Ο αντίκτυπος των τριών μηνών του πολέμου της Ρωσίας στην Ουκρανία είναι ήδη τεράστιος από το χωράφι στο ράφι, με όλους τους κρίκους της αλυσίδας, τον πρωτογενή τομέα, τη μεταποίηση και τον καταναλωτή, να έχουν βιώσει μια βίαιη αναπροσαρμογή σε ό,τι μέχρι πρόσφατα θεωρείται δεδομένο.
Από την έντυπη έκδοση
Της Δανάης Αλεξάκη
[email protected]
Ο αντίκτυπος των τριών μηνών του πολέμου της Ρωσίας στην Ουκρανία είναι ήδη τεράστιος από το χωράφι στο ράφι, με όλους τους κρίκους της αλυσίδας, τον πρωτογενή τομέα, τη μεταποίηση και τον καταναλωτή, να έχουν βιώσει μια βίαιη αναπροσαρμογή σε ό,τι μέχρι πρόσφατα θεωρείται δεδομένο.
Η «επισιτιστική επάρκεια» βρέθηκε εν μια νυκτί στις πρώτες θέσεις της παγκόσμιας πολιτικής ατζέντας, παρά το γεγονός ότι η κλιματική κρίση τα τελευταία χρόνια έριχνε τους προβολείς στην αναγκαιότητα αναθεώρησης στρατηγικών για την εξασφάλιση
βιώσιμων καλλιεργειών, ορθών πρακτικών στη μεταποίηση και νέων καταναλωτικών συμπεριφορών.
Ο εγχώριος πρωτογενής τομέας δεν βρέθηκε μονάχα απροετοίμαστος απέναντι σε αυτή την πολυεπίπεδη κρίση, αλλά με ιδιαίτερα περιορισμένη ευελιξία προσαρμογής, μετά τη δεκαετή ύφεση. Το ελληνικό παραγωγικό μοντέλο που εμφανίζει νηπιακές
επιδόσεις στο πεδίο του συνεργατισμού στερείται των αντανακλαστικών και κυρίως την εξοικείωση στο πεδίο της αναζήτησης
εναλλακτικών για τη δημιουργία οικονομιών κλίμακος.
Τα δεδομένα στη διάρκεια του «εμπόλεμου» τριμήνου βαίνουν δυσμενέστερα μέρα με τη μέρα για τον αγροτικό και κτηνοτροφικό κόσμο, οι οποίοι εκφράζουν ανησυχία ακόμα και για αφανισμό των καλλιεργειών και έντονης απώλειας ζωικού κεφαλαίου. Η αύξηση στο κόστος παραγωγής προσεγγίζει το 30%, με τα λιπάσματα να καταγράφουν ετήσια αύξηση που αγγίζει το 60%, ενώ
οι ζωοτροφές το 30%. Το κόστος ενέργειας σημειώνει άνοδο 55%, ενώ κατά 10% είναι αυξημένα τα γεωργικά φάρμακα. Η διαχείριση αυτών των ποσοστών είναι αδύνατη για την πλειονότητα των παραγωγών.
Την ίδια στιγμή, το ξέσπασμα του πολέμου σήμανε συναγερμό για το θέμα της επισιτιστικής επάρκειας και ο μηχανισμός της αγοράς κινήθηκε αστραπιαία προκειμένου να εξασφαλίσει αποθέματα των απαραίτητων πρώτων υλών, με αποτέλεσμα οι νόμοι της αγοράς να ενεργοποιηθούν και η αυξημένη ζήτηση να εκτοξεύσει περαιτέρω τις τιμές διάθεσης. Τα επίσημα στοιχεία υποδεικνύουν ότι υπάρχει διαθεσιμότητα αγαθών, ωστόσο όχι επ’ αόριστον, καθώς οι εαρινές καλλιέργειες βρίσκονται στο έλεος της κλιματικής αλλαγής.
Η αλυσίδα διαχείρισης των βιομηχανιών τροφίμων βρίσκεται σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης: από τον τομέα εξασφάλισης πρώτων και δεύτερων υλών έως το τμήμα μεταφοράς προσωπικού. Τα κοστολόγια έχουν πάρει φωτιά και η δυνατότητα περικοπών για εξασφάλιση πόρων είναι πολύ περιορισμένη. Ο κλάδος ήδη μιλά για κοκκινισμένους ισολογισμούς, με τις επιχειρήσεις που εμφανίζουν χαλυβδωμένη ρευστότητα και επαρκή ταμειακά διαθέσιμα να αποτελούν τους κερδισμένους του 2022.
Το βιομηχανικό κόστος που καταγράφει αύξηση από 20%- 25% έως και 60% ανάλογα με τη δραστηριότητα έχει ανοίξει τον χορό των ανατιμήσεων στους τιμοκαταλόγους χονδρικής και είναι άγνωστο πόσο θα διαρκέσει το σκληρό αυτό ροκ τις τιμές.
Το stress test της βιομηχανίας περνά αναπόφευκτα στη λιανική, που καλείται μέσα σε αυτή τη συγκυρία να αναπτύξει και μηχανισμούς προσέλκυσης των καταναλωτών, το εισόδημτων οποίων έχει υποστεί σημαντικές επιβαρύνσεις.
Οι ανατιμήσεις στα τρόφιμα ξεκίνησαν από το φθινόπωρο του 2021 επηρεαζόμενες από το κόστος ενέργειας, μεταφορών και αυξημένων πρώτων υλών που κυμαίνονταν σε μέσα επίπεδα της τάξεως του 3%-15%. Τρεις μήνες μετά το ξέσπασμα του πολέμου η εικόνα στις τιμές στο ράφι είναι σαφώς πιο επιβαρυμένη, με μια ευρεία γκάμα βασικών καταναλωτικών ειδών να καταγράφει σωρευτικές αυξήσεις που ξεπερνούν το 30%.
Το κόστος για τον κλάδο τροφίμων συνολικά είναι ήδη βαρύ, εάν υπολογιστεί ότι η εσωτερική κατανάλωση σε όρους όγκου πωλήσεων υποχωρεί με ρυθμό που πλέον προσεγγίζει το 10%, ενώ οι ελπίδες της αγοράς βασίζονται στον τουρισμό, όσο αυτός εμφανίζεται ότι μένει «ανεπηρέαστος» από τις επιπτώσεις του πολέμου στις διεθνείς αγορές.
Πάντως, εκπρόσωποι του κλάδου τροφίμων εκτιμούν ότι «ακόμα και με μια δυνατή θερινή σεζόν, η αγορά δεν θα καταφέρει να ξεπεράσει αναίμακτα τις επιπτώσεις του πολέμου, οι οποίες αφενός δεν έχουν αποτυπωθεί ακόμα σε όλο το εύρος τους, αφετέρου δεν θα σταματήσουν με την κατάπαυση πυρός.
Η κατάσταση θα παραμείνει δύσκολη για αρκετό καιρό μετά τη λήξη του πολέμου και η επόμενη φάση για την αγορά είναι να
καταστεί βιώσιμη σε μια τελείως διαφορετική κανονικότητα: την κανονικότητα της αβεβαιότητας».