Έξι νέα deals στον κλάδο των τροφίμων-ποτών και ένα στην οργανωμένη λιανική «μετρά» ήδη το πρώτο τρίμηνο του έτους, εξέλιξη που προμηνύει ότι και το 2022 θα αποτελέσει μια χρονιά έντονης κινητικότητας στην αγορά. Η ελκυστικότητα του κλάδου τροφίμων-ποτών παραμένει διαχρονική και ειδικά την τριετία 2019- 2021 έλαβαν χώρα μια σειρά από ηχηρές συμφωνίες, με παλιούς και νεοεισερχόμενους παίκτες στην αγορά να παραμένουν σε «επιφυλακή» για την εξεύρεση της επόμενης στρατηγικής ευκαιρίας.
Από την έντυπη έκδοση
Της Δανάης Αλεξάκη
[email protected]
Έξι νέα deals στον κλάδο των τροφίμων-ποτών και ένα στην οργανωμένη λιανική «μετρά» ήδη το πρώτο τρίμηνο του έτους, εξέλιξη που προμηνύει ότι και το 2022 θα αποτελέσει μια χρονιά έντονης κινητικότητας στην αγορά. Η ελκυστικότητα του κλάδου τροφίμων-ποτών παραμένει διαχρονική και ειδικά την τριετία 2019- 2021 έλαβαν χώρα μια σειρά από ηχηρές συμφωνίες, με παλιούς και νεοεισερχόμενους παίκτες στην αγορά να παραμένουν σε «επιφυλακή» για την εξεύρεση της επόμενης στρατηγικής ευκαιρίας.
Η τρίδυμη κρίση: πανδημία - ενεργειακό - πόλεμος στην Ουκρανία, που εντείνει το πληθωριστικό τσουνάμι στην εγχώρια αγορά και πλήττει την κατανάλωση, δημιουργεί ήδη ασφυξία σε πολλούς μικρομεσαίους και μη παίκτες της βιομηχανίας τροφίμων-ποτών, αλλά και στη λιανική, ενώ την ίδια στιγμή αναδεικνύει μια «χρυσή» ευκαιρία για επενδυτικά σχήματα και μεμονωμένους επιχειρηματίες που διαθέτουν επάρκεια κεφαλαίων και κυρίως «επεκτατικές» διαθέσεις.
Το πρώτο τρίμηνο του 2022 γνωστοποιήθηκε το «κλείδωμα» σε τουλάχιστον έξι επιχειρηματικές συμφωνίες στη βιομηχανία, με τον κύριο όγκο των σχετικών διαπραγματεύσεων, ωστόσο, να πραγματοποιείται τους τελευταίους μήνες του 2021, συνεπώς αυτά τα deals δεν αποτελούν αμιγώς άμεση επίπτωση της υφιστάμενης πρωτοφανούς συγκυρίας που βιώνουν οι αγορές.
«Το κλίμα για εξαγορές στον κλάδο των τροφίμων-ποτών ήταν εύφορο από το 2019, δεδομένων των επιπτώσεων της δεκαετούς ύφεσης σε κάποιες επιχειρήσεις και ταυτόχρονα των βημάτων ανάκαμψης που αναμένονταν στην εγχώρια οικονομία. Το ξέσπασμα της πανδημίας ανέκοψε εν μέρει κάποιες συζητήσεις και διαπραγματεύσεις, καθώς η αγορά κλήθηκε να προσαρμοστεί σε χρόνομηδέν σε μια συνθήκη που δεν είχε βιώσει ποτέ στο παρελθόν, ενώ ειδικά στον κλάδο διατροφής η κρίση Covid-19 επί της ουσίας έδωσε παράταση ζωής σε κάποιες επιχειρήσεις. Όμως, από το δεύτερο εξάμηνο του 2021, όταν διαφάνηκαν τα πρώτα σημάδια της ενεργειακής κρίσης, αλλά και τα πρώτα πληθωριστικά κύματα, οι επιχειρήσεις που είχαν δεχθεί μια αναπάντεχη και συγκυριακή τόνωση στη ρευστότητά τους εξαιτίας των καταναλωτικών συμπεριφορών που προκάλεσε η πανδημία αναγκάστηκαν να αναπροσαρμόσουν βίαια τα αναπτυξιακά πλάνα που προσδοκούσαν να επιτύχουν φέτος. Δυστυχώς, όμως, η υφιστάμενη συγκυρία μπορεί να αποτελέσει τη χαριστική βολή για μερίδα της βιομηχανίας, ανεβάζοντας την ταχύτητα στην κούρσα της διεκδίκησης ευκαιριών εξαγοράς», σημειώνουν στη «Ν» στελέχη της αγοράς.
Το 2022 αναμένεται να είναι μια ακόμα ενδιαφέρουσα χρονιά, με την τράπουλα του κλάδου να ανακατεύεται εκ νέου, καθώς εκτιμάται ότι «κυοφορούνται» και άλλα deals που περιλαμβάνουν εξαγορές και συγχωνεύσεις. Οι ζυμώσεις εξάλλου στην αγορά δεν σταματούν ποτέ και το «παιχνίδι» το καθορίζουν οι δείκτες ρευστότητας και η επάρκεια κεφαλαίων για να στηριχθεί η βιωσιμότητα.
Ένα ακόμα στοιχείο που ενισχύει την επενδυτική ελκυστικότητα του κλάδου αφορά το γεγονός ότι η υφιστάμενη κρίση, σε συνδυασμό με την κλιματική αλλά και την αναγκαιότητα εξασφάλισης επισιτιστικής επάρκειας, τοποθετούν τη δραστηριότητα της διατροφής, από το χωράφι στο ράφι, στο επίκεντρο των εξελίξεων σε παγκόσμιο επίπεδο.
Σε αυτό το πλαίσιο παράγοντες της αγοράς εκτιμούν ότι φέτος οι επενδυτικές κινήσεις των funds αναμένεται να είναι πιο επιθετικές σε σχέση με το 2021, ενώ θέση στη διεκδίκηση μεριδίου στις εξαγορές παίρνουν και ισχυροί εγχώριοι επιχειρηματίες.
Η πεποίθηση αυτή φαίνεται να έχει ήδη επιβεβαιωθεί από το πρώτο κιόλας τρίμηνο του 2022. Ειδικότερα, η ολοκλήρωση στις αρχές Ιανουαρίου και τυπικά της μεταβίβασης της Chipita στη Mondelez International άνοιξε τον δρόμο ώστε ο Σπύρος Θεοδωρόπουλος να ξεκινήσει το μπαράζ των συμφωνιών, προσβλέποντας, όπως όλα δείχνουν, στη δημιουργία ενός ομίλου που δυνητικά θα μπορεί να ακουμπήσει σε όλο το εύρος των διατροφικών επιθυμιών των καταναλωτών. Η πρώτη άμεση αντίδραση του κ. Θεοδωρόπουλου ήταν η απόκτηση του απόλυτου ελέγχου της αλλαντοβιομηχανίας Π.Γ. Νίκας, ενώ στις αρχές Φεβρουαρίου κινητοποίησε μια νέα συνέργεια με το fund EOS Capital Partners για την απόκτηση του πλειοψηφικού ποσοστού της βιομηχανίας «Ελληνικοί Χυμοί Α.Ε.». Πριν στεγνώσει το μελάνι των ανακοινώσεων για την προαναφερθείσα εξαγορά, γνωστοποιείται η υπογραφή δεσμευτικής συμφωνίας εξαγοράς των εταιρειών «Έδεσμα» και «Αμβροσία» από τον κ. Θεοδωρόπουλο.
Το πρώτο δεκαήμερο του Μαρτίου, οι Ισπανοί της Grupo Profand ταράζουν τα νερά στην εγχώρια ιχθυοκαλλιέργεια καθώς στα «δίχτυα» τους πλέον βρίσκεται η Ιχθυοτροφεία Κεφαλονιάς. Η συμφωνία προβλέπει την απόκτηση από την Grupo Profand του 60% της ελληνικής εταιρείας, ωστόσο οι Ισπανοί φέρεται να κρατούν «option» να προχωρήσουν σε πλήρη εξαγορά στο μέλλον.
Λίγες μέρες αργότερα, μια νέα σελίδα ανοίγει για την ιστορική ελληνική οινοποιία Μαλαματίνα, η οποία από τις 18 Μαρτίου περνάει και τυπικά στον έλεγχο του Mantis. Υπενθυμίζεται ότι η σχετική απόφαση επικύρωσης του σχεδίου εξυγίανσης της Μαλαματίνα από το Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης εκδόθηκε στην εκπνοή του 2021.
Ο φετινός Μάρτιος έκλεισε με δύο συμφωνίες, που περιλαμβάνουν ιστορικά εγχώρια σήματα. Αρχικά οι μέτοχοι της ΙΟΝ και ο Σπύρος Θεοδωρόπουλος, διαψεύδοντας τις διαψεύσεις τους, ανακοινώνουν το γάμο της πολύφερνης νύφης. Η στρατηγική συνεργασία προβλέπει την είσοδο του ο κ. Θεοδωρόπουλου με ποσοστό 45% στο μετοχικό κεφάλαιο της σοκολατοβιομηχανίας, ενώ όπως αναφέρεται στην επίσημη ανακοίνωση «μελλοντικά θα δύναται να αποκτήσει και την πλειοψηφία των μετοχών». Οι πληροφορίες ήδη αναφέρουν ότι το ποσοστό του κ. Θεοδωρόπουλου θα διευρυνθεί αρχικά στο 75% σε βάθος δωδεκαμήνου.
Την επομένη των εξελίξεων στην ΙΟΝ, οι προβολείς στρέφονται σε ακόμα ένα εγχώριο brand με 72 χρόνια ιστορίας: την ΑΓΝΟ, η οποία έπειτα από πλειστηριασμό περνάει στον έλεγχο της Ελληνικά Γαλακτοκομεία έναντι 7,3 εκατ. ευρώ. Η εν λόγω εξέλιξη αναμένεται να επαναφέρει στα εγχώρια ψυγεία το ιστορικό βορειοελλαδίτικο σήμα, το οποίο είχε αποσυρθεί από την αγορά από το 2012 με την πτώχευση της γαλακτοβιομηχανίας.
Στο «γήπεδο» της οργανωμένης λιανικής το πρώτο «παιχνίδι» της σεζόν το άνοιξε η Μασούτης, η οποία μέσω αύξησης μετοχικού κεφαλαίου προχωρά στην απόκτηση του 50% του Προμηθευτικού και Καταναλωτικού Συνεταιρισμού Περιορισμένης Ευθύνης Καταναλωτών Κρήτης-ΣΥΝΚΑ. Η συμφωνία προβλέπει τη διατήρηση του σήματος ΣΥΝΚΑ στο δίκτυο της Κρήτης, ενώ τα καταστήματα σε Κυκλάδες, Κέρκυρα, Χίο και Κάλυμνο θα φέρουν το σήμα της Μασούτης.
Μολονότι κανείς δεν μπορεί να μαντέψει τα μελλούμενα, η αγορά έχει ήδη προεξοφλήσει εξελίξεις, με στελέχη της βιομηχανίας και αναλυτές να εκτιμούν ότι και το δεύτερο τρίμηνο του έτους θα εμπεριέχει «συγκινήσεις» στην αγορά. Σε πρωταγωνιστικό ρόλο στα deals της επόμενης μέρας τοποθετεί η αγορά τον Σπ. Θεοδωρόπουλο, ο οποίος κρατά κλειστά τα χαρτιά του, ωστόσο ήδη εμφανίζεται έτοιμος να εισέλθει στο μετοχικό κεφάλαιο της κρητικής βιομηχανίας τροφίμων ΚΡΕΜΕΛ, η οποία δραστηριοποιείται στην κατηγορία των plant-based τροφίμων. Αντίστοιχα, για τους αδελφούς Σαράντη της Ελληνικά Γαλακτοκομεία η απόκτηση της ΑΓΝΟ φέρεται να είναι το «ντεμπούτο» των φετινών στρατηγικών αποφάσεων, δεδομένου ότι την τελευταία διετία ο όμιλος προχωρά σε στοχευμένες επενδυτικές κινήσεις εμπλουτίζοντας το χαρτοφυλάκιο των δραστηριοτήτων του. Την εξαγορά δύο εταιρειών που δραστηριοποιούνται στον κλάδο των τροφίμων έχει ήδη προαναγγείλει η διοίκηση της Παλίρροια Σουλιώτης, η οποία κινείται ήδη στον άξονα της μετεξέλιξής της σε όμιλο τροφίμων, με στόχευση στα διεθνή ράφια.
Σε ό,τι αφορά τα επενδυτικά κεφάλαια, κινήσεις αναμένονται από το fund CVC Partners καθώς θεωρείται βέβαιο ότι διατηρεί ζωντανό το ενδιαφέρον του για τον εγχώριο διατροφικό κλάδο… από το χωράφι στο ράφι. Τα μέχρι στιγμής πεπραγμένα στον κλάδο των τροφίμων περιλαμβάνουν την εξαγορά της Vivartia, που ξεπέρασε σε αξία τα 630 εκατ. ευρώ, την απόκτηση του πλειοψηφικού ποσοστού της Δωδώνη, τη μεταβίβαση των μεριδίων των εταιρειών Ελληνική Ζύμη και Άλεσις, προς την εταιρεία Μπάρμπα Στάθης.
Αντίστοιχα, με τα ραντάρ της ανοιχτά παραμένει η Switz Group, η οποία μέχρι στιγμής εστιάζει στο ευρύτερο πεδίο των αρτοσκευασμάτων, ωστόσο δεν αποκλείεται να εξετάζει και την «επέκτασή» της και σε προϊοντικές κατηγορίες. Για το Elikonos 2 S.C.A. SICAR, το μπαράζ επενδύσεων την τελευταία τριετία στην Ελλάδα υποδεικνύει την ξεκάθαρη στόχευση ανάπτυξης ενός ισχυρού χαρτοφυλακίου συμμετοχών από εγχώριες παραγωγικές επιχειρήσεις.
Σε ό,τι αφορά το Diorama Investment, με όχημα τη Μινέρβα Ελαιουργική εκτιμάται ότι το διατηρεί απρόσκοπτο το ενδιαφέρον του για το πεδίο των τροφίμων, ενεργώντας είτε αυτόνομα είτε μέσω συνεργειών. Κοντά στην εξαγορά εταιρείας που δραστηριοποιείται στο ρύζι και στα όσπρια φαίνεται ότι βρίσκεται το επενδυτικό ταμείο SMERemediumCap (SMERC), το οποίο ήδη έχει αποκτήσει την εταιρεία που δραστηριοποιείται στην παραγωγή και εξαγωγή φρούτων με έδρα την Άρτα. Εκφρασμένη εξάλλου πρόθεση της διοίκησης του SMERC είναι το επενδυτικό ταμείο να προχωρήσει σε στοχευμένες εξαγορές μικρών και μεσαίων ελληνικών επιχειρήσεων με κύκλο εργασιών 10-80 εκατ. ευρώ, που χρειάζονται μια στρατηγική επένδυση για να αναπτυχθούν στις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται.
Στην οργανωμένη λιανική, η σύμπραξη με τη Μασούτης εξασφαλίζει βιωσιμότητα στον ΣΥΝΚΑ για τουλάχιστον 10 με 15 έτη και όπως χαρακτηριστικά ανέφερε η διοίκηση στη γενική συνέλευση που αφορούσε την έγκριση της συμφωνίας «οι τρεις μεγαλύτερες εταιρείες σούπερ μάρκετ στην Ελλάδα κατέχουν το 70% της αγοράς. Εμείς είμαστε περίπου το 2%. Πρέπει να θωρακιστούμε και η συνεργασία αυτή θα μας επιτρέψει να αγοράζουμε φθηνότερα τα προϊόντα». Υπό το πρίσμα αυτό και δεδομένης της δυσμενούς συγκυρίας, η αγορά αναμένει έναν νέο γύρο συγκέντρωσης καθώς οι μικροί παίκτες εμφανίζονται ιδιαίτερα ευάλωτοι στον ανταγωνισμό. Ωστόσο, έντονη φημολογία επικρατεί και για το μέλλον ενός εκ των ισχυρών παικτών της αγοράς, που εδώ και αρκετούς μήνες φέρεται ότι βρίσκεται σε φάση επαναπροσέγγισης στρατηγικών, ενώ ακούγεται ότι έχει μπει στο στόχαστρο αμερικανικού fund