ελλάδα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στις πρόσφατες εαρινές προβλέψεις, εκτιμά ότι το 2022 ο πληθωρισμός θα φτάσει στο 6,3% και το ΔΝΤ στο 4,5%.
Αλλά και ο διοικητής της ΤτΕ κ. Γιάννης Στουρνάρας μιλώντας το Σάββατο υπενθύμισε την πρόβλεψη της Τράπεζας για πληθωρισμό φέτος μεταξύ 5,5% και 7,5% (δυσμενές σενάριο) ανάλογα με την πορεία των τιμών της ενέργειας. Παράλληλα ο κ. Στουρνάρας εκτίμησε ότι από το 2ο εξάμηνο του έτους ο πληθωρισμός θα αρχίσει να αποκλιμακώνεται.
Βασικοί μοχλοί ανόδου παραμένουν οι τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου σε συνδυασμό με την αναταραχή που εξακολουθεί να υπάρχει στην εφοδιαστική αλυσίδα. Οι δύο αυτοί παράγοντες συμπαρασύρουν προς τα πάνω όλο και περισσότερο τις τιμές σε τρόφιμα και υπηρεσίες. Οι εξελίξεις αυτές σε συνδυασμό με τις καθυστερήσεις στη λήψη αποφάσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, έφεραν ταχύτερα και τις ανακοινώσεις της ελληνικής κυβέρνησης για παρεμβάσεις ύψους 3,2 δισ. ευρώ με στόχο τη μείωση του ενεργειακού κόστους.
Η εξασφάλιση δημοσιονομικού χώρου αποτελεί πλέον το «κλειδί» ώστε η κυβέρνηση να προχωρήσει σε περαιτέρω μέτρα για την αντιμετώπιση της ενεργειακής ακρίβειας. Ο υπουργός Οικονομικών κ. Χρήστος Σταϊκούρας επαναλαμβάνει συνεχώς στις δημόσιες τοποθετήσεις του ότι με τα μέτρα που ήδη έχουν ανακοινωθεί έως το τέλος του έτους, έχει εξαντληθεί ο δημοσιονομικός χώρος για φέτος. Ωστόσο εκτιμάται ότι καλύτερη εικόνα θα υπάρξει το επόμενο χρονικό διάστημα, προς τον Ιούλιο, οπότε και θα προσδιοριστούν από την Κομισιόν και οι δημοσιονομικοί στόχοι για κάθε κράτος για το 2023.
Βασικός μοχλός στήριξης της ελληνικής οικονομίας είναι τα καλά νέα από το "μέτωπο" του τουρισμού για το 2022 (σε σχέση με το 2019). Αν μάλιστα και τα φορολογικά έσοδα κινηθούν σε υψηλά επίπεδα, τότε θα δοθούν οι απαιτούμενες «ανάσες» στην κυβέρνηση για νέα μέτρα προς όφελος των πολιτών.
Σίγουρη θεωρείται η επέκταση του μειωμένου ΦΠΑ σε εστίαση, τουρισμό και μεταφορές έως το τέλος του έτους ενώ ανοιχτό έχουν αφήσει κυβερνητικά στελέχη με δηλώσεις τους, το ενδεχόμενο συνέχισης της επιδότησης των καυσίμων και μετά τον Ιούνιο, οπότε και ολοκληρώνεται το συγκεκριμένο μέτρο. Στο τραπέζι έχει πέσει το προηγούμενο χρονικό διάστημα και η μείωση του ΦΠΑ σε πολύ συγκεκριμένα και περιορισμένα σε αριθμό βασικά αγαθά καθώς και το θέμα καταβολής ενός ακόμη επιδόματος ακρίβειας.