Η προσαύξηση περιουσιακών στοιχείων δεν υπόκειται σε φορολογία, εφόσον ο φορολογούμενος είναι σε θέση να αποδείξει την πραγματική πηγή αυτής, καθώς επίσης και ότι αυτή είτε έχει υπαχθεί σε νόμιμη φορολογία είτε απαλλάσσεται από τον φόρο.
Η προσαύξηση περιουσιακών στοιχείων δεν υπόκειται σε φορολογία, εφόσον ο φορολογούμενος είναι σε θέση να αποδείξει την πραγματική πηγή αυτής, καθώς επίσης και ότι αυτή είτε έχει υπαχθεί σε νόμιμη φορολογία είτε απαλλάσσεται από τον φόρο.
Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις κάθε προσαύξηση περιουσίας που προέρχεται από παράνομη ή αδικαιολόγητη ή άγνωστη πηγή ή αιτία θεωρείται κέρδος από επιχειρηματική δραστηριότητα και φορολογείται με συντελεστή 33%.
Ο φορολογούμενος βέβαια οφείλει, σύμφωνα και με σχετική απόφαση (υπ’ αριθμ. Α203/2022) της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), κάθε φορά στην κλήση της ελεγκτικής αρχής να της χορηγήσει τα αναγκαία και εύλογα στοιχεία διευκρίνισης και επαρκούς δικαιολόγησης της περιουσιακής του κατάστασης, η οποία προδήλως δεν ανταποκρίνεται σε εκείνη που προκύπτει από τα στοιχεία των φορολογικών του δηλώσεων.
Η άρνηση ή η παράλειψη του φορολογούμενου να παράσχει τις εν λόγω πληροφορίες ή να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς προς δικαιολόγηση των επίμαχων ποσών λαμβάνεται υπόψη κατά την εκτίμηση από τη φορολογική αρχή των αποδείξεων σε βάρος του.
Με την ίδια απόφαση καθίσταται σαφές ότι δεν αναγνωρίζεται φορολογικά η ζημία που προκύπτει από πωλήσεις εμπορευμάτων σε τιμές κάτω του κόστους είτε σε συνδεδεμένες σε αυτή εταιρείες είτε σε πελάτες της. Είναι δυνατόν να πωλούνται εμπορεύματα σε τιμές κάτω του κόστους, μόνον εφόσον όμως συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι, όπως εταιρείες που βρίσκονται σε εκκαθάριση, αλλά ο υπόχρεος θα πρέπει να το αποδείξει.
Έτσι, για παράδειγμα, ο στόχος της διείσδυσης σε τοπικές αγορές χωρών του εξωτερικού και συνακόλουθα η απόκτηση ικανοποιητικού μεριδίου αγοράς, που αποτελεί ένα μελλοντικό και αβέβαιο γεγονός, που εξαρτάται από ποικίλους ενδογενείς - εξωγενείς παράγοντες, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να δικαιολογήσει την πώληση-διάθεση προϊόντων σε τιμές χαμηλότερες του κόστους αγοράς.