Νέα καταιγίδα απειλεί την παγκόσμια οικονομία, καθώς μαζί με την ενεργειακή σοβεί και μία επισιτιστική κρίση, με τη Δύση να βλέπει πλέον να επαληθεύεται ο χειρότερος φόβος της, η χρήση των αγροτικών προϊόντων ως «όπλο» από τη Μόσχα.
Από την έντυπη έκδοση
Της Έφης Τριήρη
[email protected]
Νέα καταιγίδα απειλεί την παγκόσμια οικονομία, καθώς μαζί με την ενεργειακή σοβεί και μία επισιτιστική κρίση, με τη Δύση να βλέπει πλέον να επαληθεύεται ο χειρότερος φόβος της, η χρήση των αγροτικών προϊόντων ως «όπλο» από τη Μόσχα.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία που έβαλε τέλος στις εξαγωγές βασικών αγαθών από τους δύο κορυφαίους εξαγωγούς σιτηρών, Ουκρανία και Ρωσία, ο πληθωρισμός, τα προβλήματα τροφοδοσίας και οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής δημιουργούν ένα άκρως επικίνδυνο «μίγμα» για την ασφάλεια στα τρόφιμα του πλανήτη, που ανάγεται σε πολύ μεγαλύτερο πρόβλημα από το ενεργειακό. Την κατάσταση έκανε ακόμη χειρότερη η απόφαση της Ινδίας -ο δεύτερος μεγαλύτερος παραγωγός σιτηρών μετά την Κίνα- να απαγορεύσει τις εξαγωγές σιτηρών της, συμμετέχοντας στο «κρεσέντο» προστατευτισμού που χαρακτηρίζει πλέον ολόκληρο τον πλανήτη, καθώς η κάθε χώρα μεριμνά για τη δική της επάρκεια, αφήνοντας εκτεθειμένες τις πλέον φτωχές χώρες του πλανήτη που εξαρτώνται τα μέγιστα από τις εισαγωγές. Είχε προηγηθεί η απόφαση της Ινδονησίας να απαγορεύσει τις εξαγωγές φοινικέλαιου, ενώ η Σερβία και το Καζακστάν επέβαλαν ποσοστώσεις στις εξαγωγές δημητριακών.
«Βρισκόμαστε σε αχαρτογράφητα νερά, πρόκειται για μία τέλεια καταιγίδα», ανέφερε Ευρωπαίος trader που θέλησε να διατηρήσει την ανωνυμία του. Ο ίδιος αναφέρει ότι η αντιμετώπιση φαινομένων κοινωνικής αναταραχής βρίσκεται πλέον ψηλά στην ατζέντα κάθε κυβέρνησης.
Οι τιμές σιτηρών «χτύπησαν» χθες limit up στο χρηματιστήριο εμπορευμάτων του Σικάγου, σημειώνοντας άνοδο 6%, στα 12,47 δολάρια ανά μπούσελ, το υψηλότερο επίπεδο περίπου δύο μηνών -πολύ κοντά στο επίπεδο ρεκόρ των άνω των 13 δολαρίων στις 5 Μαρτίου-, ενώ στο Παρίσι τα προθεσμιακά άγγιξαν ιστορικό υψηλό. Από τις αρχές του έτους έως σήμερα, οι τιμές έχουν κάνει άλμα άνω του 60%, στη μεγαλύτερη αύξηση που έχει καταγραφεί εδώ και πάνω από μισό αιώνα, μετά τη διακοπή των εξαγωγών από τη Ρωσία και την Ουκρανία, οι οποίες εκπροσωπούν περισσότερο από το ένα τρίτο της παγκόσμιας προσφοράς σιτηρών. Ως αποτέλεσμα, έχει αυξηθεί το κόστος για τα πάντα, από ψωμί μέχρι κέικ και ζυμαρικά. Για παράδειγμα, στο Παρίσι, το αλεσμένο σιτάρι αυξήθηκε 5,1% στα 431,75 ευρώ ανά τόνο. Οι τιμές έχουν φθάσει σε επίπεδα που παρατηρήθηκαν για τελευταία φορά στη διάρκεια της παγκόσμιας κρίσης των τιμών των τροφίμων το 2008, ξεπερνώντας τα υψηλά που συνέβαλαν στο ξέσπασμα της Αραβικής Άνοιξης πριν από μία δεκαετία.
«Απλώς επιδεινώνεται ο κίνδυνος ελλείψεων ειδών διατροφής, ειδικά για τις αναπτυσσόμενες χώρες της Αφρικής και της Μέσης Ανατολής, αλλά και τις χώρες αυτές που εξαρτώνται για τις προμήθειές τους από την Ινδία», αναφέρει ο Ρόμπερτ Ρένι της αυστραλιανής τράπεζας Westpac. H ξαφνική απόφαση της Ινδίας, τη στιγμή που μόλις την προηγούμενη εβδομάδα διαβεβαίωνε ότι είχε ως στόχο εξαγωγές ρεκόρ της τάξης των 10 εκατ. τόνων προκειμένου να καλύψει το κενό που άφησε η Ουκρανία, λαμβάνει χώρα μετά από δύο μήνες ενός κύματος καύσωνα που σαρώνει ολόκληρη τη χώρα με θερμοκρασίες ακόμα και 45 βαθμών Κελσίου. Είχε προηγηθεί πρόβλεψη του αμερικανικού υπουργείου Γεωργίας ότι η παγκόσμια παραγωγή σιτηρών θα υποχωρήσει την περίοδο 2022-23 για πρώτη φορά μετά από τέσσερα έτη. Θα πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι τον τελευταίο καιρό κυκλοφορούσαν φήμες στην αγορά περί επικείμενης απαγόρευσης των εξαγωγών, καθώς traders και αναλυτές έβλεπαν τη φετινή σοδειά να μειώνεται κάτω από τους 100 εκατ. τόνους μετά δε την υποβάθμιση των επίσημων προβλέψεων της κυβέρνησης σε 105 εκατ. τόνους στις αρχές Μαΐου. Τώρα traders προσπαθούν να αποτιμήσουν την ποσότητα των σιτηρών που θα εξαχθούν από την Ινδία, καθώς έχουν ήδη εγκριθεί κάποιες πωλήσεις που καλύπτονται από τραπεζικές πιστώσεις και από διακυβερνητικές συμφωνίες.
Το εμπάργκο της Ινδίας αποτελεί «"game changer» για τις διεθνείς αγορές σιτηρών, έχοντας παγιδεύσει μέχρι στιγμής περί τους 1,8 εκατ. τόνους στα λιμάνια της χώρας, που σημαίνει ότι οι traders θα υποστούν βαριές ζημίες εάν πωλήσουν σε μία ιδιαίτερα εξασθενημένη εσωτερική αγορά, σύμφωνα με το Reuters. «Οι εξαγωγείς δεν ξέρουν τι να κάνουν με τους 1,8 εκατ. τόνους. Κανείς δεν πίστευε ότι η κυβέρνηση θα απαγόρευε εντελώς τις εξαγωγές», είπε ένας trader με έδρα τη Βομβάη, προειδοποιώντας ότι η απαγόρευση θα μπορούσε να τον αναγκάσει σε κήρυξη ανωτέρας βίας σε αποστολές σε πελάτες στο εξωτερικό. «Αγοράσαμε σιτάρι από εμπόρους και το μεταφέραμε στα λιμάνια. Πρόθεσή μας είναι να εκπληρώσουμε τις εξαγωγικές δεσμεύσεις, αλλά δεν μπορούμε να παρακάμψουμε την κυβερνητική πολιτική. Επομένως, δεν έχουμε πλέον άλλη επιλογή από το να κηρύξουμε λόγους ανώτερης βίας», είπε ο trader.
Καίριο πλήγμα υπέστησαν όμως και εταιρείες που κάνουν εμπόριο σιτηρών, καθώς οι θυγατρικές τους στην Ινδία είχαν ήδη μεταφέρει το εμπόρευμα σε κάποιες βάσεις τους στην περιοχή, όπως στη Σιγκαπούρη. Στόχος των εταιρειών αυτών ήταν να μεταφέρουν το εμπόρευμα όσο το δυνατόν πιο σύντομα πριν από τα τέλη Ιουνίου, οπότε αρχίζει η περίοδος των μουσώνων.
Πολύ περισσότερο, η απαγόρευση τίθεται σε ισχύ σε μία περίοδο που οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής έχουν γίνει ιδιαίτερα αισθητές σε πολλές χώρες με έντονη ξηρασία, όπως στις ΗΠΑ και στη Γαλλία, που απειλεί την παραγωγή και άλλων κορυφαίων εξαγωγών χωρών.
Οι κατεξοχήν προμηθευτές ινδικών σιτηρών είναι το Μπαγκλαντές, η Ινδονησία, το Νεπάλ και η Τουρκία, ενώ η Αίγυπτος συμφώνησε πρόσφατα στην πρώτη έως σήμερα αγορά σιτηρών από την Ινδία, καθώς διέκοψε τις προμήθειές της από τη Μαύρη Θάλασσα και μάλιστα, όπως ανακοινώθηκε χθες, εξαιρέθηκε από το εμπάργκο. Υπάρχουν όμως και άλλοι μεγάλοι εξαγωγείς: Η Ρωσία, η Ευρώπη, οι ΗΠΑ και ο Καναδάς εκπροσώπησαν περίπου το 60% των παγκόσμιων εξαγωγών σιτηρών από το 2015 έως το 2020, σύμφωνα με στοιχεία του αμερικανικού υπουργείου Γεωργίας. Ωστόσο, όλοι «είδαν» τη σοδειά τους να μειώνεται την περίοδο 2021-2022, λόγω της έντονης ξηρασίας. Αντίστοιχα και η Αυστραλία, η οποία επρόκειτο να αποτελέσει φέτος τον τρίτο μεγαλύτερο εξαγωγό σιτηρών, «είδε» την ποιότητα των σιτηρών της να επιδεινώνεται.
Ο επίτροπος της Ε.Ε. για το Εμπόριο, Βάλντις Ντομπρόβσκις, έκανε λόγο για μία άκρως ανησυχητική κατάσταση, σημειώνοντας ότι η Ε.Ε. και οι ΗΠΑ συμφώνησαν να συνεργαστούν για να βελτιώσουν τις αλυσίδες τροφοδοσίας σε είδη διατροφής. Οι περιορισμοί στις εξαγωγές αναμένεται να αυξήσουν ακόμη περισσότερο τις τιμές εμπορευμάτων και συνεπώς το κόστος τροφίμων και ειδικά για την Ε.Ε. είναι θέμα διαθεσιμότητας των τροφίμων, εξήγησε ο Ντρομπόβσκις.
Ήδη, το οικονομικό επιτελείο των Βρυξελλών εργάζεται πυρετωδώς για την αντιμετώπιση μιας σειράς κρίσεων που μπορεί να πυροδοτήσει ο πόλεμος στην Ουκρανία, συμπεριλαμβανομένης και μιας κρίσης ειδών διατροφής με τον Μάρος Σέφκοβιτς, κορυφαίο αξιωματούχο της Κομισιόν, να δηλώνει στο Bloomberg ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει πλήρη επίγνωση για τις κοινωνικές πιέσεις που θα μπορούσαν να προκύψουν. Οι υπουργοί Εξωτερικών από την Ομάδα του G7 προειδοποίησαν στη διάρκεια του Σαββατοκύριακου ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία αυξάνει τον κίνδυνο ενός παγκόσμιου λιμού, λόγω της αδυναμίας της χώρας να εξάγει σιτηρά, λιπάσματα και εδώδιμα έλαια, αλλά και επειδή ο πόλεμος θα αφήσει το 20% έως 30% της αγροτικής γης της Ουκρανίας ακαλλιέργητο για την περίοδο του 2022, σύμφωνα με τον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας (FAO) του ΟΗΕ.
Από την πλευρά της, η υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Τζάνετ Γέλεν, έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει δημιουργήσει ήδη μία παγκόσμια κρίση που αφορά την ασφάλεια για την επάρκεια στα τρόφιμα σε ολόκληρο τον κόσμο. «Ο πόλεμος έχει αντίκτυπο πέραν της Ουκρανίας και αυτό είναι πολύ ανησυχητικό. Φοβάμαι ότι βρισκόμαστε ήδη σε μία παγκόσμια κρίση», ανέφερε, επισημαίνοντας ότι το G7 θα παρουσιάσει στο τέλος της εβδομάδας ένα σχέδιο δράσης για την αντιμετώπιση της ανασφάλειας σε επίπεδο ειδών διατροφής.