Οι Ευρωπαίοι ψάχνουν τρόπους να περιορίσουν την ενεργειακή εξάρτηση από τη Ρωσία, αλλά συνειδητοποιούν ότι είναι εξαρτημένοι και από την Κίνα σε άλλον κρίσιμο τομέα: την προμήθεια πρώτων υλών, γράφει η Deutsche Welle σε δημοσίευμά της.
Οι Ευρωπαίοι ψάχνουν τρόπους να περιορίσουν την ενεργειακή εξάρτηση από τη Ρωσία, αλλά συνειδητοποιούν ότι είναι εξαρτημένοι και από την Κίνα σε άλλον κρίσιμο τομέα: την προμήθεια πρώτων υλών, γράφει η Deutsche Welle σε δημοσίευμά της.
Ανεμογεννήτριες, ηλεκτρικά αυτοκίνητα, ηλιακά πάνελ, ημιαγωγοί είναι μερικά μόνο από τα προϊόντα υψηλής τεχνολογίας, που θεωρούνται απαραίτητα σε κάθε σύγχρονη οικονομία. Μερικά από αυτά βοηθούν τους Ευρωπαίους να ξεπεράσουν την ενεργειακή εξάρτηση των τελευταίων ετών από τη Ρωσία. Μόνο που για την παραγωγή των προϊόντων αυτών, οι ευρωπαϊκές χώρες έχουν περιέλθει σε μία άλλου είδους εξάρτηση, αυτή τη φορά από την Κίνα, αναφέρεται στο δημοσίευμα. Από εκεί προέρχονται κυρίως τα βιομηχανικά μέταλλα και οι αποκαλούμενες «σπάνιες γαίες», χημικά στοιχεία απολύτως απαραίτητα για τις τεχνολογίες αιχμής.
Όπως αναφέρει ο Σιργιαμέντ Αλ Μπαραζί, συνεργάτης του Γερμανικού Ινστιτούτου Πρώτων Υλών με έδρα το Βερολίνο, «για πολλές από αυτές τις πρώτες ύλες υπάρχουν συγκεκριμένες εξαρτήσεις και διαφαίνεται μία δεσπόζουσα θέση της Κίνας, τόσο στην εξόρυξη, όσο- και κυρίως- στην επεξεργασία αυτών των πρώτων υλών». Για τα βιομηχανικά μέταλλα που απαιτούνται στην παραγωγή προϊόντων υψηλής τεχνολογίας η Ε.Ε. εξαρτάται από τις εισαγωγές, σε ποσοστό από 75 έως και 100%. Από τα 30 χημικά στοιχεία που θεωρούνται απολύτως απαραίτητα (σπάνιες γαίες, μαγνήσιο, βισμούθιο και άλλα) τα 19 εισάγονται κυρίως από την Κίνα.
Η εξάρτηση από τις κινεζικές εξαγωγές θα αυξηθεί στα επόμενα χρόνια. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Ε.Ε. η ζήτηση για κοβάλτιο θα πενταπλασιαστεί μέχρι το 2030, ενώ η αναπτυξη της ηλεκτροκίνησης θα αυξήσει κατά... 60 φορές τη ζήτηση για λίθιο, στοιχείο που χρησιμοποιείται στις μπαταρίες των ηλεκτρικών οχημάτων. Εδώ και δεκαετίες είναι έκδηλη η ανησυχία, μήπως η Κίνα αρχίσει να χρησιμοποιεί την κυρίαρχη θέση της στις εξαγωγές πρώτων υλών ως μοχλό πολιτικής πίεσης. Όμως, ένα περιστατικό που χρονολογείται από το 2010 ανανέωσε την εμπιστοσύνη των Ευρωπαίων. Την εποχή εκείνη το Πεκίνο είχε περιορίσει τις εξαγωγές σπάνιων γαιών και οι Ευρωπαίοι προσέφυγαν στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ). Όπως τονίζει ο Ράιμουντ Μπλάισβιτς, διευθυντής του επιστημονικού Ινστιτούτου Λάιμπνιτς στο πανεπιστήμιο της Βρέμης, «η Κίνα συμμορφώθηκε με την απόφαση του διαιτητικού δικαστηρίου στα πλαίσια του ΠΟΕ και αυτό ενίσχυσε την εμπιστοσύνη των Γερμανών, αλλά και όλων των Ευρωπαίων απέναντι στο Πεκίνο».
Φαίνεται ότι το ζήτημα δεν έχει κλείσει οριστικά. Σύμφωνα με την γερμανική οικονομική επιθεώρηση Handelsblatt το κινεζικό υπουργείο Βιομηχανίας εξετάζει σενάρια για μείωση των εξαγωγών σπάνιων γαιών προς τις ΗΠΑ, ενώ και το τελευταίο «πενταετές πλάνο» του κεντρικού οικονομικού σχεδιασμού στο Πεκίνο προβλέπει να διατεθούν μεγαλύτερες ποσότητες σπάνιων γαιών για να καλυφθεί η αυξανόμενη ζήτηση στο εσωτερικό της χώρας. Ο στόχος θεωρείται ακόμη πιο επιτακτικός, από τη στιγμή που η Κίνα θέλει να καταστεί «κλιματικά ουδέτερη» ως το 2060, κατά συνέπεια θα χρειάζεται όλο και περισσότερες σπάνιες γαίες για να εκσυγχρονίσει τη βιομηχανική της παραγωγή.
Οι Γερμανοί έχουν αντιληφθεί το πρόβλημα εδώ και πολλά χρόνια και αναζητούν εναλλακτικές λύσεις. Για παράδειγμα έχουν αρχίσει εισαγωγές σπάνιων γαιών από τη Βραζιλία, ώστε να υπάρχει μία εναλλακτική αγορά στην Κίνα. Αλλά όπως επισημαίνει ο Ράιμουντ Μπλάισβιτς, η βιομηχανία και η πολιτική δεν δίνουν την απαραίτητη προσοχή στο ζήτημα αυτό, παρά μόνο σε πολύ συγκεκριμένες χρονικές συγκυρίες. «Όταν αυξάνονται οι τιμές, όπως γίνεται σήμερα, το θέμα επανέρχεται και είναι της μόδας θα λέγαμε» αναφέρει ο Γερμανός ειδικός. «Αλλά μόλις πέφτουν οι τιμές το θέμα ξεχνιέται και πάλι και τελικά τίποτα δεν γίνεται...» προσθέτει.
Κι έτσι η Κίνα παραμένει και σήμερα ο μεγαλύτερος παραγωγός και εξαγωγέας βιομηχανικών μετάλλων και σπάνιων γαιών που θεωρούνται απολύτως απαραίτητα στην ευρωπαϊκή βιομηχανία. Αυτή η κατάσταση εγκυμονεί κινδύνους, ακόμη και αν η Κίνα δεν έχει καμία πρόθεση να βλάψει τους Ευρωπαίους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, επισημαίνουν οι ειδικοί, ήταν οι αναγκαστικοί περιορισμοί στην παραγωγή μαγνησίου για λόγους προστασίας του περιβάλλοντος στα τέλη του 2021, με αποτέλεσμα να τριπλασιαστεί η τιμή του στις διεθνείς αγορές.
Προκύπτει επίσης το ερώτημα, γιατί δεν αξιοποιούν οι Ευρωπαίοι τα δικά τους αποθέματα πρώτων υλών, τα οποία μπορεί να μην επαρκούν για να καλύψουν όλες τις ανάγκες, αλλά πάντως υπάρχουν. Μία πρώτη απάντηση είναι ότι οι Ευρωπαίοι δεν θέλουν τη «βρώμικη δουλειά» της εξόρυξης στην πόρτα τους. Επιπλέον, επισημαίνει ο Σιγιαμέντ Αλ Μπαραζί από το γερμανικό Ινστιτούτο Πρώτων Υλών, «στην Ευρώπη πολλές φορές δεν υπάρχουν τα απαραίτητα επενδυτικά κεφάλαια για να χρηματοδοτήσουν την εξόρυξη», όταν μάλιστα η Κίνα στηρίζει τα δικά της ορυχεία με κρατικούς πόρους.