Τα πάνω κάτω φέρνουν οι αλλαγές οι οποίες θα εφαρμοστούν τόσο στην Εποπτικό Ελεγχο των Τραπεζών όσο και στα stress tests . Οι αλλαγές αυτές θα λάβουν χώρα από την 1.1.2023 όπως ανακοίνωσε η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών και αναθεωρούν τις μετρήσεις για τον κίνδυνο τα κεφάλαια και τη ρευστότητα των τραπεζών καθώς τον τρόπο υπολογισμού τους.
Της Ειρήνης Σακελλάρη
[email protected]
Τα πάνω κάτω φέρνουν οι αλλαγές οι οποίες θα εφαρμοστούν τόσο στην Εποπτικό Ελεγχο των Τραπεζών όσο και στα stress tests . Οι αλλαγές αυτές θα λάβουν χώρα από την 1.1.2023 όπως ανακοίνωσε η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών και αναθεωρούν τις μετρήσεις για τον κίνδυνο τα κεφάλαια και τη ρευστότητα των τραπεζών καθώς τον τρόπο υπολογισμού τους.
H αναθεώρηση μετά τον τελικό σχολιασμό της από τα πιστωτικά ιδρύματα και τους φορείς της θα τεθεί σε εφαρμογή την 1.1.2023
Οι αναθεωρήσεις αποσκοπούν σε εκτεταμένες ποιοτικές και ποσοτικές αλλαγές σε ότι αφορά τις οδηγίες για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις των τραπεζών. Ερχονται δε σε μια κρίσιμη στιγμή για τις Ευρωπαϊκές Τράπεζες οι οποίες έχουν να αντιμετωπίσουν το φάσμα πιθανής ύφεσης της Ευρωπαϊκής Οικονομίας. Ετσι το φάσμα των κινδύνων που έχουν να αντιμετωπίσουν είναι μεγάλο και ισχυρό.
Η υπερβολική μόχλευση των κεφαλαίων μπαίνει στο στόχαστρο της αρχής.
Επίσης η αρχή διαφοροποιεί ως προς τον κίνδυνο τα σημαντικά και λιγότερο σημαντικά ιδρύματα.
Οι αλλαγές σε αυτές τις κατευθυντήριες γραμμές δεν μεταβάλουν το συνολικό πλαίσιο του εποπτικού ελέγχου αλλά επηρεάζουν τα κύρια στοιχεία του, όπως (i) η ανάλυση του επιχειρηματικού μοντέλου των τραπεζών , (ii) η αξιολόγηση της εσωτερικής διακυβέρνησης και ρυθμίσεις ελέγχου σε επίπεδο τράπεζας, (iii) η αξιολόγηση των κινδύνων για το κεφάλαιο και την επάρκεια κεφαλαίου και (iv) η εκτίμηση των κινδύνων για τη ρευστότητα και τη χρηματοδότηση και την επάρκεια των πόρων ρευστότητας για την κάλυψη αυτών των κινδύνων.
Η αναθεώρηση των κατευθυντήριων γραμμών ως προς το SREP, αντικατοπτρίζει αλλαγές περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την εισαγωγή της αξιολόγησης του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης . Αυτό είναι κάτι που ενδιαφέρει ιδιαίτερα τη μέτρηση του κινδύνου στις ελληνικές τράπεζες οι οποίες διατηρούν στα κεφάλαιά τους μεγάλη αναβαλλόμενη φορολογία.
Πρόσθετες σχετικές αλλαγές είναι αυτές που σχετίζονται με την ενίσχυση της αρχής της αναλογικότητας καθώς και την ενθάρρυνση της συνεργασίας μεταξύ των εποπτικών αρχών προληπτικής και κατασταλτικής εποπτείας.
Η τακτική παρακολούθηση των βασικών δεικτών χρησιμοποιείται για τον εντοπισμό ουσιωδών αλλαγών στο προφίλ κινδύνου της κάθε τράπεζας. Η συνολική αξιολόγηση στα βιώσιμα ιδρύματα έχει μια κλίμακα από το 1 έως το 4 και έναν αρνητικό βαθμό (F) που καταδεικνύει πως το ίδρυμα αστοχεί και ενδέχεται να αποτύχει.
Αυτές οι κατευθυντήριες γραμμές αναγνωρίζουν την αρχή της αναλογικότητας που αφορούν την έκταση και το εύρος των δραστηριοτήτων της κάθε τράπεζας αλλά και τις διασυνοριακές δραστηριότητες αυτής.
Στο πλαίσιο της αρχής της αναλογικότητας (μέγεθος τράπεζας κλπ) θα εκφράζονται και οι σχετικές απαιτήσεις.
Η τακτική παρακολούθηση βασικών ποσοτικών και ποιοτικών δεικτών αναλόγως και των οικονομικών συνθηκών που επικρατούν θα καθορίζει το προφίλ κινδύνου κάθε τράπεζας.
Το επιχειρηματικό μοντέλο κάθε τράπεζας και τα στρατηγικά της σχέδια θα βοηθούν στην αποκάλυψη βασικών τρωτών σημείων που αυτή αντιμετωπίζει.
Θα αξιολογείται η εσωτερική διακυβέρνηση και το επίπεδο ελέγχων στην τράπεζα.
Ιδιαίτερη θα είναι η εκτίμηση των κεφαλαιακών κινδύνων που θα αναλύονται και θα ποσοτικοποιούνται σε κάθε επίπεδο..
Θα πραγματοποιείται ξεχωριστή εκτίμηση της επάρκειας των ιδίων κεφαλαίων του πιστωτικού ιδρύματος.
Θα διενεργείται εκτίμηση των κινδύνων ρευστότητας και χρηματοδότησης της τράπεζας
Τέλος θα διενεργείται συνολική αξιολόγηση και εφαρμογή των εποπτικών μέτρων που ολοκληρώνεται με την συνολική αξιολόγηση του SREP.