Ραγδαία επιδείνωση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης και ανατροπή των μέχρι πρότινος θετικών εκτιμήσεων για την εξέλιξη της βιομηχανικής παραγωγής έχει επιφέρει το «εκρηκτικό μίγμα» των ενεργειακών ανατιμήσεων και του πολέμου στην Ουκρανία, όπως προκύπτει από το Βαρόμετρο του ΕΒΕΘ. Το 65% των νοικοκυριών της Θεσσαλονίκης δυσκολεύεται να πληρώσει τους λογαριασμούς ρεύματος. Πάνω από 8 στις 10 επιχειρήσεις αντιμέτωπες με αυξημένους λογαριασμούς.
Ραγδαία επιδείνωση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης και ανατροπή των μέχρι πρότινος θετικών εκτιμήσεων για την εξέλιξη της βιομηχανικής παραγωγής έχει επιφέρει το «εκρηκτικό μίγμα» των ενεργειακών ανατιμήσεων και του πολέμου στην Ουκρανία, όπως προκύπτει από το Βαρόμετρο του ΕΒΕΘ (Έρευνα Οικονομικής Συγκυρίας του Νομού Θεσσαλονίκης).
Σύμφωνα με το Βαρόμετρο του φετινού Μαρτίου, που πραγματοποήθηκε σε συνεργασία με την εταιρεία δημοσκοπήσεων Palmos Analysis, πανω από έξι στα δέκα νοικοκυριά στον νομό Θεσσαλονίκης δυσκολεύονται να αποπληρώσουν τους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος ενώ το 25% αδυνατεί να τους πληρώσει. Αντίστοιχη είναι η εικόνα και σε σχέση με τους λογαριασμούς θέρμανσης, καθώς το 25% δηλώνει ότι οι λογαριασμοί είναι δυσβάσταχτοι και δεν είναι σε θέση να τους εξοφλήσουν, ενώ το 61% τους θεωρούν υψηλούς και δυσκολεύονται να τους αποπληρώσουν. Παράλληλα, μόλις το 9% και 13% των νοικοκυριών δηλώνουν ότι οι λογαριασμοί είναι φυσιολογικοί ή χαμηλοί και δεν δυσκολεύονται στην αποπληρωμή τους, αντίστοιχα.
Παράλληλα, μόνιμες θεωρούν τις αυξήσεις τιμών σε προϊόντα και ενέργεια 4 στους 10 καταναλωτές στον νομό Θεσσαλονίκης (41%), ενώ αντίστοιχο είναι το ποσοστό όσων θεωρούν ότι οι τιμές θα επανέλθουν στα προ των αυξήσεων επίπεδα από το 2023 και μετά. Μόλις το 8% διαβλέπουν επαναφορά των τιμών σε επίπεδα προ των αυξήσεων κάποια στιγμή μέσα στο 2022.
Προκειμένου να αντιμετωπίσουν το κύμα ακρίβειας σε προϊόντα και ενέργεια, οι καταναλωτές στο Νομό Θεσσαλονίκης έχουν λάβει μια σειρά από μέτρα, όπως περιορισμό δαπανών ένδυσης – υπόδησης (66%), περιορισμό άλλων δαπανών όπως η ψυχαγωγία και τα ταξίδια (63%), περιορισμό των αγορών βασικών καταναλωτικών αγαθών όπως π.χ. τα τρόφιμα (45%), περιορισμό της χρήσης Ι.Χ. οχημάτων (38%), αναβολή σημαντικών αγορών όπως κατοικία ή αυτοκίνητο (29%), μείωση αποθεματικών/καταθέσεων (22%), ενώ το 10% αναγκάστηκε να καταφύγει σε δανεισμό. Μόλις 1 στα 5 νοικοκυριά (18%) δηλώνει ότι δεν έχει λάβει κάποιο μέτρο για την αντιμετώπιση της ακρίβειας σε προϊόντα και ενέργεια.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία ανησυχεί βαθιά τους πολίτες της Θεσσαλονίκης, καθώς περίπου 3 στους 4 (77%) δηλώνουν ότι ανησυχούν «Πολύ» (51%) ή «Αρκετά» (26%), έναντι μόλις 10% που δηλώνουν ότι ανησυχούν «Λίγο» (4%) ή «Καθόλου» (6%). Παράλληλα, 8 στους 10 καταναλωτές (81%) θεωρούν ότι η τρέχουσα γεωπολιτική κρίση στην Ουκρανία έχει επηρεάσει το επίπεδο των τιμών καταναλωτικών προϊόντων και υπηρεσιών «Πολύ» (59%) ή «Αρκετά» (22%).
Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, οι καταναλωτές στον νομό Θεσσαλονίκης εξακολουθούν να διακατέχονται από έντονη απαισιοδοξία, καθώς ο συνδυασμός της συνεχιζόμενης πανδημίας του κορωνοϊού, του κύματος ακρίβειας σε προϊόντα και ενέργεια αλλά και της αβεβαιότητας που προκαλεί ο πόλεμος στην Ουκρανία, δημιουργεί ένα εκρηκτικό μίγμα ανασφάλειας. Έτσι, ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης στο Νομό Θεσσαλονίκης διαμορφώνεται στις -48 μονάδες – με ραγδαία επιδείνωση 22 μονάδων σε σχέση με τον περασμένο «Σεπτέμβριο 2021».
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης πέφτει κάτω ακόμα και από το επίπεδο που καταγράφηκε τον Μάρτιο του 2020 με την έναρξη της πανδημίας στη χώρα μας και τις συνθήκες καραντίνας και αναστολής σημαντικού μέρους της οικονομικής δραστηριότητας που ακολούθησε (-45 έναντι -48 σήμερα) και βέβαια πολύ μακριά από το -2 τον Σεπτέμβριο 2019 – το καλύτερο σημείο του δείκτη καταναλωτικής εμπιστοσύνης από την έναρξη των μετρήσεων του Βαρόμετρου ΕΒΕΘ τον Μάρτιο του 2009.
Η ακρίβεια σε προϊόντα και ενέργεια και η επίπτωσή της στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, είναι εντυπωσιακή: το 31% των ερωτηθέντων δηλώνουν ότι επιβιώνουν εις βάρος των αποταμιεύσεών τους ή δανειζόμενοι (έναντι 18% τον Σεπτέμβριο του 2021), ενώ το ποσοστό των νοικοκυριών που δηλώνουν ότι έχουν σήμερα τη δυνατότητα να αποταμιεύσουν πολύ ή λίγο μειώθηκε στο 18% έναντι 27% το προηγούμενο εξάμηνο. Παράλληλα, οι καταναλωτές αναμένουν ακόμα μεγαλύτερη αύξηση τιμών το επόμενο διάστημα.
Συνολικά, καταγράφεται μια ραγδαία επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης των νοικοκυριών και του κλίματος μεταξύ των καταναλωτών, ενώ διακόπτεται η πορεία – αργής αλλά σταθερής – ανάκαμψης των προσδοκιών που παρατηρούνταν μετά τον Μάρτιο του 2020 και μέχρι το προηγούμενο εξάμηνο. Τα σημάδια της επιδείνωσης αυτής αποτυπώνονται και στην πρόθεση – προφανώς λόγω αδυναμίας – πραγματοποίησης σημαντικών αγορών το επόμενο διάστημα και αποταμίευσης.
Ειδικότερα, οι καταναλωτές του νομού Θεσσαλονίκης αναφέρουν:
Από την πλευρά τους οι επιχειρήσεις σε ποσοστό 82% δηλώνουν ότι έχει αυξηθεί το συνολικό ενεργειακό κόστος λειτουργίας τους. Μεταξύ αυτών η μέση αύξηση που αναφέρεται είναι 75%, ενώ το 13% των επιχειρήσεων αναφέρουν αύξηση άνω του 100% και το 40% αναφέρουν αυξήσεις άνω του 50%.
Τρεις στις 4 επιχειρήσεις (74%) θεωρούν ότι το πιο αποτελεσματικό μέτρο για την αντιμετώπιση του αυξημένου κόστους ενέργειας και καυσίμων θα ήταν η μείωση του ΦΠΑ και των ειδικών φόρων κατανάλωσης, ενώ το 36% επιλέγει τον καθορισμό πλαφόν στις τελικές τιμές ενέργειας/καυσίμων και το 32% την υψηλότερη επιδότηση των επιχειρήσεων για την αγορά ενέργειας ή/και καυσίμων. Σημειώνεται, ότι το 61% των επιχειρήσεων δηλώνουν ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να αντιμετωπίσει μόνη της σε Εθνικό επίπεδο το αυξημένο κόστος ενέργειας, έναντι 16% που θεωρούν ότι αυτό είναι εφικτό.
Ακόμη, πάνω από 4 στις 10 επιχειρήσεις στον νομό Θεσσαλονίκης διαπιστώνουν προβλήματα ελλείψεων πρώτων υλών ή προϊόντων στην αγορά, είτε σε μικρό βαθμό (24%) είτε σε μεγάλο βαθμό (19%).
Τρεις στις 4 επιχειρήσεις (74%) διαπιστώνουν αύξηση των τιμών πρώτων υλών και προϊόντων γενικά και μόλις το 13% δεν αναφέρουν κάποια αύξηση κόστους. Μεταξύ όσων έχουν διαπιστώσει αυξήσεις, το μέσο ποσοστό αύξησης διαμορφώνεται – κατά δήλωση τους – στο 52%, ενώ το 29% διαπιστώνουν αυξήσεις άνω του 50% και 5% άνω του 100%.
Συνολικά, το 65% των επιχειρήσεων αναφέρουν ότι ενσωμάτωσαν ή ενσωματώνουν τις αυξήσεις στο κόστος πρώτων υλών και ενέργειας στο τελικό κόστος πώλησης των προϊόντων ή υπηρεσιών τους, είτε σε μικρό βαθμό (29%), είτε σε μεγάλο βαθμό (17%), είτε εξ ολοκλήρου (19%). Μόλις το 26% των επιχειρήσεων δεν ενσωμάτωσαν και δεν ενσωματώνουν τις αυξήσεις αυτές στο τελικό κόστος πώλησης των προϊόντων και υπηρεσιών τους.
Πάνω από το 50% των επιχειρήσεων (55%) δηλώνουν ότι ο πόλεμος Ρωσίας – Ουκρανίας τους έχει επηρεάσει αυξάνοντας το κόστος πρώτων υλών/προϊόντων και ενέργειας και το 42% δηλώνουν ότι έχει μειωθεί η ζήτηση για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους. Παράλληλα, το 22% διαπιστώνουν ελλείψεις πρώτων υλών/προϊόντων στην αγορά και το 8% δηλώνουν ότι έχουν επηρεαστεί οι εξαγωγές της επιχείρησης. Στον αντίποδα, το 22% των επιχειρήσεων αναφέρουν ότι δεν έχει επηρεαστεί η επιχείρηση από τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Περίπου 1 στις 3 επιχειρήσεις στο Νομό Θεσσαλονίκης αναφέρουν ότι η πανδημία COVID-19 εξακολουθεί σήμερα να τις επηρεάζει αρνητικά «Πολύ» (9%) ή «Αρκετά» (23%). Βέβαια, για την πλειοψηφία των επιχειρήσεων (68%), η πανδημία έχει πλέον μικρή (35%) ή καμία αρνητική συνέπεια στη λειτουργία τους (33%). Μάλιστα, το 33% των επιχειρήσεων αναφέρουν ότι έχουν ήδη επανέλθει σε κανονικά επίπεδα λειτουργίας (προ της πανδημίας COVID-19), το 24% αναμένουν την επαναφορά σε κανονικά επίπεδα λειτουργίας κάποια στιγμή μέχρι το τέλος του 2022, ενώ το 14% αναφέρει κάποια στιγμή μέσα στο 2023 και το 8% από το 2024 και μετά. Μόλις το 4% των επιχειρήσεων του Νομού Θεσσαλονίκης αναφέρει πλέον ότι η επιχείρηση δεν θα επανέλθει ποτέ ξανά στα προ της πανδημίας COVID-19 επίπεδα.
Παράλληλα, σύμφωνα με το ΕΒΕΘ, ο “Δείκτης Επιχειρηματικών Προσδοκιών για τη Βιομηχανία” στον νομό Θεσσαλονίκης περνάει ξανά σε αρνητικό έδαφος για πρώτη φορά μετά την θετική επίδοση του Σεπτεμβρίου 2021 και ανακόπτοντας την αλματώδη βελτίωση που παρατηρούνταν κάθε εξάμηνο μετά τον Μάρτιο του 2021. Έτσι, το ισοζύγιο θετικών – αρνητικών εκτιμήσεων του “Δείκτη Επιχειρηματικών Προσδοκιών της Βιομηχανίας” βρίσκεται πλέον στις -11 μονάδες στο Νομό Θεσσαλονίκης. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο συγκεκριμένος δείκτης βρέθηκε στο χειρότερο επίπεδο τον Μάρτιο του 2020 από την καθιέρωση των μετρήσεων του Βαρόμετρου ΕΒΕΘ τον Μάρτιο του 2009, ενώ βρέθηκε τον Σεπτέμβριο του 2021 στο καλύτερο επίπεδο από την καθιέρωση των μετρήσεων του “Βαρόμετρου ΕΒΕΘ”, ακολουθώντας αντίστοιχη πορεία των δεικτών τόσο σε Εθνικό, όσο και σε Ευρωπαϊκό επίπεδο.
Ανατρέπονται εντυπωσιακά κατά το τελευταίο εξάμηνο οι θετικές εκτιμήσεις για την εξέλιξη της παραγωγής που είχαν παρατηρηθεί τον Σεπτέμβριο του 2021 (-19 από +9), ενώ οι εκτιμήσεις για την εξέλιξη της παραγωγής στο άμεσο μέλλον αναφορικά με το Νομό Θεσσαλονίκης, περνούν σε οριακά αρνητικό έδαφος (-2 από +29 τον Σεπτέμβριο του 2021).
Προβλέπεται σημαντική άνοδος των τιμών για το επόμενο χρονικό διάστημα (ακολουθώντας τις τάσεις σε Εθνικό και Ευρωπαϊκό επίπεδο), ενώ οι εκτιμήσεις για την εξέλιξη της απασχόλησης το επόμενο διάστημα είναι ουδέτερες.
Σε θετικό επίπεδο αλλά με σημαντική κάμψη σε σχέση με τον Σεπτέμβριο του 2021, βρίσκεται ο Δείκτης Επιχειρηματικών Προσδοκιών στον κλάδο των Υπηρεσιών. Αναλυτικά, ο σχετικός «Δείκτης Επιχειρηματικών Προσδοκιών» για τον τομέα των Υπηρεσιών καταγράφεται ξανά σε θετικό έδαφος – μετά τον Σεπτέμβριο του 2021 – στο +5 από +23, το υψηλότερο σημείο από την καθιέρωση των μετρήσεων του «Βαρόμετρου ΕΒΕΘ» τον Μάρτιο του 2009) αλλά με σαφή κάμψη.
Ειδικότερα, οι επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών του νομού Θεσσαλονίκης αναφέρουν:
Σημαντική επιδείνωση του κλίματος καταγράφεται στις επιχειρήσεις Λιανικού Εμπορίου στο Νομό Θεσσαλονίκης σε σχέση με τον Σεπτέμβριο του 2021, με τον «Δείκτη Επιχειρηματικών Προσδοκιών για το Λιανικό Εμπόριο» να περνάει και πάλι σε αρνητικό έδαφος μετά από το υψηλότερό του σημείο από την έναρξη των μετρήσεων του “Βαρόμετρου ΕΒΕΘ”, στο οποίο βρέθηκε τον Σεπτέμβριο του 2021.
Έτσι, το ισοζύγιο θετικών – αρνητικών εκτιμήσεων του «Δείκτη Επιχειρηματικών Προσδοκιών Λιανικού Εμπορίου» βρίσκεται στο -10 (από +11 τον Σεπτέμβριο του 2021).
naftemporiki.gr