Προς τα πού οδεύει η οικονομία το 2022; Θα ξεπεράσει τη νέα κρίση που έχουν προκαλέσει ο πόλεμος στην Ουκρανία και τα νέα lockdowns στην Κίνα; Πόσο υπαρκτός είναι ο κίνδυνος της ύφεσης ή του στασιμοπληθωρισμού; Πολλά τα ερωτήματα, λίγες οι απαντήσεις, επιφυλακτική η διεθνής οικονομική κοινότητα. Η σκληρή πραγματικότητα οδηγεί σε υποβάθμιση των οικονομικών προβλέψεων κατά μία περίπου ποσοστιαία μονάδα μέχρι στιγμής, γεγονός το οποίο αφαιρεί από το παγκόσμιο ΑΕΠ περίπου 1 τρισ. δολ.
Από την έντυπη έκδοση
Της Έφης Τριήρη
[email protected]
Προς τα πού οδεύει η οικονομία το 2022; Θα ξεπεράσει τη νέα κρίση που έχουν προκαλέσει ο πόλεμος στην Ουκρανία και τα νέα lockdowns στην Κίνα; Πόσο υπαρκτός είναι ο κίνδυνος της ύφεσης ή του στασιμοπληθωρισμού;
Πολλά τα ερωτήματα, λίγες οι απαντήσεις, επιφυλακτική η διεθνής οικονομική κοινότητα. Η σκληρή πραγματικότητα οδηγεί σε υποβάθμιση των οικονομικών προβλέψεων κατά μία περίπου ποσοστιαία μονάδα μέχρι στιγμής, γεγονός το οποίο αφαιρεί από το παγκόσμιο ΑΕΠ περίπου 1 τρισ. δολ. Τίποτε δεν προμήνυε την «τέλεια καταιγίδα» που επρόκειτο να ξεσπάσει λίγο μετά την έναρξη του 2022, με την παγκόσμια οικονομία να συνεχίζει σε τροχιά ανάκαμψης, αν και οι προβλέψεις έκαναν λόγο για χαμηλότερο ρυθμό σε σχέση με πέρυσι εξαιτίας των υψηλότερων τιμών εμπορευμάτων.
Ο πληθωρισμός είχε ήδη κάνει αισθητή την παρουσία του ως αποτέλεσμα της εκρηκτικής ζήτησης που πυροδότησε η επιστροφή στην ομαλότητα μετά τα αλλεπάλληλα περιοριστικά μέτρα, σε συνδυασμό με τα συνεχιζόμενα προβλήματα στην παγκόσμια αλυσίδα τροφοδοσίας. Οι κεντρικοί τραπεζίτες είχαν ως βασικό μότο ότι οι αυξήσεις των τιμών θα ήταν προσωρινές. Υπάρχει όμως πάντα ο απρόβλεπτος παράγοντας. Στις 24 Φεβρουαρίου άρχισε η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έπειτα από ένα σκοτεινό παρασκήνιο που αργά αλλά σταθερά φαινόταν ότι θα οδηγούσε σε στρατιωτική σύρραξη, αλλάζοντας τους «όρους του παιχνιδιού» στην παγκόσμια οικονομία, για να έρθει τώρα να προστεθεί ακόμη ένας κίνδυνος, για τον οποίοι ελάχιστοι μιλούν, τα ακραία lockdowns της Κίνας με τη νέα έξαρση του κορονοϊού.
«Ο πόλεμος ήρθε σε μια περίοδο που η Ευρώπη και οι ΗΠΑ απολάμβαναν μια εξαιρετική ανάκαμψη», είχε δηλώσει ο Γιάκομπ Κίρκεγκαρντ, μέλος του think tank German Marshall Fund στις Βρυξέλλες. Ενώ οι προβλέψεις για την παγκόσμια οικονομία κυμαίνονταν πάνω από το 4% στις αρχές του έτους, τώρα έχουν αναθεωρηθεί σημαντικά επί τα χείρω, με τους διεθνείς οργανισμούς να κάνουν λόγο για φέτος για έναν ρυθμό ανάπτυξης έως 3,6% το ανώτερο, λόγω των άμεσων επιπτώσεων
του πολέμου στην Ουκρανία, με κίνδυνο να υποβαθμιστούν ακόμη περισσότερο.
Το ΔΝΤ προειδοποίησε για «σεισμικές δονήσεις» που θα γίνουν αισθητές σε ολόκληρο τον κόσμο, η Παγκόσμια Τράπεζα έκανε λόγο για καταστροφικές συνέπειες, ενώ ο Τόμας Πέρελιν Κάρλιν, διευθυντής του κέντρου ενέργειας στο Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Jacques Delors, μίλησε για ηλεκτροσόκ, σε έναν συνδυασμό που δεν τον έχουμε δει ποτέ και αφορά μόνο την ενέργεια.
Οι μειωμένες προμήθειες πετρελαίου, φ. αερίου και μετάλλων που παράγονται στη Ρωσία, καθώς και σίτου και καλαμποκιού -που
παράγουν τόσο η Ρωσία όσο και η Ουκρανία- έχουν οδηγήσει σε επικίνδυνη αύξηση των τιμών σε ολόκληρο τον κόσμο, πλήττοντας κυρίως τα νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος. Η παγκόσμια οικονομία αναπτύχθηκε με ρυθμό 3,2% το 2018, για να επιβραδυνθεί στο 2,5% το 2019 και να βουλιάξει το 2020, το έτος που «στιγματίστηκε» από την κρίση του κορονοϊού, η οποία οδήγησε σε συρρίκνωση 3,4%, για να ακολουθήσει εν συνεχεία η απογείωση του παγκόσμιου ΑΕΠ το 2021 - ένα έτος εντυπωσιακής ανάπτυξης με ρυθμό 5,7%, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ). Για φέτος ο ΠΟΕ κατέβασε τον πήχη στο 2,8%, για να τον βελτιώσει στο 3,2% το 2023. Το ΔΝΤ υποβάθμισε για δεύτερη φορά φέτος τις προβλέψεις του, εκτιμώντας πλέον ότι η παγκόσμια οικονομία θα αναπτυχθεί με ρυθμό 3,6% το 2022 και το 2023, περικόπτοντας κατά 0,8% και 0,2% αντίστοιχα τις προβλέψεις του Ιανουαρίου. Παράλληλα, σημειώνει ότι μεσοπρόθεσμα η παγκόσμια ανάπτυξη αναμένεται να υποχωρήσει περίπου στο 3,3%, σε σύγκριση με 4,1% κατά μέσο όρο την περίοδο από το 2004 έως το 2013, και την ανάπτυξη κατά 6,1% το 2021. Η Παγκόσμια Τράπεζα υποβάθμισε την πρόβλεψή της για την ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας φέτος στο 3,2% έναντι 4,1%.
Η αρχική εκτίμηση του ΟΟΣΑ είναι ότι παγκοσμίως η συρρίκνωση του ΑΕΠ σε βάθος ενός χρόνου θα ξεπεράσει το 1%. Στις ΗΠΑ θα είναι λίγο πάνω από 0,8%, ενώ στην Ευρωζώνη, που θα πληγεί περισσότερο, στο 1,4%. Ο ΟΗΕ αναμένει τώρα ανάπτυξη 2,6% για την παγκόσμια οικονομία από 3,6% που είχε προβλέψει αρχικά, πολύ χαμηλότερα από το 5,5% του 2021.
Αναφορικά με την ελληνική οικονομία, αναμένεται να τρέξει με ρυθμό 3,5% το 2022, σύμφωνα με τις τελευταίες αναθεωρημένες εκτιμήσεις του ΔΝΤ, έναντι 4,6% που έκανε λόγο το Ταμείο στην έκθεση του Ιανουαρίου. Για το 2023 οι αναλυτές εκτιμούν ότι θα κατεβάσει ακόμη περισσότερο ταχύτητα, στο 2,6%. Αναφορικά με τον πληθωρισμό οι οικονομολόγοι του Ταμείου εκτιμούν ότι θα ολοκληρώσει το 2022 με ποσοστό κατά μ.ό στο 4,5%, πριν ανακόψει ταχύτητα στο 1,3% του χρόνου.
Η Οxfords Εconomics εξετάζει ένα σενάριο όπου ο πόλεμος στην Ουκρανία θα συνεχιστεί και το 2023, προβλέποντας περαιτέρω κυρώσεις από τη Δύση αλλά και αντίποινα από τη Ρωσία, η οποία θα απαντήσει κλείνοντας τις στρόφιγγες του φυσικού αερίου προς την Ευρώπη για έξι μήνες. Συνεπώς, εκτιμά ότι οι επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία θα είναι σοβαρές, με την Ευρώπη να δέχεται το βαρύτερο πλήγμα. Το αποτέλεσμα θα είναι μια πρωτοφανής εκτίναξη των τιμών του φυσικού αερίου στην Ευρώπη έως τα 60 δολάρια ανά εκατομμύριο BTU, δηλαδή σε επίπεδα περίπου διπλάσια των σημερινών, με τις τιμές πετρελαίου να παραμένουν πάνω από τα 100 δολάρια το βαρέλι για το υπόλοιπο του τρέχοντος έτους.
Η Γερμανία καλύπτει σήμερα το 53,7% των αναγκών φυσικού αερίου της από τη Ρωσία με αρκετές χώρες με πολύ μεγαλύτερη
ενεργειακή εξάρτηση: Βουλγαρία 99,5%, Εσθονία 100%, Φινλανδία 100%, Σλοβακία 86,1%, Πολωνία 81,3%, Αυστρία 80,2%, Ουγγαρία 78%, Σλοβενία 79%, Λιθουανία 68,9%, Τσεχία 53%. Υπό αυτές τις συνθήκες, διάφορα γερμανικά ινστιτούτα έχουν αναθεωρήσει επί τα χείρω τις προβλέψεις τους για τη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης για φέτος στο 2,7%, από 4,8% πριν από τον πόλεμο.
Η κρίση του Covid-19 μπορεί να αποβεί ακόμη πιο σοβαρή απειλή για την παγκόσμια οικονομία αυτή τη στιγμή. Δεν υπάρχει καμία απολύτως ένδειξη ότι τα αυστηρά περιοριστικά μέτρα που έχει επιβάλει το Πεκίνο στο πλαίσιο της πολιτικής «μηδενικών κρουσμάτων» θα αποσυρθούν σε σύντομο χρονικό διάστημα. Οι συνέπειες μέχρι στιγμής είναι διπλές: Πρώτον, η παραγωγή και η διανομή αγαθών έχουν διακοπεί, περιορίζοντας την επάρκεια της παγκόσμιας εφοδιαστικής αλυσίδας σε μια εξέλιξη που θα επιτείνει την αύξηση του παγκόσμιου πληθωρισμού και θα μειώσει την παγκόσμια παραγωγή. Δεύτερον, τα lockdowns μειώνουν την εσωτερική ζήτηση στην Κίνα, οδηγώντας σε αξιοσημείωτη επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης. Το μεγάλο ερώτημα είναι πόσο θα διαρκέσει αυτή η κατάσταση στην Κίνα γιατί από αυτήν θα εξαρτηθούν οι μετέπειτα εξελίξεις. Οι μέχρι στιγμής ανακοινώσεις από το Πεκίνο δίδουν ελάχιστα περιθώρια για αισιοδοξία. Η Κίνα αντιπροσωπεύει περίπου το 12% του παγκόσμιου εμπορίου και οι περιορισμοί έχουν διακόψει την παραγωγική διαδικασία, προκαλώντας καθυστερήσεις στις οδικές και θαλάσσιες μεταφορές για τη διανομή εμπορευμάτων, που με τη σειρά του σημαίνει ελλείψεις και περαιτέρω αύξηση του κόστους πρώτων υλών. Σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, όλο αυτό το σκηνικό θα πλήξει και πάλι το παγκόσμιο εμπόριο αξίας 22 τρισ. δολ., το οποίο βούλιαξε το 2020 κατά 5% για να ανακάμψει πέρυσι περίπου κατά 10%. Οι αναλυτές δεν πιστεύουν πλέον ότι η Κίνα μπορεί να πιάσει τον στόχο της για ανάπτυξη 5,5% φέτος, ο οποίος είναι έτσι κι αλλιώς ο λιγότερο φιλόδοξος των τελευταίων 30 ετών.
Η Παγκόσμια Τράπεζα αναθεώρησε τις εκτιμήσεις της για την κινεζική ανάπτυξη στο 5%, αλλά σημείωσε ότι εάν τα περιοριστικά μέτρα συνεχιστούν η ανάπτυξη θα μπορούσε να πέσει στο 4%.
Τον κώδωνα του κινδύνου για τα αυστηρά lockdowns στην Κίνα έκρουσε για πρώτη φορά την προηγούμενη εβδομάδα και το ΔΝΤ. Η γενική διευθύντρια Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα επεσήμανε ότι οι ενέργειες της Κίνας για την αντιμετώπιση της οικονομικής της επιβράδυνσης είναι ζωτικής σημασίας για την παγκόσμια ανάκαμψη.
Πόσο πιθανός όμως είναι ο κίνδυνος ύφεσης ή στασιμοπληθωρισμού μέσα σε αυτό το εκρηκτικό περιβάλλον; Η Deutsche Bank βλέπει την αμερικανική οικονομία να βυθίζεται σε ήπια ύφεση στα τέλη του 2023 ως απόρροια της επιθετικής σύσφιγξης της νομισματικής πολιτικής με ριπές και στις υπόλοιπες οικονομίες. Εξηγεί ότι εάν ο πληθωρισμός παραμείνει επίμονα υψηλός, η Fed θα αυξήσει τα επιτόκια στο 4,5%-5%, με την ΕΚΤ να ακολουθεί με αύξηση του κόστους δανεισμού κατά 250-300 μονάδες βάσης από τον Σεπτέμβριο έως τον Δεκέμβριο του 2023, φέρνοντας τα επιτόκια στο 2%-2,5%. Η Goldman Sachs δίδει πιθανότητα ύφεσης 35% για φέτος στις ΗΠΑ, ενώ η Fannie Mae προβλέπει πιθανή ύφεση στη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη το επόμενο έτος.
Η σημερινή κατάσταση φέρνει στο προσκήνιο τον τρόμο του στασιμοπληθωρισμού της δεκαετίας των αρχών του 1970, όταν η αύξηση των τιμών πετρελαίου, η άνοδος της ανεργίας και η χαλαρή νομισματική πολιτική ώθησαν τον δείκτη τιμών καταναλωτή στο 13,5% στις ΗΠΑ, αναγκάζοντας τη Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ να αυξήσει τα επιτόκια στο 20% το 1980.
Οι περισσότεροι αναλυτές θεωρούν πολύ υψηλό τον κίνδυνο στασιμοπληθωρισμού τους επόμενους 12 μήνες.
Αναλυτές της Goldman Sachs εκτιμούν πως μια παρατεταμένη άνοδος 20 δολαρίων στις τιμές του «μαύρου χρυσού» θα αφαιρέσει από την αύξηση του ΑΕΠ της Ευρωζώνης 0,6 της ποσοστιαίας μονάδας το τρέχον έτος. Εάν το φυσικό αέριο, που προέρχεται από τη Ρωσία, σταματήσει να ρέει, τότε η ανάπτυξη της Ευρωζώνης θα υποχωρούσε κατά 2,2% επιπλέον την ώρα που ο πληθωρισμός θα παρέμενε σε πολύ υψηλά επίπεδα.