«Από τη μια οι υψηλές τιμές λιπασμάτων - ζωοτροφών και από την άλλη η έλλειψη διαθεσιμότητας και βέβαια το κόστος ενέργειας συνθέτουν ένα κλίμα αποτρεπτικό στις καλλιέργειες και στις κτηνοτροφικές μονάδες. Πολλοί παραγωγοί εξετάζουν έντονα το ενδεχόμενο να διακόψουν τις δραστηριότητές τους, αφού πραγματικά δεν ξέρουν εάν τα κόστη που θα δαπανήσουν σήμερα στις καλλιέργειές τους θα έχουν κάποια ουσιαστική απόδοση. Η αβεβαιότητα είναι μεγάλη και αυτό που επίσης πρέπει να τονιστεί είναι ότι η ρευστότητα στον κλάδο παραμένει περιορισμένη σε μια περίοδο κατά την οποία όλοι θέλουν να πληρωθούν τοις μετρητοίς», αναφέρουν στη «Ν» εκπρόσωποι των αγροτών.
Από την έντυπη έκδοση
Της Δανάης Αλεξάκη
[email protected]
«Από τη μια οι υψηλές τιμές λιπασμάτων - ζωοτροφών και από την άλλη η έλλειψη διαθεσιμότητας και βέβαια το κόστος ενέργειας συνθέτουν ένα κλίμα αποτρεπτικό στις καλλιέργειες και στις κτηνοτροφικές μονάδες. Πολλοί παραγωγοί εξετάζουν έντονα το ενδεχόμενο να διακόψουν τις δραστηριότητές τους, αφού πραγματικά δεν ξέρουν εάν τα κόστη που θα δαπανήσουν σήμερα στις καλλιέργειές τους θα έχουν κάποια ουσιαστική απόδοση. Η αβεβαιότητα είναι μεγάλη και αυτό που επίσης πρέπει να τονιστεί είναι ότι η ρευστότητα στον κλάδο παραμένει περιορισμένη σε μια περίοδο κατά την οποία όλοι θέλουν να πληρωθούν τοις μετρητοίς», αναφέρουν σ<B>τη «Ν» εκπρόσωπο</B>ι των αγροτών.
Ισχυρές πιέσεις
«Ο πρωτογενής τομέας από πέρυσι δέχεται ισχυρότατες πιέσεις και πλέον ο πόλεμος στην Ουκρανία μπορεί να αποτελέσει τη χαριστική βολή για πολλές εκμεταλλεύσεις», συμπληρώνουν.
Σε ό,τι αφορά τα λιπάσματα, οι τιμές έχουν εκτοξευθεί και παραμένουν σε απόλυτη ακολουθία με την πορεία του φυσικού αερίου. Σύμφωνα με τους εγχώριους παραγωγούς, από πέρυσι το φθινόπωρο η πορεία της τιμής των λιπασμάτων κινείται με μέσο ρυθμό αύξησης 7% μηνιαίως, φθάνοντας σήμερα η σύγκριση τιμών Μάρτιου 2022 με Μάρτιο 2021 να ξεπερνά το 180%. Από 30-35 λεπτά/κιλό που πωλούνταν κατά μέσο όρο η αμμωνία, τώρα έχει ανέβει στο 1 ευρώ/κιλό.
Οι διεθνείς τιμές των τροφίμων και των ζωοτροφών θα μπορούσαν να αυξηθούν από 8% έως και 20% λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, ανεβάζοντας τον αριθμό των υποσιτισμένων ανθρώπων παγκοσμίως, προειδοποίησε χθες ο Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας (FAO).
Η απόφαση ευρωπαϊκών εταιρειών παραγωγής λιπασμάτων, όπως η Yara International και η Borealis, να περικόψουν την παραγωγή τους λόγω ακριβότερου φυσικού αερίου -που ισοδυναμεί με το 80% του κόστους τους- προκαλούν περαιτέρω πίεση στον αγροτικό κόσμο. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι η νορβηγική Υara περικόπτει προσωρινά την παραγωγή της στη Φεράρα της Ιταλίας και στη Χάβρη της Γαλλίας, με αποτέλεσμα η παραγωγή σε αμμωνία και ουρία (είδος αζωτούχου λιπάσματος) στις ευρωπαϊκές της εγκαταστάσεις να διαμορφωθεί σε μόλις 45% της παραγωγικής της ικανότητ<B>ας μέχρι τη λήξη αυτής τη</B>ς εβδομάδας.
Με κουπόνι τα λιπάσματα
Το ενδεχόμενο να προωθηθεί η επιδότηση με κουπόνι για την αγορά λιπασμάτων το «ακούει» η αγορά, ωστόσο βασική παράμετρος είναι το μέτρο να πάρει έγκριση από την Κομισιόν ώστε να μην υπάρξει κίνδυνος να θεωρηθεί μη συμβατή ενίσχυση. Η πρόταση για ενίσχυση μέσω κουπονιών ή μέσω οριζόντιας ενίσχυσης, σύμφωνα με δηλώσεις του υφυπουργού κ. Κεδίκογλου, έχει κοστολογηθεί από την Ειδική Ομάδα που έχει συστήσει το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης ότι θα κυμανθεί στα 60-70 εκατ. ευρώ, με κάθε αγρότη να λαμβάνει ενίσχυση 150-200 ευρώ για κάθε τόνο λιπάσματος που αγοράζει.
Στο μεταξύ, με το κόστος των ζωοτροφών να αποτελεί περισσότερο από το 60% του συνολικού κόστους παραγωγής των κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων, οι αυξήσεις της τάξης του 40%, του 50%, του 60% στα σιτηρά οδηγούν µε μαθηματική ακρίβεια σε οικονομικό αδιέξοδο τον κτηνοτροφικό κόσμο.
Αποθέματα
Οι ελλείψεις σε ζωοτροφές έχουν κάνει ήδη την εμφάνισή τους στην αγορά και όπως αναφέρουν εκπρόσωποι των κτηνοτρόφων «δεν είναι μόνο ότι η τιμή αγοράς στο καλαμπόκι έχει ξεπεράσει τα 40 λεπτά, είναι και το ότι πολλοί έμποροι "κρατούν" τα αποθέματά τους. Ο λόγος που το κάνουν αυτό είναι είτε για να πιάσουν ακόμα υψηλότερες τιμές είτε για να εξασφαλίσουν επάρκεια στην τροφοδοσία της αγοράς, προχωρώντας στη διάθεση συγκεκριμένων ποσοτήτων. Αυτό που πρέπει όμως να καταλάβει ο κόσμος είναι ότι ο περιορισμός στη σίτιση των ζώων θα δημιουργήσει πρόβλημα στην παραγωγή, για παράδειγμα, γάλακτος».
Το πόσο θα κρατηθούν και θα διαρκέσουν τα αποθέματα σε σιτηρά εξαρτάται από τη δυνατότητα εξεύρεσης εναλλακτικών αγορών μετά τη διακοπή εξαγωγών από Ουκρανία και Ρωσία, αλλά και τα πλαφόν στις εξαγωγές που προχώρησαν πολλές αγορές, όπως π.χ. η Βουλγαρία.