Ήπιες κρίνονται οι πρώτες επιδράσεις της πανδημίας στη νέα επιχειρηματικότητα, καθώς, όπως προκύπτει από τη σχετική έρευνα του ΙΟΒΕ για τα έτη 2020-2021, η νόσος Covid-19 δεν μετέβαλε την τάση που καταγράφεται τα τελευταία χρόνια. Το ποσοστό της καθιερωμένης επιχειρηματικότητας ανήλθε στο 14,6% το 2020, όσο περίπου και το 2019, σε σημαντικά υψηλότερο επίπεδο από τις χώρες υψηλού εισοδήματος (6,9% το 2020). Οι υψηλές, όμως, επιδόσεις της χώρας στον δείκτη καθιερωμένης επιχειρηματικότητας ερμηνεύονται και από την ισχυρή παρουσία της αυτοαπασχόλησης και της μικροεπιχειρηματικότητας, που κυριαρχούν στη δομή του ελληνικού παραγωγικού συστήματος.
Από την έντυπη έκδοση
Του Σταμάτη Ζησίμου
[email protected]
Ήπιες κρίνονται οι πρώτες επιδράσεις της πανδημίας στη νέα επιχειρηματικότητα, καθώς, όπως προκύπτει από τη σχετική έρευνα του ΙΟΒΕ για τα έτη 2020-2021, η νόσος Covid-19 δεν μετέβαλε την τάση που καταγράφεται τα τελευταία χρόνια.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών, το ποσοστό του πληθυσμού ηλικίας 18-64 ετών στη χώρα μας που εντάχθηκε το 2020 στα αρχικά στάδια επιχειρηματικής δραστηριότητας ενισχύθηκε στο 8,6% (περίπου 562 χιλιάδες άτομα) από 8,2% (536 χιλιάδες άτομα) το 2019. Πρόκειται για την τρίτη χρονιά ανόδου και μία από τις υψηλότερες διαχρονικά επιδόσεις της χώρας, παρόλο που κινείται χαμηλότερα του μέσου όρου των χωρών υψηλού εισοδήματος.
Το ποσοστό της καθιερωμένης επιχειρηματικότητας ανήλθε στο 14,6% το 2020, όσο περίπου και το 2019, σε σημαντικά υψηλότερο επίπεδο από τις χώρες υψηλού εισοδήματος (6,9% το 2020). Οι υψηλές, όμως, επιδόσεις της χώρας στον δείκτη καθιερωμένης επιχειρηματικότητας ερμηνεύονται και από την ισχυρή παρουσία της αυτοαπασχόλησης και της μικροεπιχειρηματικότητας, που κυριαρχούν στη δομή του ελληνικού παραγωγικού συστήματος.
Αναφορικά με τα κίνητρα επιχειρηματικότητας και χωρίς να είναι αμοιβαίως αποκλειόμενα, ένα 69% δηλώνει τον βιοπορισμό. Ένα 46% δηλώνει την απόκτηση μεγαλύτερου εισοδήματος, ενώ υπάρχει κι ένα 35,7% που συνεχίζει μια οικογενειακή παράδοση.
Γενικά, πάντως, το βασικό κίνητρο επιχειρηματικής δραστηριοποίησης φαίνεται να διαμορφώνεται από έναν συνδυασμό παραγόντων που συνδέονται με τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου του ατόμου και δυσαρέσκεια από το τρέχον επίπεδο αμοιβών (σε θέσεις εξαρτημένης εργασίας).
Σε ό,τι αφορά τις διαφοροποιήσεις ως προς το φύλο, φαίνεται στους άνδρες να αναδεικνύεται πιο έντονα το κίνητρο της απόκτησης υψηλότερου εισοδήματος αλλά και συνέχισης της οικογενειακής παράδοσης, ενώ στις γυναίκες το πρωτεύον κίνητρο είναι ο βιοπορισμός.
Την ίδια στιγμή, μόλις το 25,9% θεωρεί ότι είναι εύκολη στην Ελλάδα η ίδρυση μιας επιχείρησης, επίδοση σημαντικά χαμηλότερη από τον μέσο όρο των χωρών υψηλού εισοδήματος (55,5%). Πρόκειται, άλλωστε, για ένα πεδίο στο οποίο η χώρα μας υστερεί παραδοσιακά, καθώς στην ετήσια έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας για την ευκολία στο επιχειρείν (Doing Business) η Ελλάδα κατέλαβε το 2020 την 79η θέση ανάμεσα σε 190 χώρες.
Αναστολή λειτουργίας
Το ποσοστό του πληθυσμού που διέκοψε ή ανέστειλε την επιχειρηματική του δραστηριότητα το 2020 ανήλθε στο 2,2% (περίπου 143 χιλιάδες άτομα), επίδοση ελαφρώς υψηλότερη από το αντίστοιχο ποσοστό το 2019 (2%), αλλά ταυτόχρονα αρκετά χαμηλότερη από τον μέσο όρο των χωρών υψηλού εισοδήματος (3,6%).
Το γεγονός ότι καταγράφεται ένα από τα υψηλότερα ποσοστά επιχειρηματικότητας αρχικών σταδίων κι ένα αρκετά μικρότερο ποσοστό διακοπής της επιχειρηματικής δραστηριότητας υποδηλώνει τελικά και μεγαλύτερη καθαρή εισροή νέας επιχειρηματικότητας το 2020. Θα πρέπει να σημειωθεί, βεβαίως, ότι κατά την περίοδο της πανδημίας εφαρμόστηκαν πολλά προγράμματα υποστήριξης της απασχόλησης και της βιωσιμότητας των επιχειρήσεων.
Βασικότερο λόγο αναστολής λειτουργίας το 2020 αποτέλεσε η έλλειψη κερδοφορίας σε ποσοστό 37,3%, αλλά και η πανδημία (22,8%). Το ποσοστό που δήλωσε ως αιτία διακοπής λειτουργίας την πανδημία είναι πολύ χαμηλότερο από τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους, γεγονός που υποδηλώνει ότι τα μέτρα στήριξης είχαν αποτελεσματικότητα, τουλάχιστον ως προς αυτόν τον παράγοντα.
Σε κλαδικό επίπεδο το ποσοστό των εγχειρημάτων που δημιουργούνται στον πρωτογενή τομέα διαμορφώθηκε στο 4,2% το 2020, υποχωρώντας σε σχέση με το 2019 (6,4%) περίπου στο επίπεδο του μέσου όρου των χωρών υψηλού εισοδήματος.
Στα επίπεδα του 2019 κινήθηκε το ποσοστό των νέων εγχειρημάτων Β2Β (17,5%), επίδοση πάντως που βρίσκεται πολύ χαμηλότερα του μέσου όρου των χωρών υψηλού εισοδήματος (26%). Οριακή πτωτική τάση παρουσίασαν τα νέα εγχειρήματα στον κλάδο της μεταποίησης (25,8% έναντι 27% το 2019), ενώ ανοδικά κινήθηκε το ποσοστό των νέων εγχειρημάτων B2C, με τον δείκτη να ενισχύεται στο 52,5%, υψηλότερα μάλιστα από τις χώρες υψηλού εισοδήματος.
Συνεπώς, το 2020 η εικόνα που προέκυψε από την κλαδική διάρθρωση των νέων εγχειρημάτων ήταν λιγότερο ενθαρρυντική, όχι μόνο ως προς την υποχώρηση των εγχειρημάτων στον κλάδο της μεταποίησης, αλλά και στις B2B.
Από το σύνολο, μάλιστα, των εγχειρημάτων που εντοπίστηκαν στην έρευνα το 2020, το 42,7% προερχόταν από τις κατηγορίες Χονδρικό - Λιανικό Εμπόριο και Ξενοδοχεία - Εστιατόρια. Σε όρους τεχνολογικής έντασης, άλλωστε, η Ελλάδα βρίσκεται χαμηλά στην κατάταξη, με μόλις το 7,6% των εγχειρημάτων της να αφορούν εγχειρήματα μέτριας/υψηλής τεχνολογικής έντασης.
Οι άτυποι επενδυτές
Η δυσχερής πρόσβαση στη ρευστότητα είναι ένα διαχρονικό πρόβλημα για τους Έλληνες επιχειρηματίες, το οποίο σε έναν μεγάλο βαθμό «επιλύεται» από τους αποκαλούμενους άτυπους επενδυτές. Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, το 3,2% (περίπου 208 χιλ. άτομα) των ατόμων ηλικίας 18-64 ετών στην Ελλάδα το 2020 δήλωσε πως διαδραμάτισε ρόλο άτυπου επενδυτή για τη χρηματοδότηση ενός νέου εγχειρήματος, επίδοση αισθητά χαμηλότερη του 2019 (5%), ενώ υπολείπεται του μέσου όρου των χωρών υψηλού εισοδήματος (4,7%). Οι δύο στους τρεις, πάντως, προέρχονται από τον στενότερο ή ευρύτερο οικογενειακό κύκλο, επομένως επενδύουν βάσει μάλλον συναισθηματικών και όχι ορθολογικών κριτηρίων.