Απόλυτα ικανοποιημένοι θα είναι φέτος οι μέτοχοι των εισηγμένων εταιρειών, καθώς η υψηλή κερδοφορία του 2021 θα ανεβάσει και τον πήχη των διανεμόμενων κερδών με τη μορφή μερισμάτων ή και επιστροφής κεφαλαίου. Οι τελευταίες εκτιμήσεις μιλούν για συνολικά μερίσματα που θα υπερβούν τα 2,1 δισ. ευρώ.
Από την έντυπη έκδοση
Του Ανέστη Ντόκα
[email protected]
Απόλυτα ικανοποιημένοι θα είναι φέτος οι μέτοχοι των εισηγμένων εταιρειών, καθώς η υψηλή κερδοφορία του 2021 θα ανεβάσει και τον πήχη των διανεμόμενων κερδών με τη μορφή μερισμάτων ή και επιστροφής κεφαλαίου. Οι τελευταίες εκτιμήσεις μιλούν για συνολικά μερίσματα που θα υπερβούν τα 2,1 δισ. ευρώ. Πρόκειται για την καλύτερη επίδοση από το 2017, καθώς το 2018 οι εισηγμένες είχαν διανείμει μερίσματα συνολικού ύψους 1,8 δισ. ευρώ και το 2019 ύψους 1,1 δισ. ευρώ.
Σημειώνεται ότι το 2020 διανεμήθηκαν μερίσματα συνολικού ύψους 1,791 δισ. ευρώ από 58 εταιρείες (έναντι 34 το 2019). Με βάση τις προβλέψεις, η μέση μερισματική απόδοση των μη τραπεζικών εισηγμένων εταιρειών θα υπερβεί και φέτος τόσο το επιτόκιο των προθεσμιακών καταθέσεων όσο και την απόδοση των δεκαετών ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου. Η άνοδος σχεδόν 12% της μερισματικής πολιτικής των εισηγμένων το 2021 σε σύγκριση με το 2020 κρίνεται ικανοποιητική αν αναλογιστεί κανείς ότι η πανδημία επηρέασε πολλές εταιρείες.
Ωστόσο, οι αντοχές των εισηγμένων είναι μεγάλες και μπόρεσαν όχι μόνο να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα και να σώσουν την περσινή χρονιά, αλλά και να διατηρήσουν τη μερισματική πολιτική τους, επιβραβεύοντας τους μετόχους τους. Ενώ η πανδημία έπληξε καίρια τις επιδόσεις πολλών οικονομικών κλάδων, ορισμένοι εξ αυτών διακρίνονταν για τα υψηλά τους μερίσματα (π.χ., διυλιστήρια).
Στο μεταξύ το 2022 εξελίσσεται σε ένα ακόμη έτος αναταράξεων για τις εισηγμένες επιχειρήσεις μετά την καλύτερη χρονιά της τελευταίας πενταετίας που είχαν το 2021. Η 24η Φεβρουαρίου, οπότε ξεκίνησε ο πόλεμος στην Ουκρανία, ανέτρεψε το θετικό κλίμα στην αγορά που όλοι έβλεπαν όταν ξεκινούσε η χρονιά πριν από 79 συνεδριάσεις.
Το α’ τετράμηνο της χρονιάς που ολοκληρώθηκε την περασμένη εβδομάδα θα καταγραφεί ως ένα από τα πιο αδύναμα των τελευταίων ετών, αφού οι εταιρείες προσπαθούν να αντεπεξέλθουν απέναντι στην ενεργειακή κρίση που προκλήθηκε λόγω του πολέμου. Από εκεί ξεκινούν και καταλήγουν όλα. Μόνο η αποκλιμάκωση της έντασης θα αποφορτίσει τις τιμές, θα βελτιώσει τα περιθώρια κερδοφορίας και θα ανοίξει το επενδυτικό τοπίο για κινήσεις μεγαλύτερου ρίσκου.
Δυστυχώς, όμως, έχοντας εισέλθει στον 3ο μήνα του πολέμου στην Ουκρανία όλες οι οικονομικές συνθήκες παρομοιάζονται με κινούμενη άμμο. Αρνητικός καταλύτης το οικονομικό και πολιτικό κλίμα που διαμορφώνεται, καθώς ο πληθωρισμός «καλπάζει», η αγοραστική δύναμη συρρικνώνεται, ενώ η κυβέρνηση εξαντλεί τα δημοσιονομικά περιθώρια για μέτρα στήριξης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων.
Όμως αυτή δεν είναι η μοναδική, ούτε η βασική αιτία: Χρηματιστηριακοί παράγοντες και αναλυτές εκτιμούν ότι η πορεία της αγοράς τις τελευταίες μέρες και η γενικότερη εικόνα της «μυρίζουν» εκλογές ή τουλάχιστον αποτυπώνουν τις αυξανόμενες ανησυχίες για προσφυγή στις κάλπες μέσα στους προσεχείς μήνες.
Μέχρι τότε η ελληνική αγορά θα διατηρεί το μικρό προβάδισμα που έχει έναντι των άλλων αγορών, κάνοντας μια κούρσα συντήρησης επειδή οι μετοχές δεν είναι ακόμα ακριβές και επειδή οι λόγοι που τις έφεραν ως εδώ δεν έχουν εκλείψει. Κι αν στο τέλος αυτής της κρίσης η ελληνική αγορά βγει αλώβητη, θα έχει κάθε λόγο να αισιοδοξεί για μεγαλύτερες εισροές και ενδιαφέρον από το εξωτερικό.
Φαίνεται ότι έχει υπάρξει κάποιου είδους προετοιμασία για να αντιμετωπιστεί η αύξηση των κοστολογίων. Χωρίς υπερβολή οι ελληνικές επιχειρήσεις έχουν «εθιστεί» εδώ και πολλά χρόνια στο να λειτουργούν υπό το καθεστώς έκτακτων συνθηκών με μικρά διαλείμματα κανονικότητας. Και μάλιστα αυτή η λειτουργία συνοδεύεται από ρεκόρ κερδών και ιδιαίτερα υψηλά μερίσματα με αποδόσεις που κάθε άλλο αφήνουν ασυγκίνητους τους επενδυτές στο άνυδρο καταθετικό περιβάλλον.
Επίσης τα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης ακόμα δεν έχουν... πέσει στην αγορά. Αυτή είναι μια κοινή παραδοχή από εκπροσώπους και από τους τέσσερις πυλώνες δραστηριότητας που θα υποστηρίξουν οι επενδύσεις του Ταμείου. Σε συνδυασμό δε με τις τουριστικές εισροές, οι οποίες φέτος αναμένεται να ξεπεράσουν αυτές του 2019, εκτιμάται ότι θα διατηρήσουν τους ρυθμούς ανάπτυξης της οικονομίας άνω του 4%. Μια καλή τουριστική χρονιά αρκεί για να σώσει την παρτίδα σε πολλούς κλάδους δραστηριότητας, όπως έδειξε και η περσινή χρονιά, η οποία για πολλές εταιρίες ξεκίνησε πρακτικά από τον Απρίλιο.