Ο τραπεζικός τομέας ωστόσο καλείται να προσαρμοστεί σε ένα εξαιρετικά ευμετάβλητο περιβάλλον προκειμένου να διασφαλίσει την ομαλή χρηματοδότηση της οικονομίας. τονίζει σε έκθεσή της η Τράπεζα της Ελλάδος.
Ο τραπεζικός τομέας ωστόσο καλείται να προσαρμοστεί σε ένα εξαιρετικά ευμετάβλητο περιβάλλον προκειμένου να διασφαλίσει την ομαλή χρηματοδότηση της οικονομίας. τονίζει σε έκθεσή της η Τράπεζα της Ελλάδος.
Oποιαδήποτε πρόβλεψη για την έκταση των τελικών επιδράσεων στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, δεδομένου ότι εμπεριέχεται υψηλός βαθμός αβεβαιότητας ως προς την έκβαση και τη διάρκεια του πολέμου, καθίσταται εξαιρετικά πρόωρη και επισφαλής όπως σημειώνει η ΤτE υπογραμμίζοντας ότι οι επιπτώσεις από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έχουν επηρεάσει τις προοπτικές για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και εντείνουν τις προκλήσεις για την χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Για τον τραπεζικό τομέα, η ΤτΕ αναφέρεται στην αντιμετώπιση τριών προκλήσεων: το υψηλό απόθεμα «κόκκινων» δανείων καθώς παρά τη μεγάλη μείωση τους, καθώς δευτερογενώς, λόγω της κρίσης, θα υπάρξουν επιδράσεις στην ποιότητα των στοιχείων του ενεργητικού του τραπεζικού τομέα. Επίσης, κρίσιμη είναι η αύξηση της οργανικής κερδοφορίας αλλά και την βελτίωση της ποιότητας των εποπτικών κεφαλαίων του τραπεζικού συστήματος.
Εξετάζοντας την χρηματοοικονομική κατάσταση των νοικοκυριών, και αν αναμονή, μεσοπρόθεσμα της σταδιακής άρσης της διευκολυντικής κατεύθυνσης της νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος, λαμβάνοντας υπόψη και την πρόσφατη έξαρση των πληθωριστικών πιέσεων η ΤτΕ αναμένει ότι για ολόκληρο το 2022 θα παραμείνουν σε χαμηλό επίπεδο τα επιτόκια των στεγαστικών δανείων, ασκώντας μικρή μόνο επίδραση στο κόστος εξυπηρέτησης των νοικοκυριών, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος.
Η αποκλιμάκωση του αποθέματος Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων που έχει συντελεστεί στον τραπεζικό τομέα είναι ιδιαίτερα σημαντική, εντούτοις ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύ νολο των δανείων (Δεκέμβριος 2021: 12,8%) παραμένει υψηλός και πολλαπλάσιος του ευρωπαϊκού μέσου όρου (Δεκέμβριος 2021: 2%11).
Η επίτευξη των επιχειρησιακών στόχων των τραπεζών θα οδηγήσει τον εν λόγω δείκτη σε μονοψήφιο ποσοστό μέχρι το τέλος του 2022 και θα σηματοδοτήσει σε μεγάλο βαθμό την επιτυχή ολοκλήρωση μίας πολύχρονης προσπάθειας. Υπό το πρίσμα πάντωςτων γεωπολιτικών αναταραχών, με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και τη σοβούσα ενεργειακή κρίση είναι σαφές ότι δευτερογενώς θα υπάρξουν επιδράσεις στην ποιότητα των στοιχείων του ενεργητικού του τραπεζικού τομέα.
Η αύξηση της οργανικής κερδοφορίας και η συνακόλουθη δημιουργία εσωτερικού κεφαλαίου αποτελούν προϋπόθεση όχι μόνο για την ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας, αλλά και για τη συνολική ενδυνάμωση του τραπεζικού τομέα
Η κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών βρίσκεται σε ικανοποιητικά επίπεδα, ωστόσο υφίστανται σημαντικές προκλήσεις που σχετίζονται με το κόστος υλοποίησης της στρατηγικής τους για τη μείωση των υφιστάμενων κόκκινων και το σχηματισμό επαρκών προβλέψεων ης της πραγματικής οικονομίας.
Στο πλαίσιο αυτό η υφιστάμενη συμμετοχή των οριστικών και εκκαθαρισμένων αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων (DTCs), που ήδη βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα, αναμένεται να ενισχυθεί. Στο τομέα της ενίσχυσης της χρηματοδότησης, οι τράπεζες έχουν στηρίξει διαχρονικά την ελληνική οικονομία, ακόμα και σε περιόδους κρίσης, αξιοποιώντας τα μέτρα στήριξής τους, τόσο μέσω κρατικών κεφαλαιοποιήσεων όσο και κρατικών εγγυήσεων.
Συνεπώς, οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης, σε συνδυασμό με την παροχή πρόσθετης χρηματοδότησης από τις τράπεζες, θα συμβάλουν στη στήριξη της οικονομίας και την επίτευξη διατηρήσιμων ρυθμών ανάπτυξης σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Καθίσταται σαφές ότι συνολικά η χρηματοδότηση θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό και από την ύπαρξη αξιόλογων επενδυτικών σχεδίων με βιώσιμα χαρακτηριστικά.
Οι τράπεζες οφείλουν να επιταχύνουν την υλοποίηση των επιχειρησιακών τους σχεδίων σχετικά με τη χρηματοδότηση υγιών επιχειρήσεων, σε συνδυασμό με το Ταμείο Ανάκαμψης, αλλά και νοικοκυριών, εφαρμόζοντας συνετά πιστοδοτικά κριτήρια.