Οικονομία & Αγορές
Παρασκευή, 27 Μαΐου 2022 08:56

Tax for Business: Επισφαλείς απαιτήσεις - Προϋποθέσεις φορολογικής αναγνώρισης

Είναι σύνηθες το φαινόμενο μια εταιρεία να μην καταφέρνει να εισπράξει όλες τις απαιτήσεις της, επειδή κάποιοι από τους πελάτες/χρεώστες της αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα ρευστότητας με συνέπεια την αδυναμία αποπληρωμής των οφειλών τους. Η μη είσπραξη των απαιτήσεων πέρα από την σοβαρή ανατροπή που επιφέρει στο cash flow της εταιρείας, δεσμεύει επιπλέον πόρους και δημιουργεί επιπρόσθετες δαπάνες  για την διοικητική και την νομική αντιμετώπιση κάθε υπόθεσης.

Του Θοδωρή Κιντή 
Επικεφαλής φορολογικών υπηρεσιών BDO Services AE

 

 

Είναι σύνηθες το φαινόμενο μια εταιρεία να μην καταφέρνει να εισπράξει όλες τις απαιτήσεις της, επειδή κάποιοι από τους πελάτες/χρεώστες της αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα ρευστότητας με συνέπεια την αδυναμία αποπληρωμής των οφειλών τους. Η μη είσπραξη των απαιτήσεων πέρα από την σοβαρή ανατροπή που επιφέρει στο cash flow της εταιρείας, δεσμεύει επιπλέον πόρους και δημιουργεί επιπρόσθετες δαπάνες  για την διοικητική και την νομική αντιμετώπιση κάθε υπόθεσης.

Τι περιθώρια όμως έχουν οι εταιρείες έτσι ώστε να μπορούν τουλάχιστον να αναγνωρίσουν στα έξοδα τους την ζημιά από τις επισφαλείς ή από τις ανεπίδεκτες είσπραξης απαιτήσεις τους;                

Εκτός από τις τράπεζες, τις εταιρείες factoring και χρηματοδοτικών μισθώσεων για τις οποίες  εφαρμόζονται ειδικότερες διατάξεις, οι υπόλοιπες εταιρίες έχουν τις παρακάτω δυνατότητες ανάλογα με την φύση της κάθε απαίτησης:

Η πρώτη κατηγορία αφορά τις απαιτήσεις μέχρι 300 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ) ανά πελάτη. Στις περιπτώσεις αυτές η εταιρεία μπορεί να διαγράψει και να αναγνωρίσει φορολογικά την ζημιά αυτή (καθαρή αξία και ΦΠΑ), με την προϋπόθεση ότι έχουν συμπληρωθεί 12 μήνες από τότε που η απαίτηση έχει καταστεί ληξιπρόθεσμη. Δεν απαιτείται η άσκηση ένδικων μέσων πάρα μόνο η γνωστοποίηση στον πελάτη ότι η απαίτηση της εταιρείας έχει διαγραφεί. Τέλος η δυνατότητα αυτή ισχύει για διαγραφή απαιτήσεων μέχρι του ποσοστού 5% των συνολικών απαιτήσεων στο τέλος του έτους.   

Η δεύτερη και πιο κοινή κατηγορία, αφορά τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η είσπραξη της απαίτησης παρουσιάζει σημαντική καθυστέρηση, η έκβαση της είναι αβέβαιη και η εταιρεία ασκεί κάθε νόμιμο δικαίωμα της προκειμένου να διασφαλίσει την είσπραξη. Στην περίπτωση αυτή, επειδή οι νομικές ενέργειες (αγωγή, διαταγή πληρωμής, πλειστηριασμός, κτλ.) είναι χρονοβόρες, η εταιρεία μπορεί καταρχήν να σχηματίσει στα βιβλία της πρόβλεψη επισφάλειας, μόνο για την καθαρή αξία της απαίτησης, με τα παρακάτω ποσοστά :

Εάν η απαίτηση είναι ληξιπρόθεσμη:

(α) πάνω από 24 μήνες αναγνωρίζεται φορολογικά το 100% της καθαρής αξίας της απαίτησης,

(β) πάνω από 18 μήνες, αναγνωρίζεται φορολογικά το 75% και

(γ) πάνω από 12 μήνες, αναγνωρίζεται φορολογικά το 50%.

Από εκεί και μετά και εφόσον τα ένδικα μέσα έχουν εξαντληθεί και η εταιρεία δεν μπορεί να εισπράξει, τότε αναγνωρίζεται και ο ΦΠΑ της απαίτησης ως ζημιά.

Ειδικά για τον ΦΠΑ τέτοιων απαιτήσεων, ο Ν.2859/2000 και η σχετική νομολογία δίνουν την δυνατότητα για την ανάκτηση του  (όχι δηλαδή την αναγνώριση του εξόδου από την διαγραφή του αλλά την επιστροφή του από τις φορολογικές αρχές) σε περιπτώσεις ολικής ή μερικής μη πληρωμής της οφειλής, λόγω πτώχευσης, εξυγίανσης ή θέσης σε ειδική διαχείριση του αντισυμβαλλομένου.

Η τρίτη κατηγορία αφορά τις περιπτώσεις απαιτήσεων από συνδεδεμένα μέρη δηλαδή από μετόχους, εταίρους και θυγατρικές εταιρείες με ποσοστό συμμετοχής πάνω από 10%. Τέτοιου είδους επισφαλείς απαιτήσεις δεν μπορούν να αναγνωριστούν φορολογικά, εκτός εάν υπάρχει εκκρεμοδικία ή εάν ο οφειλέτης έχει υποβάλει αίτημα κήρυξης σε πτώχευση ή υπαγωγής σε διαδικασία εξυγίανσης ή σε βάρος του έχει εκκινήσει η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης. Η ζημιά όμως που προέρχεται από την εκκαθάριση θυγατρικής αναγνωρίζεται φορολογικά.   

Η τέταρτη κατηγορία αφορά περιπτώσεις κατά τις οποίες η εταιρεία προβαίνει σε δικαστικό συμβιβασμό ή σε αμοιβαία συμφωνία με τον πελάτη της, διαγράφοντας το μέρος της απαίτησης που ο πελάτης δεν δύναται να καταβάλει.  Στις περιπτώσεις αυτές, το ποσό της ζημιάς από την διαγραφή μπορεί να αναγνωριστεί φορολογικά χωρίς να απαιτείται η εταιρεία να έχει ασκήσει ένδικα μέσα ή να έχει σχηματιστεί πρόβλεψη επισφάλειας στα βιβλία της. Ωστόσο σε αυτές τις περιπτώσεις θα πρέπει να τεκμηριώνεται ότι η παραίτηση της εταιρείας από μέρος της απαίτησης της έχει επιχειρηματική λογική και δεν υποκρύπτεται οποιαδήποτε άλλη  συναλλαγή ή σκοπιμότητα.

Από την πλευρά της οφειλέτριας  εταιρείας (δηλαδή του πελάτη) το όφελος από την διαγραφή, θα φορολογηθεί με 22% για σκοπούς εισοδήματος και με 2,4% για σκοπούς χαρτοσήμου. Απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος για την οφειλέτρια εταιρεία παρέχεται κάτω από ειδικές προϋποθέσεις και μόνο όταν ο συμβιβασμός γίνεται με πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα ή στα πλαίσια εξυγίανσης με τον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών.