Καθώς διανύουμε την περίοδο κατά την οποία οι εταιρείες υπολογίζουν και δηλώνουν στην ΑΑΔΕ την ετήσια αξία έτους 2021 των παροχών σε είδος που χορήγησαν στο προσωπικό τους (συμπεριλαμβανομένων των μελών διοίκησης, εταίρων και μετόχων), αξίζει να σταθούμε σε κάποια φορολογικά πλεονεκτήματα τα οποία έχουν τα αυτοκίνητα με χαμηλούς και με μηδενικούς ρύπους.
Καθώς διανύουμε την περίοδο κατά την οποία οι εταιρείες υπολογίζουν και δηλώνουν στην ΑΑΔΕ την ετήσια αξία έτους 2021 των παροχών σε είδος που χορήγησαν στο προσωπικό τους (συμπεριλαμβανομένων των μελών διοίκησης, εταίρων και μετόχων), αξίζει να σταθούμε σε κάποια φορολογικά πλεονεκτήματα τα οποία έχουν τα αυτοκίνητα με χαμηλούς και με μηδενικούς ρύπους.
Γενικά, η παροχή αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσης από την εταιρεία προς τον εργαζόμενο (είτε αυτό είναι πάγιο στοιχείο της εταιρείας είτε μισθωμένο) φορολογείται ως εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες. Το εισόδημα (η αξία δηλαδή της παροχής) υπολογίζεται με βάση την λιανική τιμή προ φόρων του αυτοκινήτου έτσι όπως αυτή δίνεται από τις επίσημες αντιπροσωπείες και φορολογείται με προοδευτικούς συντελεστές που κυμαίνονται από 4% έως και 37%.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι στις παροχές σε είδος δεν γίνεται παρακράτηση φόρου από την εταιρεία, το ποσό αυτό αποτελεί πρόσθετο φορολογητέο εισόδημα του εργαζομένου το οποίο προσαυξάνει την φορολογική του υποχρέωση στην δήλωση Ε1. Η παλαιότητα του αυτοκινήτου μειώνει την βάση υπολογισμού της παροχής. Εξαιρέσεις από την φορολόγηση παρέχονται στους εργαζομένους για τους οποίους το αυτοκίνητο είναι απαραίτητο καθημερινό εργαλείο δουλειάς με βάση την ειδικότητα τους και μόνο όταν η λιανική τιμή προ φόρων αυτού είναι έως 17 χιλιάδες ευρώ. Επίσης εξαιρούνται τα αυτοκίνητα, ανεξαρτήτως αξίας, τα οποία διατίθενται εκ περιτροπής σε διάφορους εργαζομένους καλύπτοντας ευκαιριακές ανάγκες και τα οποία κατά κανόνα παραμένουν στις εγκαταστάσεις της εταιρείας.
Στον βαθμό που η παροχή ενός αυτοκινήτου δηλώνεται από την εταιρεία ως φορολογητέο εισόδημα του εργαζομένου, η δαπάνη του μισθώματος ή της απόσβεσης εκπίπτει από τα έσοδα της εταιρείας ενώ σε αντίθετη περίπτωση, η δαπάνη αυτή δεν εκπίπτει. Ωστόσο, το αντίστροφο δεν ισχύει. Δηλαδή, η μη αναγνώριση της δαπάνης των μισθωμάτων ή των αποσβέσεων από την εταιρεία δεν την απαλλάσσει από την υποχρέωση να δηλώσει ως παροχή σε είδος την χορήγηση του αυτοκίνητου στον εργαζόμενο.
Με τις τροποποιήσεις του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος το 2020, δόθηκαν σοβαρά κίνητρα στην απόκτηση και χρησιμοποίηση αυτοκινήτων με μηδενικούς ή και χαμηλούς ρύπους έως 50 g CO2/Km. Ειδικότερα, η χορήγηση των εν λόγω αυτοκινήτων με λιανική τιμή προ φόρων μέχρι 40 χιλιάδες ευρώ προς το προσωπικό δεν αποτελεί φορολογητέο εισόδημα ενώ για το τυχόν υπερβάλλον ποσό η κλίμακα φορολόγησης ξεκινά από το 4%. Επιπλέον το άνευ χρηματικού ανταλλάγματος κόστος φόρτισης στις εγκαταστάσεις της εταιρείας δεν αποτελεί παροχή σε είδος. Είναι ενδεικτικό ότι για ένα καινούριο αυτοκίνητο με λιανική τιμή προ φόρων 40.000 ευρώ το εισόδημα του εργαζομένου θα προσαυξηθεί κατά 7.750 ευρώ ενώ για ένα αντίστοιχο με ρύπους από μηδέν έως 50 g CO2/Km, δεν θα υπάρξει επιβάρυνση.
Σημαντικά φορολογικά οφέλη προκύπτουν και για την ίδια την εταιρεία:
Η απόσβεση για τα αυτοκίνητα μηδενικών ρύπων αξίας έως 40 χιλιάδων ευρώ διενεργείται με συντελεστή 50%, για τα δε αυτοκίνητα χαμηλών ρύπων έως 50 γρ. CO2/χλμ με συντελεστή 25%, οι οποίοι συγκριτικά με τον συντελεστή απόσβεσης 16% των συμβατικών αυτοκινήτων είναι ιδιαιτέρως ευνοϊκοί για τα πρώτα έτη της απόκτησης.
Επίσης, είτε τα αυτοκίνητα αυτά μισθώνονται είτε αποσβένονται, παρέχεται η δυνατότητα στην εταιρεία να αναγνωρίζει προσαυξημένη την δαπάνη μίσθωσης ή απόσβεσης κατά 50% για τα αυτοκίνητα μηδενικών ρύπων αξίας έως 40 χιλιάδων ευρώ και κατά 30% για τα αυτοκίνητα χαμηλών ρύπων έως 50 γρ. CO2/χλμ.
Μολονότι λόγω των πρόσφατων διεθνών πολεμικών εξελίξεων και των ιδιαίτερων συνθηκών στον τομέα της ενέργειας οι διακυμάνσεις των τιμών στο άμεσο μέλλον είναι απρόβλεπτες, η υφιστάμενη νομοθεσία στην Ελλάδα ευνοεί σημαντικά την μετάβαση στα οχήματα χαμηλών και μηδενικών ρύπων.