Η ικανότητα των ελίτ να παίζουν με τους κανόνες, οι ιδιαιτερότητες των παραβάσεών τους, η αδυναμία των κυρώσεων που τους εφαρμόζονται και η ανοχή τους στην απάτη που διαπράττεται από τους ομοίους τους καταδεικνύεται συνεχώς. Ο μικρός κόσμος των ελίτ φαίνεται να είναι γεμάτος από «μαύρα πρόβατα», πολιτικούς και μάνατζερ επιχειρήσεων που δεν φοβούνται να παραβιάσουν τους κανόνες της εντιμότητας και τα κοινά πρότυπα. Το άρθρο αυτό στηρίζεται στο πρόσφατα δημοσιευμένο βιβλίο του Pierre Lascoumes, l’ economie morale des elites dirigeantes, SciencesPo, les presses, 17/02/2022, 228 σελίδες.
Καθηγητής Κωνσταντίνος Ζοπουνίδης, Ακαδημαϊκός
Βασιλική Ακαδημία Οικονομικών & Χρηματοοικονομικών Βασιλική Ευρωπαϊκή Ακαδημία των Διδακτόρων
Επίτιμος Δρ. ΑΠΘ Πολυτεχνείο Κρήτης & Audencia Business School, France
Η ικανότητα των ελίτ να παίζουν με τους κανόνες, οι ιδιαιτερότητες των παραβάσεών τους, η αδυναμία των κυρώσεων που τους εφαρμόζονται και η ανοχή τους στην απάτη που διαπράττεται από τους ομοίους τους καταδεικνύεται συνεχώς. Ο μικρός κόσμος των ελίτ φαίνεται να είναι γεμάτος από «μαύρα πρόβατα», πολιτικούς και μάνατζερ επιχειρήσεων που δεν φοβούνται να παραβιάσουν τους κανόνες της εντιμότητας και τα κοινά πρότυπα. Το άρθρο αυτό στηρίζεται στο πρόσφατα δημοσιευμένο βιβλίο του Pierre Lascoumes, l’ economie morale des elites dirigeantes, SciencesPo, les presses, 17/02/2022, 228 σελίδες. Σύμφωνα με το συγγραφέα, οι δομικοί παράγοντες εξηγούν τη μονιμότητα των παραβατικών πρακτικών των ελίτ: αφενός, ως κάτοχοι εξουσίας, διατυπώνουν γενικές αρχές που επιβάλλονται στους κυβερνώμενους, αφετέρου, έχουν τον έλεγχο των διδικασιών απαλλαγής που οι ίδιοι έχουν θεσπίσει για να προστατεύσουν τα συμφέροντα και τις θέσεις τους. Ένα τεράστιο ρεπερτόριο δικαιολογιών σχετικοποιεί τα αδικήματά τους εάν είναι απαραίτητο, απομακρύνοντας τις ευθύνες και επαναπροσδιορίζοντας τα εσκεμμένα σφάλματα ως συγχωρεμένα λάθη. Όλα αυτά ενισχύονται από την αδυναμία των θεσμικών κυρώσεων, ιδιαίτερα των δικαστικών.
Ο συγγραφέας αναφέρει ότι η προσέγγιση που προτείνει, αντιστρέφει την άποψη: δεν επικεντρώνεται στις πράξεις, στις «business», αλλά στις συνθήκες της δυνατότητάς τους. Πρέπει να εξεταστεί η ηθική οικονομία των κυρίαρχων ελίτ, των αστικών τάξεων. Θα ήταν απαραίτητο να εξεταστεί η ενστικτώδη ιδιοσυγκρασία τους και οι ψυχικές τους διαθέσεις. Είναι λοιπόν ζήτημα συνδυασμού δύο διαστάσεων, η μια οικονομική και η άλλη ηθική, με την υπεράσπιστη των ιδιωτικών συμφερόντων να είναι αδιαχώριστη από ζητήματα συνοχής και νομιμότητας. Από τη μια πλευρά, είναι απαραίτητο να προσδιοριστούν οι αρχές που σε μια ομάδα καθοδηγούν τον τρόπο σχεδιασμού της παραγωγής και κυκλοφορίας αγαθών και αξιών (αξιοπιστία των ηγετών, ελεύθερος και ανόθευτος ανταγωνισμός, σεβασμός των συμβατικών δεσμεύσεων, καλή πίστη στις συναλλαγές). Από την άλλη πλευρά, είναι απαραίτητο να υπογραμμιστούν οι αρχές με βάση τις οποίες τα μέλη της ομάδας κρίνουν και αιτιολογούν τις πράξεις τους και των ομοίων τους (ομαδική αλληλεγγύη, άρνηση παραβάσεων, αποδυνάμωση, αντιστροφή κατηγοριών). Ο όρος «ηθική» δεν πρέπει να ληφθεί με τη συνήθη έννοια του όρου (καλό ή κακό), αλλά ως ένα σύνολο πολύτιμων συλλογικών πεποιθήσεων που αποτελούν την έννοια που μοιράζεται μια κοινωνική κατηγορία (η συμμετοχή σε μια κυρίαρχη ομάδα, κανονιστική αυτονομία, εσωτερική ομαδική αλληλεγγύη).
Αυτό που είναι πιο σημαντικό στην ηθική οικονομία των κυρίαρχων ελίτ είναι ότι η δεύτερη διάσταση (ηθική) σχετικοποιεί την πρώτη (οικονομική). Συχνά χρησιμοποιείται για να δικαιολογήσει εξαιρέσεις και παραβάσεις. Στα πολιτικά θέματα, οι εκλεγμένοι αξιωματούχοι και οι ηγέτες επιδεικνύουν, χωρίς εξαίρεση, την αξιοπρέπεια και την αδιαφορία τους, που είναι η ελάχιστη προϋπόθεση για την ενσάρκωση του κοινού καλού. Όμως, στην πράξη, η σχέση τους με το χρήμα, με τη χρηματοδότηση της πολιτικής ζωής και της σταδιοδρομίας, είναι ένας τομέας που παρά τις επανειλημμένες κρίσεις, ήταν συγκαλυμμένος μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Οι έλεγχοι αλλάζουν σταδιακά, ορισμένα ζητήματα παραμένουν σε μεγάλο βαθμό αδιαφανή (συσσώρευση αμοιβών, προϋπολογισμός γενικών συνελεύσεων, χρηματοδότηση εκλογικών εκστρατειών). Όπως και να έχει, το χρίσμα που δίνεται με την εκλογή και η επίδειξη της υπεράσπισης του γενικού συμφέροντος χρησιμοποιούνται για να δικαιολογηθούν οι υπερβολές που θεωρούνται πάντα δευτερεύουσες. Σε οικονομικά ζητήματα, το δόγμα του ελεύθερου ανταγωνισμού επικαλείται εδώ και δύο τουλάχιστον αιώνες ως πρωταρχικό σημείο αναφοράς για την οργάνωση των αγορών. Ωστόσο, στην πράξη, οι «συμφωνίες τιμών και ποιότητας» ή η σύσταση μονοπωλίων αποτελούν συχνές πρακτικές. Γίνονται ανεκτά και δικαιολογούνται από τους βιομήχανους όταν είναι προς το συμφέρον της επαγγελματικής ομάδας. Ομοίως, η καλή πίστη στις ανταλλαγές είναι ένα αμετάβλητο του φιλελεύθερου δόγματος, όταν ωστόσο, η χρήση προνομιακών πληροφοριών (insider trading) σε θέματα ακινήτων, χρηματιστηρίων ή δημόσιας αγοράς είναι κοινή και επιτρέπει τον ατομικό πλουτισμό και αυτόν των πλησιέστερων ομοίων.
Όλα τα ανωτέρων δείχνουν ότι η ηθική οικονομία των κυρίαρχων ελίτ είναι τουλάχισοτν ελαστική, επιτρέποντας την πραγματιστική προσαρμογή των θεωρητικών αρχών στα ιδιαίτερα συμφέροντά τους. Είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι είναι διπλής όψης: αφενός, η δήλωση γενικών αρχών που ισχύουν πάντα για τους εξωτερικούς αλλά και για τους εσωτερικούς όταν είναι χρήσιμες για την προστασία των συμφερόντων τους. Από την άλλη, ένα ρεπερτόριο αιτιολογήσεων και κανονιστικών προσαρμογών, που σχετικοποιούν τις αρχές και τις εξουδετερώνουν, αποομακρύνοντας ευθύνες και επαναπροσδιορίζοτνας τα εκ προθέσεως σφάλματα ως συγχωρεμένα λάθη. Σχετικά με τη δικαιοσύνη, ο συγγραφέας αναφέρει ότι η αποτελεσματικότητα της οποίας στα μάτια των οικονομικών παραγόντων οφείλεται στον πραγματισμό της, αλλά και στο γεγονός ότι τοποθετεί τους εμπόρους και τους επιχειρηματίες εκτός του κοινού δικαίου, ιδίως μέσω της ανάπτυξης εθνικών και διεθνών διαδικασιών διαιτησίας. Οι πρωταγωνιστές επιλέγουν τους κριτές τους και οι αποφάσεις των τελευταίων δεν δεσμεύονται απαραίτητα από το νόμο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ποικίλη νομολογία, μερικές φορές αντιφατική, αλλά πρακτικά προσαρμοσμένη σε κάθε περίπτωση, με πλήρη κανονιστική αυτονομία και προς όφελος των επιχειρηματιών.
Χρησιμοποιώντας τον όρο αυτορρύθμιση, ο συγγραφέας τονίζει μια άλλη συμπληρωματική δυναμική της ηθικής οικονομίας, αλλά αναμφίβολα πιο εμπεριστατωμένη, αυτή της δύναμης ορισμένων κοινωνικών ομάδων, αρκετά ισχυρών, ώστε να ορίζουν οι ίδιοι τους κανόνες, ελέγχοντας την εφαρμογή τους, αλλά και τη ρητορική τους ικανότητα να δικαιολογούν αυτή την εξαίρεση. Για περισσότερους από πέντε αιώνες και την αρχή της οικονομίας της αγοράς, οι οικονομικές δυνάμεις διεκδικούσαν πάντα την εξουσία, ακόμη και το δικαίωμα στην αυτορρύθμιση. Εδώ και δύο αιώνες και με την ανάπτυξη της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, οι πολιτικές ελίτ έχουν υιοθετήσει την ίδια θέση. Και στις δύο περιπτώσεις, η κατοχή και η άσκηση εξουσίας, όποια και αν είναι, οδήγησε τις άρχουσες ελίτ να διακρίνονται από τους άλλους πολίτες θεσπίζοντας προς όφελός τους συλλογικές αντιπροσωπείες, κανόνες συμπεριφοράς, και ειδικές μεθόδους επίλυσης διαφορών, δηλαδή μέτρα παρέκκλισης από τις συνήθεις πρακτικές και σταδιακά, αφού συγκροτηθούν τα κράτη, από το κοινό δίκαιο.
Όταν η αυτορρύθμιση φτάνει στα όριά της, οι ελίτ αναπτύσσουν πολλαπλή ρητορική με στόχο να δικαιολογήσουν τις πράξεις τους. Ο συγγραφέας περιγράφει λεπτομερώς τις κύριες στρατηγικές: άρνηση (οφθαλμό με οφθαλμό), διαμάχη (νόμιμή/παράνομη κοινή χρήση), αποδυνάμωση (έχουν διαπραχθεί παράτυπες πράξεις αλλά δεν είμαι ένοχος σε τίποτα) και ευτελισμός (αλλά όλος ο κόσμος συμπεριφέρεται έτσι!).
Τέλος, όταν κανένα από αυτά δεν λειτουργεί και η τιμωρία φαίνεται αναπόφευκτη, οι ελίτ έχουν μια τελευταία λύση, που είναι να επιδιώξουν να αποφύγουν την τημωρία.
Συμπερασματικά, το βιβλίο αυτό αποκρυπτογραφεί το προνόμιο της αυτορρύθμισης των ελίτ και την ικανότητά τους να επωφελούνται από μια δικαιοσύνη που ανταποκρίνεται στις ανάγκες τους. Οι αναγνώστες μπορούν να απευθυνθούν και στις δύο ακόλουθες αναφορές: