Το κυρίαρχο πρόβλημα στο Χρηματιστήριο Αθηνών, για να προσελκύσει φρέσκα κεφάλαια, αλλά και να δημιουργηθεί μια νέα γενιά επενδυτών, είναι ο μικρός αριθμός εισηγμένων σε σύγκριση με άλλα μεγάλα διεθνή χρηματιστήρια αλλά και γειτονικές αγορές.
Από την έντυπη έκδοση
Του Ανέστη Ντόκα
[email protected]
Το κυρίαρχο πρόβλημα στο Χρηματιστήριο Αθηνών, για να προσελκύσει φρέσκα κεφάλαια, αλλά και να δημιουργηθεί μια νέα γενιά επενδυτών, είναι ο μικρός αριθμός εισηγμένων σε σύγκριση με άλλα μεγάλα διεθνή χρηματιστήρια αλλά και γειτονικές αγορές.
Η Αθήνα έχει σχεδόν τις μισές εισηγμένες (154) απ’ ό,τι έχει η γειτονική Κωνσταντινούπολη (380), είναι τρεις φορές μικρότερη αγορά από τη Φραγκφούρτη (493), ενώ σε σύγκριση με το χρηματιστήριο της Βιέννης (873), με το οποίο το 2007 είχε γίνει μία προσπάθεια συγχώνευσης, είναι έξι φορές μικρότερη αγορά.
Προφανώς και δεν μπορεί να γίνει σύγκριση με τα μεγάλα χρηματιστήρια των Βρυξελλών, της Μαδρίτης και του Λονδίνου, αλλά και της Στοκχόλμης, που ξεπερνά σε αριθμό τις 1.200 εισηγμένες εταιρείες. Σύμφωνα με τον πίνακα που δημοσιεύει η «Ν», το χρηματιστήριο του Τόκιο (3.824) έχει τον μεγαλύτερο αριθμό εισηγμένων παγκοσμίως, ακολουθούν ο Nasdaq (3.678) και αρκετά πιο πίσω το Χονγκ Κονγκ (2.572) και η Wall Street (2.525).
Οι λίγες εισηγμένες εταιρείες σημαίνουν και μικρότερο αριθμό επενδυτικών επιλογών, αφού σήμερα μόλις 15 εισηγμένες σε σύνολο 154 (ποσοστό 9,74%) εμφανίζουν χρηματιστηριακή αξία πάνω από 1 δισ. ευρώ. Επίσης, 34 εταιρείες έχουν κεφαλαιοποίηση από 100 εκατ. έως 800 εκατ. ευρώ, ενώ η πλειονότητα των 105 εταιρειών έχει αξία κάτω από 100 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων οι μισές έχουν αποτίμηση κάτω των 50 εκατ. ευρώ. Γι’ αυτό η αγορά διαθέτει πολύ μικρές και αδύναμες οικονομικά εταιρείες, που δεν θα προσελκύσουν ποτέ το επενδυτικό κοινό. Εδώ ακριβώς είναι και το μεγάλο πρόβλημα που πρέπει να λύσει η νέα διοίκηση. Να πείσει μεγάλες εταιρείες που βρίσκονται στην Ελλάδα, είτε ελληνικής είτε ξένης ιδιοκτησίας, να αποφασίσουν τη διαπραγμάτευση των μετοχών τους στο Χρηματιστήριο.
Η διοίκηση της ΕΧΑΕ, υπό τον νέο διευθύνοντα σύμβουλο Γιάννο Κοντόπουλο, θα πρέπει να προσεγγίσει μικρομεσαίες εταιρείες εισηγμένες σε ξένα χρηματιστήρια και να τις προσελκύσει σε παράλληλη εισαγωγή και στο Ελληνικό Χρηματιστήριο. Αυτές οι δύο κινήσεις δεν θα πρέπει να θεωρηθούν ανταγωνιστικές για το Ελληνικό Χρηματιστήριο, αλλά αντίθετα να εκτιμηθούν ως ευκαιρία να διευρύνει την επενδυτική του βάση. Να εισαχθούν πολλές μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που θα μπορέσουν να μεγαλώσουν και να ωριμάσουν μέσα από το χρηματιστήριο, δίνοντάς του έτσι το ποθητό μομέντουμ. Το Χρηματιστήριο Αθηνών πρέπει να είναι μια φυσική επιλογή για μικρές και μεσαίες εταιρείες, τόσο ελληνικές όσο επίσης βαλκανικές και ευρωπαϊκές, που θέλουν να αποκτήσουν αξία και ωριμότητα πριν από την εισαγωγή τους στα μεγάλα χρηματιστήρια.
Ανύπαρκτη είναι η επενδυτική γενιά στην ελληνική χρηματιστηριακή αγορά μετά τη «φούσκα» του 1999, καθώς το Χρηματιστήριο Αθηνών πλήρωσε και πληρώνει μέχρι σήμερα, έπειτα από τόσα χρόνια, τη «φούσκα» του 1999. Χρειάζεται να εισέλθει μια νέα επενδυτική γενιά εγχώριων επενδυτών, οι οποίοι θα δείξουν εμπιστοσύνη στις εισηγμένες και θα μεταφερθεί ένα μέρος των αποταμιεύσεων στη στήριξη των επενδυτικών προγραμμάτων των επιχειρήσεων. Άλλωστε, οι 2.000 ενεργοί κωδικοί που εμφανίζονται καθημερινά στις συναλλαγές του Χ.Α. δείχνουν ακριβώς αυτή την επενδυτική φτώχεια, αν αναλογιστεί κανείς ότι το 1999 οι ενεργοί κωδικοί προσέγγιζαν το 1 εκατομμύριο. Στην προσπάθεια προσέλκυσης νέων κεφαλαίων και κωδικών στο Χρηματιστήριο Αθηνών μπορεί να συμβάλει σε μεγάλο βαθμό η δυνατότητα πρόσβασης στις ελληνικές μετοχές από νέους επενδυτές, από όλα τα σημεία του πλανήτη, μέσω ηλεκτρονικών πλατφορμών στις οποίες θα συνδυάζεται μία σειρά από επενδυτικά προϊόντα (ομόλογα, EΤF’s, εμπορεύματα, ΣΜΕ).
Η αύξηση της εμπορευσιμότητας (free float) των μετοχών είναι η μεγαλύτερη αδυναμία της ελληνικής χρηματιστηριακής αγοράς εδώ και δεκαετίες και συνδέεται ακριβώς με τον χαμηλό αριθμό εισηγμένων. Δεν είναι δυνατόν να μην υπάρχει επαρκής αριθμός μετοχών που να διαπραγματεύεται ελεύθερα, να μην μπορούν Έλληνες και ξένοι επενδυτές να βρίσκουν τα τεμάχια που θέλουν και να υποχρεώνονται να έρχονται σε επαφή με τις διοικήσεις των εισηγμένων για να κάνουν πακέτα προκειμένου να αποκτήσουν συμμετοχή στα μετοχικά κεφάλαια. Αυτή η στρέβλωση συνεχίζεται μέχρι σήμερα και ουσιαστικά από τις 154 εισηγμένες μόνο οι 25 μετοχές του δείκτη υψηλής κεφαλαιοποίησης FTSE 25 και μία δεκάδα μετοχών του δείκτη μεσαίας κεφαλαιοποίησης Mid Cap 40 δίνουν αυτή τη δυνατότητα. Για τις υπόλοιπες, η μέση συναλλακτική δραστηριότητα εξαντλείται σε μόλις εκατοντάδες τεμάχια.
Συνυφασμένος με την εμπορευσιμότητα μιας μετοχής ή μιας χρηματιστηριακής αγοράς είναι ο όρος «ρίσκο ρευστότητας» (liquidity risk). Ο όρος αυτός δηλώνει τον κίνδυνο που ενέχει η χαμηλή εμπορευσιμότητα, με την έννοια ότι υπάρχουν υψηλές πιθανότητες ο κάτοχος ενός αριθμού μετοχών να μην μπορεί να τις πουλήσει τη στιγμή και στην τιμή που επιθυμεί ή αντίστροφα: κάποιος που επιθυμεί να αγοράσει έναν αριθμό μετοχών, να μην μπορεί να το πράξει στη στιγμή και στην τιμή που επιθυμεί.
Αντίστοιχα, σε επίπεδο μιας χρηματιστηριακής αγοράς που έχει χαμηλή εμπορευσιμότητα, για έναν επενδυτή με μεγάλο χαρτοφυλάκιο, ο κίνδυνος ρευστότητας έγκειται στο να μην μπορεί να το ρευστοποιήσει όταν το επιθυμεί ή να καταλήξει να προκαλέσει μεγάλη πτώση στις τιμές με τις πωλήσεις του.
Το αντίστροφο ισχύει στην περίπτωση που κάποιος θέλει να αγοράσει μία μεγάλη ποσότητα μετοχών ή στην περίπτωση που σε μία αγορά εισέρχονται μαζικά κεφάλαια. Τότε παρατηρείται μία πολύ μεγάλη άνοδος των τιμών. Το φαινόμενο αυτό είναι έντονο στην ελληνική χρηματιστηριακή αγορά και γι’ αυτό χαρακτηρίζεται ως αγορά με υψηλό κίνδυνο ρευστότητας.