Οικονομία & Αγορές
Δευτέρα, 11 Απριλίου 2022 07:37

Πείνα και παγκόσμιο σοκ στην αγορά σιτηρών από τον πόλεμο στην Ουκρανία

Ο Λαμπράκης Λάζος είναι διευθύνων σύμβουλος σε μία από τις μεγαλύτερες εταιρείες εξαγωγής σιτηρών στην Ουκρανία. Σε καιρό ειρήνης, η εταιρεία του πουλούσε περίπου 2,5 εκατομμύρια τόνους σιτηρών στην Κίνα, την Αίγυπτο, Σαουδική Αραβία και αλλού. Οι καιροί της ειρήνης τελείωσαν όμως στην Ουκρανία, μετά τη ρωσική εισβολή.

Του Μιχάλη Ψύλου
[email protected]

Ο Λαμπράκης Λάζος είναι διευθύνων σύμβουλος σε μία από τις μεγαλύτερες εταιρείες εξαγωγής σιτηρών στην Ουκρανία. Γεννημένος στην Αθήνα, σπούδασε Διεθνές Δίκαιο στο Πανεπιστήμιο του Κιέβου, απ` όπου αποφοίτησε το 1994, για να ασχοληθεί στη συνέχεια με το εμπόριο σιτηρών. Η Ουκρανία ήταν άλλωστε ο σιτοβολώνας της Ευρώπης. Η Ουκρανία παρήγαγε 33 εκατομμύρια τόνους σίτου το 2020, η Ρωσία άλλους 75 εκατομμύρια τόνους. Οι δύο χώρες παρήγαγαν μαζί σχεδόν το ένα έβδομο της παγκόσμιας παραγωγής. Πιο πρόσφατα, η Ουκρανία είχε μερίδιο πάνω από το 10% στο παγκόσμιο εμπόριο και η Ρωσία περισσότερο από 16%. Σχεδόν κάθε τέταρτο σακί σίτου στην παγκόσμια αγορά, προερχόταν πριν τον πόλεμο από τις δύο χώρες.

Σε καιρό ειρήνης, η εταιρεία του Λαμπράκη Λάζου πουλούσε περίπου 2,5 εκατομμύρια τόνους σιτηρών στην Κίνα, την Αίγυπτο, Σαουδική Αραβία και αλλού. Οι καιροί της ειρήνης τελείωσαν όμως στην Ουκρανία, μετά τη ρωσική εισβολή. «Δύσκολα μπορούμε πλέον να εξάγουμε οτιδήποτε» ,λέει ο Ελληνας επιχειρηματίας στην γερμανική εφημερίδα Taz. «Το τελευταίο πλοίο που είχε φορτώσει ο Λαμπράκης Λάζος με σιτάρι έφυγε από το λιμάνι του ουκρανικό Μικολάγιεφ πριν έξι εβδομάδες. Οι Ρώσοι έχουν αποκλείσει τα Ουκρανικά λιμάνια και ο Ελληνας επιχειρηματίας αναγκάζεται πλέον να μεταφέρει τα σιτηρά του σιδηροδρομικώς μέσω της Ρουμανίας. Αυτό σημαίνει μόλις 340.000 τόνους σιτηρών το μήνα – ένα πολύ μικρό ποσοστό σε σχέση με τη μεταφορά με πλοία. «Τα σιτάρια βρίσκονται τώρα στα σιλό της ενδοχώρας και στους τερματικούς σταθμούς του λιμανιού», λέει ο Λάζος.

Όπως ο Ελληνας επιχειρηματίας δεν μπορεί να εξαγάγει τίποτα, έτσι και για τους Ουκρανούς αγρότες δεν υπάρχει πλέον δυνατότητα ούτε παραγωγής, αλλά ούτε και σποράς.

Ο ουκρανικός χειμώνας ήταν μακρύς και οι αγρότες περίμεναν αυτές τις ημέρες να αρχίσουν την σπορά. Με τον πόλεμο σε εξέλιξη, αλλά και την έλλειψη καυσίμων ,οι αγρότες -όσοι δεν έχουν ντυθεί στο χακί- βλέπουν τη φετινή σεζόν της σποράς, να χάνεται. Και το χειρότερο: «Ουδείς γνωρίζει πόσο καιρό θα κρατήσει αυτή η κατάσταση», λέει ο Λαμπράκης Λάζος.

Το πραγματικό κόστος αυτού του πολέμου δεν έχει ακόμη φανεί, λέει. «Κανείς δεν ξέρει πόσοι άνθρωποι πέθαναν», λέει ο Μίκολα Στρίζακ, πρόεδρος της Ενωσης Ουκρανών Αγροτών. Πολλοί αγρότες είναι στον πόλεμο και άλλοι μάχονται ως έφεδροι,φρουρώντας σημεία ελέγχου ή εργάζονται για να δίνουν τρόφιμα στο στρατό. Οι αγρότες στο Χάρκοβο λένε επίσης ότι τα χωράφια τους είναι ναρκοθετημένα. Ακόμα κι αν η ειρήνη επικρατήσει ξανά αύριο, μπορεί να χρειαστούν χρόνια για να γίνει η ουκρανική γη και πάλι καλλιεργήσιμη.

Η νέα στρατηγική της Ρωσίας

Στην αρχή του πολέμου, η Ρωσία είχε εξαπολύσει τέσσερις κύριες επιθέσεις: πρώτη, από τη Λευκορωσία, στην πρωτεύουσα, Κίεβο. Δεύτερον, στο Χάρκοβο, από τα ρωσικά σύνορα. Τρίτον, δημιουργήθηκε μια πρώτη γραμμή στις περιοχές του Λουχάνσκ και του Ντόνετσκ που ελέγχονται από τους Ρώσους αυτονομιστές. Και τέταρτον, οι ρωσικές δυνάμεις έχουν επιτεθεί από την Κριμαία τόσο δυτικά όσο και ανατολικά της χερσονήσου. Έτσι, ο Πούτιν ήθελε να καταλάβει γρήγορα μεγάλο μέρος της Ουκρανίας, υποθέτοντας ότι η κυβέρνηση και η στρατιωτική αντίσταση της Ουκρανίας θα κατέρρεαν γρήγορα. Αλλά μετά από σχεδόν επτά εβδομάδες πολέμου, προκύπτει μια διαφορετική εικόνα. Η Ρωσία αναγνώρισε ότι οι ένοπλες δυνάμεις της δεν ήταν σε θέση να σπάσουν την ουκρανική αντίσταση σε αυτά τα μέτωπα και έτσι ο νέος, «βασικός στόχος» του  Κρεμλίνου είναι η πλήρης κατάληψη της περιοχής του Ντονμπάς.   Όπως προειδοποιεί όμως η ανθρωπιστική οργάνωση Fewsnet, ακόμη και αν η ρωσική επίθεση περιοριστεί στο Ντονμπάς, ο πόλεμος θα έχει «σημαντικό και μακροχρόνιο αντίκτυπο στις διεθνείς αγορές και τις τιμές των σιτηρών». Οι συνέπειες είναι ακόμη πιο σοβαρές επειδή το σιτάρι ήταν ήδη πιο ακριβό από ποτέ στην παγκόσμια αγορά στα τέλη Νοεμβρίου,  λόγω της ξηρασίας και του κορωνοϊού.

Μεταξύ 23 Φεβρουαρίου και 7 Μαρτίου, η τιμή του σιταριού στο ευρωπαϊκό χρηματιστήριο δημητριακών Matif στο Παρίσι αυξήθηκε κατά 58%, φθάνοντας στο ιστορικό ρεκόρ των 422,50 ευρώ τον τόνο. Αυτή τη στιγμή είναι περίπου 364 ευρώ-μια τιμή απρόσιτη για πολλές φτωχές χώρες του κόσμου.Ο ΟΗΕ υπολόγισε ότι οι οικονομικές ανάγκες για ανθρωπιστική βοήθεια παγκοσμίως θα ανέλθουν εφέτος σε 43 δισεκατομμύρια δολάρια. έχρι στιγμής, μόνο 3,6 δισεκατομμύρια δολάρια έχουν δεσμευτεί από τη διεθνή κοινότητα.

Τυφώνας πείνας

Ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες έκανε μάλιστα λόγο για έναν «τυφώνα πείνας». Ο πόλεμος στην Ουκρανία, δύσκολα θα μπορούσε να ξεσπάσει σε χειρότερη στιγμή. Λόγω απουσίας βροχοπτώσεων στην Ανατολική Αφρική επί τρεις συνεχείς σεζόν, η περιοχή αντιμετωπίζει τη χειρότερη ξηρασία από το 1981. Την ίδια ώρα, η Δυτική Αφρική υποφέρει από πλημμύρες και ένοπλες συγκρούσεις. Και έτσι στην Αφρική, 346 εκατομμύρια άνθρωποι –πάνω από το ένα τέταρτο του πληθυσμού– βρίσκονται ήδη αντιμέτωποι με μια «κρίση επισιτιστικής ασφάλειας», σύμφωνα με τον Ερυθρό Σταυρό. «Αυτός ο πόλεμος επηρεάζει ολόκληρο τον κόσμο. Είμαστε όλοι συνδεδεμένοι», λέει ο Μίκολα Στρίζακ. Με τα Ουκρανικά λιμάνια αποκλεισμένα, δεν φτάνουν στη χώρα λιπάσματα και άλλες αναγκαίες πρώτες ύλες. Το χειμερινό σιτάρι, το οποίο συλλέγεται συνήθως τον Ιούλιο, χρειάζεται πλέον αζωτούχα λιπάσματα και ζιζανιοκτόνα για να μην το μεγαλώσουν υπερβολικά τα παράσιτα. «Αλλά οι αγρότες δεν έχουν ανθρώπινο δυναμικό, ούτε ντίζελ»

Οι Ουκρανοί αγρότες αλλά και οι αγορές σιτηρών, βλέπουν με τρόμο να έρχεται μια μαύρη χρονιά. «Και με τη Ρωσία να παραμένει υπό καθεστώς κυρώσεων, οι συνέπειες του πολέμου θα είναι δραματικές. «Η αγορά βρίσκεται υπό ακραία πίεση», λέει ο Νίκολας Κένεντι, επικεφαλής εμπορευμάτων της Euronext και προσθέτει: «Τα τελευταία 15 χρόνια, η Ευρώπη και η Μαύρη Θάλασσα έχουν γίνει η περιοχή στην οποία καθορίζεται ουσιαστικά η τιμή στην παγκόσμια αγορά σιτηρών. Και τώρα η αγορά βιώνει πρωτόγνωρες συνθήκες».