Το υπόλοιπο και οι κινήσεις λογαριασμών σε εγχώριες τράπεζες δεν αποτελούν «συμπληρωματικά στοιχεία» που δικαιολογούν επιμήκυνση της 5ετούς προθεσμίας, σε 10ετή, για παραγραφή ανέλεγκτων υποθέσεων φορολογίας εισοδήματος και λοιπών φορολογικών αντικειμένων.
Από την έντυπη έκδοση
Του Γιώργου Κούρου
[email protected]
Το υπόλοιπο και οι κινήσεις λογαριασμών σε εγχώριες τράπεζες δεν αποτελούν «συμπληρωματικά στοιχεία» που δικαιολογούν επιμήκυνση της 5ετούς προθεσμίας, σε 10ετή, για παραγραφή ανέλεγκτων υποθέσεων φορολογίας εισοδήματος και λοιπών φορολογικών αντικειμένων.
Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, εφόσον στοιχεία για την ύπαρξη και το υπόλοιπο των λογαριασμών των φορολογουμένων σε τραπεζικά ιδρύματα της αλλοδαπής περιήλθαν δικαιολογημένα σε γνώση της ελληνικής φορολογικής διοίκησης μετά την πενταετία εξαιτίας της μη ύπαρξης καθεστώτος αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των κρατών, συνιστούν συμπληρωματικά στοιχεία που νόμιμα οδηγούν στην επιμήκυνση σε δεκαετία της αρχικής πενταετούς προθεσμίας παραγραφής.
Σε κάθε περίπτωση ο βασικός κανόνας που ισχύει, σύμφωνα και με πρόσφατη απόφαση (υπ’ αριθμ. Α5185/9.5.2022) του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, είναι ότι το δικαίωμα του Δημοσίου για την κοινοποίηση φύλλου ελέγχου παραγράφεται, κατ’ αρχήν, με την πάροδο πενταετίας από το τέλος του έτους, εντός του οποίου λήγει η προθεσμία για την επίδοση της δήλωσης φόρου εισοδήματος, αλλά, κατά παρέκκλιση του κανόνα αυτού, η παραγραφή καθίσταται δεκαετής, μεταξύ άλλων, στην περίπτωση στην οποία η διαπίστωση της παράβασης στηρίζεται σε στοιχεία («συμπληρωματικά») που περιήλθαν στην αρμόδια για τον καταλογισμό φορολογική αρχή μετά την πενταετία.
Ωστόσο θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, ως συμπληρωματικά στοιχεία που λαμβάνονται υπ’ όψιν για την εφαρμογή της δεκαετούς παραγραφής, νοούνται εκείνα τα οποία δικαιολογημένα δεν είχε υπ’ όψιν της η φορολογική αρχή κατά τη διάρκεια της πενταετίας. Αυτό ουσιαστικά σημαίνει ότι δεν αποτελούν συμπληρωματικά στοιχεία εκείνα τα οποία είτε είχαν περιέλθει σε γνώση της φορολογικής αρχής εντός της πενταετίας και αγνοήθηκαν, ή δεν ελήφθησαν προσηκόντως υπ’ όψιν από αυτήν, είτε η φορολογική αρχή όφειλε να έχει λάβει γνώση τους, εντός της ίδιας πενταετίας, εάν είχε επιδείξει τη δέουσα επιμέλεια, δηλαδή εάν είχε λάβει τα προβλεπόμενα στο νόμο προσήκοντα μέτρα ελέγχου και έρευνας.
Άλλωστε, μεταξύ των βασικών και τακτικών μέσων του φορολογικού ελέγχου της τήρησης της προβλεπόμενης από το νόμο υποχρέωσης δήλωσης του φορολογητέου εισοδήματος, ο οποίος πρέπει να διενεργείται, κατ’ αρχήν, εντός της προβλεπόμενης πενταετίας, είναι και η εξέταση του υπολοίπου και των κινήσεων των τραπεζικών λογαριασμών του φορολογουμένου στην ημεδαπή. Επομένως, τα στοιχεία αυτά δεν αποτελούν «συμπληρωματικά στοιχεία», ικανά να δικαιολογήσουν, στο πλαίσιο και των επιταγών της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας, την επιμήκυνση της κατ’ αρχήν οριζόμενης πενταετούς προθεσμίας παραγραφής.
Εξάλλου, όπως υπογραμμίζεται και στην εν λόγω δικαστική απόφαση, εάν θεωρηθεί ότι τα ανωτέρω στοιχεία μπορούν να αποτελούν «συμπληρωματικά στοιχεία», ο κανόνας της πενταετούς παραγραφής δεν θα είχε κατ’ ουσίαν πεδίο εφαρμογής και η εμφανιζόμενη ως παρέκκλιση δεκαετής παραγραφή θα καθίστατο ο κανόνας, δεδομένου ότι, αν όχι το σύνολο των φορολογουμένων, εν πάση περιπτώσει, η συντριπτική πλειονότητα αυτών τηρούσε και θα τηρεί τραπεζικούς λογαριασμούς, χωρίς τους οποίους, άλλωστε, δεν είναι πλέον δυνατή η πραγματοποίηση μεγάλου πλήθους συναλλαγών.
Επισημαίνεται εξάλλου ότι ένας τέτοιος κανόνας που ορίζει τόσο μακρύ χρόνο παραγραφής, δεκαετία, δηλαδή διπλάσιο του κατ’ αρχήν προβλεπόμενου και μάλιστα ανεξαρτήτως των συνθηκών τέλεσης ή και της βαρύτητας, από άποψης ποσού (της αποδιδό-
μενης φοροδιαφυγής), εμφανίζει σοβαρά μειονεκτήματα, τόσο για τους φορολογουμένους όσο και για το Δημόσιο, όσον αφορά τη
φερεγγυότητα των φορολογικών ελέγχων, τη δυνατότητα προσήκουσας άμυνας των διοικουμένων, την εισπραξιμότητα των καταλογιζόμενων ποσών, που θα έφερνε τα αντίθετα αποτελέσματα στον εντοπισμό και στην καταστολή της φοροδιαφυγής.