Οικονομία & Αγορές
Τρίτη, 12 Απριλίου 2022 11:36

Έξοδος στις αγορές με «τσιμπημένα» επιτόκια

Την ημέρα που η απόδοση του ελληνικού 10ετούς έφτανε στο 2,9%, το υψηλότερο επίπεδο από τα μέσα του 2019,  ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας επιχείρησε από το βήμα του συνεδρίου του Capital Link στη Νέα Υόρκη να δώσει «εγγυήσεις» για τις προθέσεις της κυβέρνησης όσον αφορά τη χάραξη της οικονομικής πολιτικής. Στόχος να κρατηθεί ενεργό το ενδιαφέρον των ξένων επενδυτών για τοποθετήσεις στα ελληνικά «χαρτιά» και να δρομολογηθεί υπό τις ευνοϊκότερες δυνατές συνθήκες εν μέσω «καταιγίδας» η επόμενη έκδοση ελληνικού ομολόγου, πιθανότατα και πάλι 10ετούς διάρκειας. 

Από την έντυπη έκδοση 

Του Θάνου Τσίρου
[email protected]  

Παρά την αναρρίχηση των αποδόσεων των ομολόγων στα υψηλότερα επίπεδα των 2,5 τελευταίων ετών, η Ελλάδα κρατά ανοικτό το ενδεχόμενο έκδοσης νέου ομολόγου το επόμενο χρονικό διάστημα.

Την απόφαση για άσκηση συνετής δημοσιονομικής πολιτικής και επιστροφή στα πλεονάσματα από το 2023 προβάλλει στους ξένους επενδυτές η κυβέρνηση. Την ημέρα που η απόδοση του ελληνικού 10ετούς έφτανε στο 2,9%, το υψηλότερο επίπεδο από τα μέσα του 2019, με μόνη εξαίρεση τις πρώτες ημέρες του lockdown στις αρχές του 2020, ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας επιχείρησε από το βήμα του συνεδρίου του Capital Link στη Νέα Υόρκη να δώσει «εγγυήσεις» για τις προθέσεις της κυβέρνησης όσον αφορά τη χάραξη της οικονομικής πολιτικής.

Ο στόχος διπλός: Πρώτον, να κρατηθεί ενεργό το ενδιαφέρον των ξένων επενδυτών για τοποθετήσεις στα ελληνικά «χαρτιά» και να δρομολογηθεί υπό τις ευνοϊκότερες δυνατές συνθήκες εν μέσω «καταιγίδας» η επόμενη έκδοση ελληνικού ομολόγου, πιθανότατα και πάλι 10ετούς διάρκειας. Και, δεύτερον, να πειστούν οι αγορές και οι οίκοι αξιολόγησης για την πρόθεση της Ελλάδας να επιστρέψει στα πρωτογενή πλεονάσματα ήδη από το 2023, αλλά και να παράγει από το 2024 πρωτογενή πλεονάσματα ικανά να καλύπτουν τους τόκους εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους, καθώς έτσι θα ανοίξει ο δρόμος για την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας.

Οι προβλέψεις

Ο υπουργός Οικονομικών είχε την ευκαιρία να μεταφέρει στους εκπροσώπους των μεγαλύτερων επενδυτικών κεφαλαίων τις επικαιροποιημένες προβλέψεις της Ελλάδας. Το οικονομικό επιτελείο εκτιμά ότι και φέτος η Ελλάδα θα καταφέρει να διατηρήσει ρυθμό ανάπτυξης της τάξεως του 3%. Από την άλλη, οι επενδυτικοί οίκοι ενημερώθηκαν για τις προθέσεις να συγκρατηθεί το φετινό πρωτογενές έλλειμμα στο επίπεδο του 2% του ΑΕΠ, ώστε να καταστεί ευκολότερη η επιστροφή στα πρωτογενή πλεονάσματα από το 2023.

Πρακτικά, η Ελλάδα θέλει να συγκρατήσει το πρωτογενές έλλειμμα φέτος όσο το δυνατόν χαμηλότερα από τα 5 δισ. ευρώ, ώστε του χρόνου να μπορέσει να παραγάγει πρωτογενές πλεόνασμα ακόμη και 2 δισ. ευρώ, επιτυγχάνοντας πρόσθετη δημοσιονομική προσαρμογή 6 δισ. ευρώ. Αυτή σε μεγάλο βαθμό θα στηριχτεί στη μη επανάληψη των μέτρων στήριξης που έχουν ληφθεί και φέτος, αλλά και στα πρόσθετα φορολογικά έσοδα που θα φέρει η ονομαστική και πραγματική αύξηση του ΑΕΠ. Εκτός από τις μακροοικονομικές και τις δημοσιονομικές προβλέψεις, οι αγορές ενημερώθηκαν από την ελληνική αποστολή και για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του χρέους, αλλά και την προσδοκώμενη πορεία του αναλογικά με το ΑΕΠ. Δεδομένου ότι για το 2022 το ΑΕΠ της χώρας προβλέπεται να φτάσει σε ονομαστικούς όρους κοντά στα 200 δισ. ευρώ, η αναλογία του χρέους που αναμένεται να κινηθεί στην περιοχή των 356-358 δισ. ευρώ ως προς το ΑΕΠ μπορεί να μειωθεί ακόμη και στο 182%-183% του ΑΕΠ. Σύμφωνα με τις προβλέψεις της ελληνικής κυβέρνησης, η αναλογία μπορεί να μειωθεί περαιτέρω ακόμη και στο 150% του ΑΕΠ μέχρι το τέλος του 2026, υπό την προϋπόθεση ότι θα παράγονται πρωτογενή πλεονάσματα της τάξεως του 2%-2,5% στην τριετία 2024-2026.

Αυτές οι προβλέψεις -οι οποίες βεβαίως τελούν υπό την αβεβαιότητα που δημιουργεί ο πόλεμοςσυνδυάστηκαν με την προβολή των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του ελληνικού χρέους. Πρώτον, τη μεγάλη διάρκεια ωρίμανσης -τη μεγαλύτερη από κάθε άλλη χώρα της Ευρωζώνης-, αλλά και το γεγονός ότι οι τόκοι είναι ουσιαστικά «κλειδωμένοι» για τα επόμενα χρόνια στα επίπεδα των 5-5,5 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση.