«Έκρηξη» του πληθωρισμού σε ποσοστό που μπορεί να φτάσει ακόμα και στο 11,1% με το κόστος από μία μείωση του ΕΦΚ στα καύσιμα κατά 50% να φτάνει στα 2 δισ. ευρώ «βλέπει» σε έκθεση του το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή. Παράλληλα, καλεί την κυβέρνηση να παραμείνει σταθερή στην άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής, απευθύνοντας έκκληση για πολιτική συναίνεση σε στοχευμένα μέτρα στήριξης.
Της Ραλλούς Αλεξοπούλου
[email protected]
«Έκρηξη» του πληθωρισμού σε ποσοστό που μπορεί να φτάσει ακόμα και στο 11,1% με το κόστος από μία μείωση του ΕΦΚ στα καύσιμα κατά 50% να φτάνει στα 2 δισ. ευρώ «βλέπει» σε έκθεση του το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή. Παράλληλα, καλεί την κυβέρνηση να παραμείνει σταθερή στην άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής, απευθύνοντας έκκληση για πολιτική συναίνεση σε στοχευμένα μέτρα στήριξης.
Στο μέτωπο του πληθωρισμού το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής εκτιμά ότι στο ήπιο σενάριο ο πληθωρισμός θα φτάνει στο ήπιο σενάριο στο 7,43%, ενώ στο δυσμενές στο 11,01%, όταν το σενάριο αναφοράς, πριν τον πόλεμο μιλούσε για 6,99%.
Αυτές οι έκτακτες συνθήκες, όπως τονίζεται, δημιουργούν πρόσθετες σημαντικές προκλήσεις. Το Γραφείο Προϋπολογισμού προβλέπει ότι η οικονομική μεγέθυνση φέτος ήταν στο 3,58% πριν την έναρξη της Ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Ωστόσο περιορίζεται στο 2,75% με βάση το ήπιο σενάριο και 2,21% με βάση το δυσμενές σενάριο, ανάλογα με την έκταση των διαταραχών στις διεθνείς τιμές της ενέργειας και των τροφίμων καθώς και την επιδείνωση του κλίματος εμπιστοσύνης και την αναταραχή των χρηματοπιστωτικών αγορών. «Ωστόσο η τελική επίπτωση θα εξαρτηθεί από τη διάρκεια του πολέμου, την έκβαση του και την αντίδραση της νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Παράλληλα, οι επιπτώσεις του πολέμου αναμένεται να οδηγήσουν σε έντονες δημοσιονομικές πιέσεις τόσο από την πλευρά των εσόδων όσο και από την πλευρά των δαπανών.
Όσον αφορά το ενδεχόμενο παράτασης της ρήτρας διαφυγής το 2023 ή μια πιθανή εξαίρεση των αμυντικών δαπανών από τους ευρωπαϊκούς δημοσιονομικούς κανόνες, τονίζεται ότι οι δημοσιονομικές δυνατότητες της χώρας είναι περιορισμένες. «Ο συνδυασμός μειωμένων φορολογικών εσόδων και αυξημένων δαπανών, παρότι αναγκαίος στις έκτακτες συνθήκες, δεν είναι βιώσιμος μεσοπρόθεσμα. Το ύψος του πρωτογενούς ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης και του δημόσιου χρέους σε συνδυασμό με την απουσία επενδυτικής βαθμίδας καθιστούν τα ελληνικά κρατικά ομόλογα ιδιαίτερα ευάλωτα σε ενδεχόμενες διαταραχές στις χρηματοπιστωτικές αγοράς, παρά τη στήριξη της ΕΚΤ».
Με βάση τα παραπάνω το Γραφείο Προϋπολογισμού εκτιμά ότι η επαναφορά της δημοσιονομικής ισορροπίας αποτελεί μείζονα προτεραιότητα. Οι όποιες έκτακτες παρεμβάσεις θα πρέπει να είναι προσωρινές και να περιοριστούν αποκλειστικά στην απορρόφησης του αυξημένου ενεργειακού κόστους με στόχευση στις ευάλωτες ομάδες. Αντίθετα θα πρέπει να αποφευχθούν οριζόντιες παρεμβάσεις αλλά και μόνιμα μέτρα δημοσιονομικής χαλάρωσης που δεν σχετίζονται με το ενεργειακό κόστος. «Κατανοούμε ότι η έντονη πολιτική πόλωση που επικρατεί δεν ενθαρρύνει τη δημοσιονομικής υπευθυνότητα. Όπως η παράδοση της δημοσιονομικής πλειοδοσίας δεν καθιστά λιγότερο επιτακτική την ανάγκη προετοιμασίας απέναντι στις προκλήσεις με άγνωστη διάρκεια και έκβαση. Η δημοσιονομική ασφάλεια της χώρας απαιτεί μια ελάχιστη πολιτική συναίνεση πάνω στους κύριου άξονες στρατηγικής που θα ενισχύσει το κλίμα οικονομικής εμπιστοσύνης, θα βελτιώσει το αίσθημα ασφάλειας των πολιτών και κατ΄ επέκταση θα καταστήσει περισσότερο διαχειρίσιμες τις όποιες αρνητικές επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία
Η Ελλάδα αν έχει ακόμα πιο υψηλό χρέος θα γίνεται όλο και δυσκολότερο τα επόμενα χρόνια να το επαναφέρει, αυτό είναι που μας ανησυχεί» αναφέρουν αρμόδιες πηγές. «Το πρόβλημα είναι ότι η καινούργια κρίση έρχεται πάνω στην προηγούμενη η οποία δεν πέρασε και δεν αποκαταστάθηκε η ισορροπία. Δεν είμαστε σε μία νορμάλ κατάσταση» και η νέα κρίση «έρχεται σε μία ήδη βεβαρημένη δημοσιονομικά κατάσταση» αναφέρουν.