Στην αναζήτηση εναλλακτικών αγορών για την προμήθεια σιτηρών βρίσκεται η εγχώρια αλευροβιομηχανία, προκειμένου να διασφαλίσει επάρκεια αποθεμάτων, καθώς τα πλοία παραμένουν «δεμένα» στα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας, ενώ την ίδια ώρα αρκετές χώρες-παραγωγοί θέτουν «πλαφόν» στις εξαγωγές τους. Με τις διαθέσιμες επιλογές για τους εγχώριους μυλωνάδες να είναι και περιορισμένες και ακριβές, ο τελικός «λογαριασμός» για τη βιομηχανία και τον καταναλωτή θα είναι - για ακόμα μια φορά - «υψηλός».
Από την έντυπη έκδοση
Της Δανάης Αλεξάκη
[email protected]
Στην αναζήτηση εναλλακτικών αγορών για την προμήθεια σιτηρών βρίσκεται η εγχώρια αλευροβιομηχανία, προκειμένου να διασφαλίσει επάρκεια αποθεμάτων, καθώς τα πλοία παραμένουν «δεμένα» στα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας, ενώ την ίδια ώρα αρκετές χώρες-παραγωγοί θέτουν «πλαφόν» στις εξαγωγές τους. Με τις διαθέσιμες επιλογές για τους εγχώριους μυλωνάδες να είναι και περιορισμένες και ακριβές, ο τελικός «λογαριασμός» για τη βιομηχανία και τον καταναλωτή θα είναι - για ακόμα μια φορά - «υψηλός».
«Τίποτα δεν εξάγεται πια από τη Μαύρη Θάλασσα» αναφέρει ο Αρλαν Σίντεμαν, επικεφαλής οικονομολόγος στον τομέα των εμπορευμάτων της StoneX. Με τη σύγκρουση Ρωσίας-Ουκρανίας να κλιμακώνεται, ουδείς γνωρίζει πότε θα μπορέσει να φύγει από την Ουκρανία το πρώτο φορτίο με σιτάρι.
Η Κίνα περίμενε 4 έως 5 εκατομμύρια τόνους ουκρανικού αραβοσίτου και προσπαθεί τώρα να προμηθευτεί από αλλού», λέει ο Νταμιάν Βερσάμπρ, μεσίτης της εταιρείας Inter-Courtage, ενώ ο Αλαν Μπρίγκλερ, της εταιρείας Brugler Marketing and Management, προσθέτει: «Οι άνθρωποι δεν θέλουν να αγοράσουν από την Ουκρανία, επειδή δεν ξέρουν πότε θα παραλάβουν τα φορτία. Είδα ότι υπήρχαν 11 πλοία φορτωμένα με σιτάρι και έξι ή επτά με καλαμπόκι, περιμένοντας να μπορέσουν να βγουν από τα λιμάνια, για να φύγουν από τη Μαύρη Θάλασσα».
Ο αποκλεισμός των εμπορευμάτων στην Αζοφική Θάλασσα εντείνει το ράλι των χρηματιστηριακών τιμών, ενώ ταυτόχρονα δημιουργεί νέους όρους στο παιχνίδι για τις άλλες χώρες-παραγωγούς σιτηρών. Έτσι, ενώ λιμάνια στη Μαύρη Θάλασσα παραμένουν κλειστά, τα τελευταία εικοσιτετράωρα μια σειρά χωρών ανακοινώνει περιορισμούς στις εξαγωγές σιτηρών.
Αρχής γενομένης της Βουλγαρίας - που αποτελεί μια σημαντική προμηθεύτρια αγορά για την Ελλάδα -, η κυβέρνηση της γείτονος χώρας δρομολογεί αποθεματοποίηση σιτηρών με αιχμή την απόφαση για δημιουργία αποθέματος 1,5 εκατ. τόνων σιταριού μέχρι την επόμενη συγκομιδή το 2023. Αντίστοιχα, «έλεγχοι» γίνονται και στην εξαγωγή καλαμποκιού, το οποίο η Βουλγαρία προμηθεύει με πάνω από 350.000 τόνους ετησίως την Ελλάδα, ήτοι σχεδόν το 50% των συνολικών εισαγωγών της χώρας.
Στην Ουγγαρία από τις 6 Μαρτίου ισχύουν νέες προϋποθέσεις εξαγωγής σιτηρών, με όλα τα είδη (σιτάρι, σίκαλη, κριθάρι, βρώμη, καλαμπόκι κτλ) που προορίζονται για εξαγωγή να πρέπει να είναι εγγεγραμμένα στην Εθνική Αρχή Ασφάλειας Τροφικής Αλυσίδας, ενώ η κυβέρνηση έχει προτεραιότητα αγοράς σε αυτά μέχρι τις 15 Μαΐου του 2022. Η ουγγρική κυβέρνηση μπορεί να ασκήσει το δικαίωμα προτίμησης ή αγοράς και μπορεί να ενημερώσει τον αιτούντα για την πρόθεσή της να ασκήσει τα δικαιώματά της εντός 30 ημερών, εάν κριθεί ότι η εξαγωγή των δηλωθέντων σιτηρών θα έθετε σε κίνδυνο τον εγχώριο εφοδιασμό.
Όσον αφορά στη Μολδαβία, η κυβέρνηση έχει επιβάλλει απαγόρευση εξαγωγών σιταριού, καλαμποκιού και ζάχαρης, από 1ης Μαρτίου λόγω των χαμηλών αποθεμάτων, ενώ και η Σερβία αναμένεται να θέσει περιορισμούς εντός των επόμενων ημερών στην εξαγωγή σιταριού, η οποία θα είναι δυνατή μόνο με την άδεια της κυβέρνησης.
Προς το παρόν η Ρουμανία δεν φέρεται να εισέρχεται σε καθεστώς «lockdown» στις εξαγωγές σιτηρών, καθώς μετά την ξηρασία του 2020, η τοπική παραγωγή το 2021 κατέγραψε ρεκόρ 11 εκατ. τόνων, με αποτέλεσμα να υπάρχει σημαντικό απόθεμα. Ωστόσο, ο αστερίσκος για ενδεχόμενη επιβολή περιορισμών στις ρουμανικές εξαγωγές στο εγγύς μέλλον παραμένει και εξαρτάται από το πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση επί ουκρανικού εδάφους.
Για την εγχώρια αλευροβιομηχανία οι βασικές εναλλακτικές αφορούν πλέον στις αγορές των ΗΠΑ, του Καναδά, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Τσεχίας και του Καζακστάν.
Για το αμερικάνικο και το καναδικό σιτάρι η εναλλακτική θεωρείται μάλλον «απαγορευτική» για τους Έλληνες μυλωνάδες, καθώς το κόστος είναι δυσθεώρητο. Ειδικά τα αμερικάνικα σιτηρά έχουν «αποκλειστεί» από τους εγχώριους παίκτες πάνω από 20 χρόνια τώρα, καθώς οι τιμές - και σε κανονικές συνθήκες - ήταν σημαντικά υψηλότερες και από το ουκρανικό και από το ευρωπαικό σιτάρι.
Σε ό,τι αφορά στην περίπτωση του Καναδά, αποτρεπτικός παράγοντας αποτελεί ο χρόνος παραδόσεων, καθώς υπολογίζεται σε τουλάχιστον δύο μήνες αναμονής, όταν πχ από την Ουκρανία ο μέσος χρόνος παραλαβής - πριν τον πόλεμο - ήταν περίπου μια εβδομάδα.
Σχετικά με τις ευρωπαϊκές εναλλακτικές, πχ Γερμανία και Γαλλία, οι τιμές αγοράς βαίνουν αυξανόμενες με τους προμηθευτές σιτηρών να «εκμεταλλεύονται» τόσο τη συγκυρία του ράλι των χρηματιστηριακών τιμών, όσο και αυτής της αυξημένης ζήτησης και περιορισμένης προσφοράς. Ακόμα και πριν τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, όμως, στις δύο αγορές έκαστος τόνος σιταριού ήταν 50 με 60 ευρώ υψηλότερος από το ρωσικό.
Σε ό,τι αφορά στη πορεία των τιμών, τα τελευταία εικοσιτετράωρα η διεθνής αγορά σιτηρών σπάει τα κοντέρ, ξεπερνώντας και τα ιστορικά υψηλά του 2008. Οι τιμές για άμεσες παραδόσεις διαμορφώνονται στην περίπτωση της Ευρώπης σε 407 ευρώ ο τόνος για μαλακό σιτάρι, 360 ευρώ για καλαμπόκι και 355 ευρώ για κριθάρι.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας (FAO) για τον Φεβρουάριο, σε μηνιαία βάση, ο δείκτης τιμών των δημητριακών σημείωσε άνοδο 3%, ενώ σε ετήσιο επίπεδο σημειώθηκε αύξηση 14,8%. Οι παγκόσμιες τιμές σιταριού αυξήθηκαν κατά 2,1%, ενώ οι εξαγωγές σκληρού σίτου κατά 4,7%, αντανακλώντας σε μεγάλο βαθμό τις νέες παγκόσμιες αβεβαιότητες στην προσφορά εν μέσω διαταραχών στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας. Οι παγκόσμιες τιμές του καλαμποκιού αυξήθηκαν κατά 5,1% σε μηνιαία βάση, υποστηριζόμενες από έναν συνδυασμό συνεχιζόμενων ανησυχιών για την κατάσταση των καλλιεργειών στην Αργεντινή και την Βραζιλία, τις αυξανόμενες τιμές του σιταριού και την αβεβαιότητα σχετικά με τις εξαγωγές αραβοσίτου από την Ουκρανία. Μεταξύ άλλων χονδροειδών σιτηρών, οι τιμές εξαγωγής τόσο του σόργου, όσο και του κριθαριού ενισχύθηκαν σε μηνιαία βάση σε ποσοστό 5,9% και 2,7%, αντίστοιχα.
Σημειώνεται ότι η εξεύρεση εναλλακτικής προμήθειας σιτηρών είναι αναγκαία, δεδομένου ότι η εγχώρια αλευροβιομηχανία βασίζεται για το 30% της πρώτης ύλης που μεταποιεί στις παραγωγές της Ουκρανίας και της Ρωσίας. Τα αποθέματα των μύλων κινούνται στα επίπεδα των 50-60 ημερών, ωστόσο, ειδικά στην περίπτωση του μαλακού σίτου, οι αγορές συνήθως γίνονται σε μηνιαίο επίπεδο, κάτι που σημαίνει ότι σύντομα θα χρειαστεί να τροφοδοτηθεί η αγορά. Ωστόσο, αυτή τη φορά, όπως αναφέρουν εκπρόσωποι της αλευροβιομηχανίας, «οι ποσότητες που θα μπορέσουμε να εξασφαλίσουμε θα είναι και περιορισμένες και ακριβότερες και οριακά αλευροποιήσιμες».
Προκειμένου, πάντως, να μην υπάρξουν προβλήματα εφοδιασμού της αγοράς, οι μυλωνάδες προχωρούν σε σχεδιασμό διαχείρισης των αποθεμάτων τους και συνιστούν ψυχραιμία στους καταναλωτές έναντι αγορών πανικού και έντονου στοκαρίσματος. «Τα ράφια δεν πρόκειται να μείνουν άδεια» επισημαίνουν στη «Ν» στελέχη των αλυσίδων σούπερ μάρκετ, προσθέτοντας ότι «ούτε και κατά τους πρώτους μήνες της πανδημίας, όταν τα lockdown στις μεταφορές ήταν καθολικά, δεν σημειώθηκαν ελλείψεις. Με ψυχραιμία η αγορά θα αντιμετωπίσει και αυτή τη πρόκληση».
Σε επιφυλακή βρίσκεται η εγχώρια βιομηχανία ψωμιού και αρτοσκευασμάτων, «παγώνοντας» όσο το δυνατόν τις παραγγελίες σιτηρών. «Σε όσες επιχειρήσεις υπάρχει επάρκεια αποθεμάτων, η λογική αντίδραση είναι η στάση αναμονής. Ωστόσο, επειδή κανείς δε μπορεί να γνωρίζει πόσο θα διαρκέσει ο πόλεμος στην Ουκρανία που ήδη μετρά δύο εβδομάδες, υπάρχει ανησυχία και προβληματισμός για το μέλλον. Αυτή τη στιγμή όλες οι εταιρείες προσπαθούν να αναπτύξουν βέλτιστες στρατηγικές διαχείρισης, όμως σε ένα κλίμα αβεβαιότητας αυτό δεν είναι εύκολο εγχείρημα» αναφέρουν στη «Ν» στελέχη της εγχώριας βιομηχανίας αρτοσκευασμάτων, προσθέτοντας ότι «οι τιμές στα σιτηρά καλπάζουν από πέρυσι το καλοκαίρι και πλέον η βιομηχανία εγκλωβίζεται, αφού δεν υπάρχει ούτε περιθώριο απορρόφησης ανατιμήσεων ούτε όμως μετακύλησής τους στο ράφι».
Ωστόσο, οι φόβοι για νέο ισχυρό κύμα αυξήσεων στην τιμή καταναλωτή στο ψωμί, αλλά και σε άλλα βασικά προϊόντα διατροφής είναι έκδηλοι, με την εγχώρια φρατζόλα να «φλερτάρει» με επιδόσεις πάνω από 1,2 ευρώ το μισό κιλό. Μια τέτοια εξέλιξη, ωστόσο, πλήττει σημαντικά τον κλάδο των αρτοποιών που ήδη βλέπει σημαντική υποχώρηση των τζίρων του, που σε κάποιες περιπτώσεις έχει αγγίξει ακόμα και το 50%. Το κύμα της ακρίβειας έχει περιορίσει σημαντικά τις πωλήσεις στους φούρνους της γειτονιάς, ενώ τα μηνύματα είναι δυσοίωνα για το μέλλον, αφού δεν διαγράφεται καμία αποκλιμάκωση στις τιμές των αλεύρων. «Πόσο μπορεί να ανατιμηθεί μια φρατζόλα ψωμί; Όταν μάλιστα έχει ήδη αυξηθεί από 8-12%, δεδομένου ότι η τιμή των αλεύρων το τελευταίο εξάμηνο έχει διπλασιαστεί ενώ το κόστος ενέργειας έχει τριπλασιαστεί. Αυτή τη στιγμή οι επαγγελματίες διαθέτουν αποθέματα αλεύρων, ωστόσο σύντομα αναμένουμε νέα τιμολόγια αλεύρων που κανείς δεν ξέρει πού θα φτάσουν» αναφέρουν εκπρόσωποι των αρτοποιών.
Στην εγχώρια μακαρονοποιία, δε φέρεται να τίθεται θέμα αποθεμάτων, καθώς υπάρχει επάρκεια παραγωγής σκληρού σιταριού. Οι πληροφορίες της «Ν» αναφέρουν ότι οι βιομηχανίες ζυμαρικών δε προσανατολίζονται σε νέες αυξήσεις στους καταλόγους χονδρικής με το κλάδο να στρέφει το βλέμμα στο καλοκαίρι, δηλαδή στη νέα σοδειά που αναμένεται τον Ιούνιο-Ιούλιο και εκτιμάται ότι θα αποσυμπιέσει σε κάποιο βαθμό τη βιομηχανία.