Ούτε ένα, ούτε δύο, ούτε δέκα, αλλά εκατοντάδες είναι σε όλη τη χώρα τα βιομηχανικά ακίνητα-βιομηχανικοί χώροι, που αποτελούν τοπόσημα για την περιοχή όπου βρίσκεται το καθένα, και αναμένουν τη φροντίδα των Αρχών για να αναδειχθεί η προηγούμενη ή μια νέα τους χρήση. Η Βόρεια Ελλάδα, όπως τονίστηκε στη χθεσινή πρώτη ημέρα των εργασιών του τριήμερου Πανελλήνιου Συνεδρίου Αρχιτεκτονικής με θέμα «Τα κάστρα της Βιομηχανίας» που διοργανώνει το ΤΕΕ/Τμήμα Κεντρικής Μακεδονίας με την υποστήριξη του ΣΒΕ, συγκεντρώνει αρκετά εξ αυτών.
Από την έντυπη έκδοση
Της Βάσως Βεγίρη
[email protected]
Ούτε ένα, ούτε δύο, ούτε δέκα, αλλά εκατοντάδες είναι σε όλη τη χώρα τα βιομηχανικά ακίνητα-βιομηχανικοί χώροι, που αποτελούν τοπόσημα για την περιοχή όπου βρίσκεται το καθένα, και αναμένουν τη φροντίδα των Αρχών για να αναδειχθεί η προηγούμενη ή μια νέα τους χρήση. Η Βόρεια Ελλάδα, όπως τονίστηκε στη χθεσινή πρώτη ημέρα των εργασιών του τριήμερου Πανελλήνιου Συνεδρίου Αρχιτεκτονικής με θέμα «Τα κάστρα της Βιομηχανίας» που διοργανώνει το ΤΕΕ/Τμήμα Κεντρικής Μακεδονίας με την υποστήριξη του ΣΒΕ, συγκεντρώνει αρκετά εξ αυτών.
Όπως επισήμανε χαρακτηριστικά ο πρόεδρος της οργανωτικής επιτροπής του συνεδρίου, αρχιτέκτονας Πρόδρομος Νικηφορίδης, χρειάστηκε ενάμισης χρόνος για να ολοκληρωθεί η ιδέα του συνεδρίου, ενώ αναφέρθηκε στην περίπτωση του Βόλου, που όπως τόνισε «έχει αξιοποιήσει πολλά βιομηχανικά κτήρια, ενώ εδώ στη Θεσσαλονίκη έχουμε κτήρια-κοσμήματα όπως το FIX και το Αλλατίνη που παραμένουν ανεκμετάλλευτα».
Ο σταθμός Γεωργικής Έρευνας Σερρών αποτελεί επίσης χαρακτηριστική περίπτωση κτηριακών εγκαταστάσεων που στις αρχές του 20ού αιώνα ήταν ένα κόσμημα για την περιοχή, αλλά σήμερα είναι αφημένο στην τύχη του. Πρόκειται για ένα συγκρότημα κτηρίων με ιδιαίτερη αρχιτεκτονική ταυτότητα, στα νότια της πόλης των Σερρών, στην περιφερειακή οδό Σερρών-Νιγρίτας και σε ένα αγρόκτημα 1.000 στρεμμάτων, που ιδρύθηκε το 1908-1909 για να λειτουργήσει ως Γεωργική Σχολή με γερμανικά πρότυπα για τη θεωρητική εκπαίδευση και πρακτική κατάρτιση των σπουδαστών, αλλά από το 1914 μετατράπηκε σε γεωργικό σταθμό.
Όπως επισήμανε η λέκτορας του Διεθνούς Πανεπιστημίου Ελλάδας, Ελένη Βλαχονάσιου, στάβλοι, εργαστήρια, κτήρια διοίκησης, αποθήκες, ξενώνες, κοινόχρηστοι χώροι, θυμίζουν πως στις αρχές του 20ού αιώνα ο χώρος αυτός φιλοξενούσε εκατοντάδες σπουδαστές, εκπαιδευτικούς και εργαζόμενους, αλλά από το 2010 ο χώρος έχει εγκαταλειφθεί πλήρως και μόνο ένα μικρό μέρος του είναι επισκέψιμο, ενώ θα μπορούσε να αναδειχθεί, καθώς αποτελεί μοναδικό τεκμήριο της βιομηχανικής κληρονομιάς για την ευρύτερη περιοχή.
Στο ίδιο μήκος κύματος, ο πρόεδρος του ΤΕΕ/ΤΚΜ, Γιώργος Τσακούμης, σημείωσε πως το θέμα της βιομηχανικής κληρονομιάς έχει παραμεληθεί τα τελευταία χρόνια και σημείωσε ιδιαίτερα κάποιους μεγάλους βιομηχανικούς χώρους της πόλης, όπως το FIX, τους Μύλους Αλλατίνη, την Κεραμοποιία Αλλατίνη κ.ά.