Την κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος ζητά η Κομισιόν από την κυβέρνηση στην έκθεση αξιολόγησης του ελληνικού Προγράμματος Σταθερότητας και Ανάπτυξης 2022 - 2025.
Από την έντυπη έκδοση
Του Γιώργου Παλαιτσάκη
[email protected]
Την κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος ζητά η Κομισιόν από την κυβέρνηση στην έκθεση αξιολόγησης του ελληνικού Προγράμματος Σταθερότητας και Ανάπτυξης 2022 - 2025.
Σύμφωνα με τα όσα επισημαίνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ο συντελεστής φορολογίας εισοδήματος για τις επιχειρήσεις στην Ελλάδα διαμορφώθηκε στο 22% το 2021 από 28% το 2019, αλλά στους επιτηδευματίες η χώρα μας επιβάλλει ετήσιο τέλος 650 ευρώ, ανεξαρτήτως εάν αυτοί δημιούργησαν κέρδη ή όχι και πάνω από τον φόρο εισοδήματος και άλλους φόρους.
Η Κομισιόν τονίζει ότι το συγκεκριμένο τέλος οδηγεί σε επιβαρύνσεις με πολύ υψηλούς πραγματικούς φορολογικούς συντελεστές τις επιχειρήσεις με χαμηλό τζίρο και λειτουργεί ως φραγμός στην επιχειρηματικότητα. Καλεί δε τις ελληνικές αρχές να επαναξιολογήσουν το νομοθετικό πλαίσιο.
Σύμφωνα με τις Βρυξέλλες, η επαναξιολόγηση του τέλους επιτηδεύματος, που δημιουργεί πρόσθετες δυσκολίες στους επαγγελματίες, θα μπορούσε να βελτιώσει τη δομή των φορολογικών τους βαρών, να ενθαρρύνει τη φορολογική αυτοσυμμόρφωση (δηλαδή να περιορίσει τη φοροδιαφυγή) και να υποστηρίξει τις επενδύσεις. Το συνολικό δημοσιονομικό κόστος που θα προκαλέσει η κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος εκτιμάται στα 350 εκατ. ευρώ.
Σημειώνεται ότι με βάση την ισχύουσα αυτή τη στιγμή νομοθεσία, εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι με «μπλοκάκια», μικρομεσαίοι επιχειρηματίες και ελεύθεροι επαγγελματίες οι οποίοι κατά τη διάρκεια του 2021 άσκησαν ατομικά τις επαγγελματικές δραστηριότητές τους καλούνται φέτος να πληρώσουν, εκτός από τον φόρο εισοδήματος και το τέλος επιτηδεύματος, το οποίο κυμαίνεται από 400 έως 650 ευρώ. Επιπλέον, χιλιάδες εταιρείες και άλλα νομικά πρόσωπα που είχαν ενεργή δραστηριότητα εντός του 2021 υποχρεούνται τη φετινή χρονιά να καταβάλουν τέλος επιτηδεύματος 800-1.000 ευρώ. Η υποχρέωση καταβολής των συγκεκριμένων ποσών ισχύει ανεξαρτήτως του εάν οι υπόχρεοι είχαν κέρδη ή ζημιές κατά τη διάρκεια του 2021. Ειδικότερα, η ισχύουσα νομοθεσία προβλέπει ότι:
1 Οι επιτηδευματίες και οι ασκούντες ελευθέριο επάγγελμα υποχρεούνται σε καταβολή ετήσιου τέλους επιτηδεύματος, το οποίο ανέρχεται σε:
α) 800 ευρώ ετησίως, για νομικά πρόσωπα που ασκούν εμπορική επιχείρηση και έχουν την έδρα τους σε τουριστικούς τόπους και σε πόλεις ή χωριά με πληθυσμό έως 200.000 κατοίκους,
β) 1.000 ευρώ ετησίως, για νομικά πρόσωπα που ασκούν εμπορική επιχείρηση και έχουν την έδρα τους σε πόλεις με πληθυσμό πάνω από 200.000 κατοίκους,
γ) 650 ευρώ ετησίως, για ατομικές εμπορικές επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες,
δ) 600 ευρώ ετησίως, για κάθε υποκατάστημα.
Ειδικά για τις Αστικές μη Κερδοσκοπικές Εταιρείες καθώς και για τους εργαζόμενους με «μπλοκάκια» (τα φυσικά πρόσωπα που το εισόδημά τους προέρχεται από ατομική επιχείρηση παροχής υπηρεσιών ή ελευθέριο επάγγελμα και έχουν έγγραφη σύμβαση με μέχρι 3 φυσικά ή νομικά πρόσωπα, ή με περισσότερα από 3 φυσικά ή νομικά πρόσωπα αλλά το 75% των ακαθάριστων εσόδων τους προέρχεται από 1 φυσικό ή νομικό πρόσωπο) τα ποσά του τέλους επιτηδεύματος, ανέρχονται σε:
α) 400 ευρώ ετησίως, εφόσον η έδρα βρίσκεται σε τουριστικό τόπο ή σε πόλεις-χωριά με πληθυσμό έως 200.000 κατοίκους,
β) 500 ευρώ ετησίως, εφόσον η έδρα βρίσκεται σε πόλη με πληθυσμό πάνω από 200.000 κατοίκους. Η περιοχή του νομού Αττικής λογίζεται ως μια πόλη, καθώς και το Πολεοδομικό Συγκρότημα Θεσσαλονίκης.
2 Σε περίπτωση διακοπής της δραστηριότητας μέσα στη χρήση, το τέλος επιτηδεύματος περιορίζεται ανάλογα με τους μήνες λειτουργίας της επιχείρησης ή της άσκησης του επαγγέλματος. Χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 15 ημερών λογίζεται ως μήνας.
3 Το τέλος επιτηδεύματος βεβαιώνεται και εμφανίζεται στο εκκαθαριστικό σημείωμα υπολογισμού του φόρου εισοδήματος του φορολογικού έτους 2021.
Αξίζει τέλος να σημειωθεί ότι στην έκθεση αξιολόγησης η Κομισιόν παραθέτει συγκριτικά στοιχεία, αναφορικά με τη δομή της φορολογίας στην Ελλάδα. Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι ενώ η Ελλάδα βρίσκεται κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο, όσον αφορά τη φορολογία εισοδήματος των εργαζομένων, παραμένει χαώδης η διαφορά στην απόδοση της φορολογίας των ακινήτων. Έτσι, ενώ οι φόροι στην ακίνητη περιουσία αντιστοιχούν κατά μέσο όρο στο 1,2% του ΑΕΠ, στην Ελλάδα διαμορφώνονται στο 2,6%.
Από την υποχρέωση καταβολής τέλους επιτηδεύματος, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία εξαιρούνται:
α) Τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα και οι νομικές οντότητες που κατά τη διάρκεια του 2021 βρίσκονταν σε «αδράνεια», δηλαδή είχαν πάψει να πραγματοποιούν συναλλαγές που συνδέονται με την άσκηση των επιχειρηματικών-επαγγελματικών δραστηριοτήτων τους.
β) Οι Φορείς Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας με τη μορφή Κοινωνικής Συνεταιριστικής Επιχείρησης ή Συνεταιρισμού Εργαζομένων ανεξαρτήτως εάν έχει παρέλθει ή όχι πενταετία από την πρώτη έναρξη εργασιών τους.
γ) Τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα και οι νομικές οντότητες που βρίσκονται σε κατάσταση εκκαθάρισης ή πτώχευσης.
δ) Οι αγρότες, οι οποίοι είναι μέλη αγροτικών συνεταιρισμών που πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 8 του ν. 4384/2016.
ε) Οι αγροτικοί συνεταιρισμοί και οι σχολικοί συνεταιρισμοί του άρθρου 46 του ν. 1566/1985. στ) Τα πρόσωπα που ασκούν ατομική εμπορική επιχείρηση ή ελευθέριο επάγγελμα και παρουσιάζουν αναπηρία ίση ή μεγαλύτερη του 80%.
ζ) Οι εμπορικές επιχειρήσεις και ελεύθεροι επαγγελματίες που ασκούν τις δραστηριότητές τους σε χωριά με πληθυσμό έως 500 κατοίκους και σε νησιά κάτω από 3.100 κατοίκους, εκτός εάν πρόκειται για τουριστικούς τόπους.
η) Οι ατομικές εμπορικές επιχειρήσεις και η ατομική άσκηση ελευθέριου επαγγέλματος, εφόσον δεν έχουν παρέλθει 5 έτη από την έναρξη εργασιών.
θ) Οι περιπτώσεις ατομικών επιχειρήσεων εφόσον για τον επιτηδευματία υπολείπονται 3 έτη από το έτος της συνταξιοδότησής του. Ως έτος συνταξιοδότησης νοείται το 65ο έτος της ηλικίας.