Ο πόλεμος της Ρωσίας εναντίον της Ουκρανίας έχει ήδη τεράστιο αντίκτυπο στην παγκόσμια οικονομία. Οι ειδικοί προειδοποιούν ότι ο πόλεμος θα προκαλέσει ένα τεράστιο αρνητικό σοκ που θα αποδυναμώσει περαιτέρω την ανάπτυξη, μετά την συνεχιζόμενη πανδημία και θα αυξήσει περαιτέρω τις πληθωριστικές πιέσεις. «Δεδομένης αυτής της δυναμικής, ακόμη και η κατά τα άλλα ισχυρή αμερικανική οικονομία θα βιώσει απότομη ύφεση και θα οδηγηθεί σε μείωση της ανάπτυξης», δήλωσε ο Νουριέλ Ρουμπινί.
Tου Μιχάλη Ψύλου
[email protected]
Ο πόλεμος της Ρωσίας εναντίον της Ουκρανίας έχει ήδη τεράστιο αντίκτυπο στην παγκόσμια οικονομία. Οι ειδικοί προειδοποιούν ότι ο πόλεμος θα προκαλέσει ένα τεράστιο αρνητικό σοκ που θα αποδυναμώσει περαιτέρω την ανάπτυξη, μετά την συνεχιζόμενη πανδημία και θα αυξήσει περαιτέρω τις πληθωριστικές πιέσεις. «Δεδομένης αυτής της δυναμικής, ακόμη και η κατά τα άλλα ισχυρή αμερικανική οικονομία θα βιώσει απότομη ύφεση και θα οδηγηθεί σε μείωση της ανάπτυξης», δήλωσε ο Νουριέλ Ρουμπινί, επικεφαλής οικονομολόγος στην ομάδα της Atlas Capital.
H επιθετικότητα του Πούτιν είναι ένας παράγοντας που όχι μόνο σημαίνει μέγιστη ανασφάλεια, αλλά και καταστρέφει βιώσιμες οικονομικές δομές, πολύ περισσότερο από ό,τι η πανδημία.
Στην πραγματικότητα, οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας δεν επηρεάζουν μόνο τις ρωσικές εταιρείες, αλλά πολλές επιχειρήσεις σε όλο τον κόσμο. Δισεκατομμύρια κινδυνεύουν για διεθνείς εταιρείες, τράπεζες και επενδυτές.
Μόνο τα διεθνή κεφάλαια που έχουν επενδυθεί στη Ρωσία σε μετοχές και ομόλογα, ξεπερνούν τα 60 δισεκατομμύρια δολάρια, σύμφωνα με στοιχεία της εταιρείας χρηματοοικονομικής ανάλυσης Morningstar. Εταιρείες, όπως η Capital Group, η Blackrock και η Vanguard έχουν πληγεί περισσότερο.
Σύμφωνα με ανάλυση της αμερικανικής επενδυτικής τράπεζας JPMorgan, οι ξένοι κατέχουν περίπου 79 δισεκατομμύρια δολάρια σε ρωσικά χρεόγραφα.
Η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (BIS), εκτιμά επίσης ότι τα ξένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στη Ρωσία αντιμετωπίζουν κινδύνους, ύψους περίπου 120 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Στην Ευρώπη, οι ιταλικές και γαλλικές τράπεζες έχουν πληγεί περισσότερο - με λίγο πάνω από 25 δισεκατομμύρια δολάρια για κάθε χώρα.
Η έκθεση των αμερικανικών τραπεζών ανέρχεται συνολικά στα 14,7 δισεκατομμύρια δολάρια. Από τις επιμέρους τράπεζες, ιδιαίτερα εκτεθειμένη είναι η αυστριακή Raiffeisen Bank International - με 22,85 δισ. ευρώ. Η γαλλική Société Générale, που ελέγχει τη ρωσική Rosbank, είναι επίσης εκτεθειμένη με 18,6 δισ. ευρώ. Από τις αμερικανικές, η Citigroup εμπλέκεται στη Ρωσία με σχεδόν δέκα δισεκατομμύρια δολάρια.
Η BP θέλει να παραιτηθεί από το μερίδιό της στον ρωσικό πετρελαϊκό κολοσσό Rosneft. Η Rosneft αντιπροσωπεύει περίπου τα μισά αποθέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου της BP και το ένα τρίτο της παραγωγής της. Σύμφωνα με τη βρετανική εταιρεία, η πώληση του μεριδίου 19,75% θα κοστίσει έως και 25 δισεκατομμύρια δολάρια.
H ExxonMobil αποχωρεί από τη ρωσική επιχείρηση πετρελαίου και φυσικού αερίου. Αυτό έχει μέχρι στιγμής αποτιμηθεί σε περισσότερα από τέσσερα δισεκατομμύρια δολάρια. Η Shell διακόπτει όλες τις δραστηριότητές της στη Ρωσία. Η πετρελαϊκή εταιρεία είχε περίπου 3 δισεκατομμύρια δολάρια σε περιουσιακά στοιχεία στη Ρωσία, στα τέλη του 2021.
Γίνεται πλέον σαφές: Αυτή η κρίση είναι διαφορετική και πιο δύσκολη από την κατάσταση στην οποία βρίσκεται η παγκόσμια οικονομία εδώ και δύο χρόνια. Τα προβλήματα που προκύπτουν από τον επιθετικό πόλεμο της Ρωσίας δεν μπορούν να λυθούν με πακέτα βοήθειας ή φθηνό χρήμα από τις κεντρικές τράπεζες.
Όσον αφορά τα διεθνή χρηματιστήρια, οι μετοχές των τραπεζών καταγράφουν μεγάλες απώλειες: η γερμανική Commerzbank έχασε σχεδόν 9% και η μετοχή της Deutsche Bank σχεδόν 7%. Ανάλογη ήταν η κατάσταση και για τις άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες. Αυτό οφείλεται εν μέρει στον αποκλεισμό των ρωσικών τραπεζών από το σύστημα SWIFT. Σύμφωνα με την ΕΕ, επτά ρωσικές τράπεζες εξαιρούνται πλέον από το σύστημα SWIFT: VTB, Otkritie, Novikombank, η κρατική τράπεζα Promsvyazbank, η Rossiya, η Sovcombank και η κρατική τράπεζα VEB. Ο αποκλεισμός από τις διεθνείς πληρωμές σημαίνει επίσης ότι οι ρωσικές τράπεζες δεν μπορούν πλέον να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους προς τους διεθνείς εταίρους τους. Αυτός είναι και ο λόγος για την εξαίρεση της μεγαλύτερης ρωσικής τράπεζας, της Sberbank και της Gazprombank, που είναι τα κύρια χρηματοπιστωτικά ιδρύματα των προμηθευτών ενέργειας. Ωστόσο, η Ε.Ε. επιβάλλει περαιτέρω κυρώσεις σε αυτές τις δύο τράπεζες, καθώς και σε άλλα ρωσικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
Μετά από δύο χρόνια αβεβαιότητας που προκλήθηκε από την πανδημία του κορωνοϊού, ο πόλεμος στην Ουκρανία θέτει περαιτέρω προκλήσεις για την παγκόσμια οικονομία και οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι συνεχίζουν να αυξάνονται.
Η Ρωσία και η Ουκρανία θεωρούνται κύριοι εξαγωγείς σιτηρών, αντιπροσωπεύοντας το ένα τέταρτο των παγκόσμιων εξαγωγών σιταριού. Ο φόβος για ελλείψεις στον εφοδιασμό λόγω του πολέμου στην Ουκρανία και των σχετικών κυρώσεων ανεβάζουν σημαντικά την τιμή του σιταριού, που έχει ήδη αυξηθεί πάνω από 9%.
Το σοκ του στασιμοπληθωρισμού που προκλήθηκε από τον πόλεμο της Ουκρανίας θα γίνει αισθητό παγκοσμίως μέσω των αγορών ενέργειας: Εξάρτηση από το ρωσικό αέριο για την Ε.Ε., αλλά και αύξηση των τιμών του αργού πετρελαίου για τους καταναλωτές στις ΗΠΑ. Για να μην αναφέρουμε την εμπιστοσύνη των καταναλωτών και των επενδυτών.
Άλλες γεωπολιτικές συγκρούσεις μπορεί να ενταθούν, όπως για παράδειγμα στην Ταϊβάν.
Ο επικεφαλής οικονομολόγος της ΕΚΤ, Φίλιπ Λέιν, δήλωσε στη Frankfurter Allgemeine Zeitung ότι οι τρέχουσες γεωπολιτικές εντάσεις «επηρεάζουν όχι μόνο τις τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, αλλά και την εμπιστοσύνη των επενδυτών και των καταναλωτών στο εμπόριο».
Επιπλέον, η Ρωσία θα μπορούσε να περιορίσει την παραγωγή πετρελαίου ως απάντηση στις δυτικές κυρώσεις. Με αυτόν τον τρόπο, ο Ρώσος πρόεδρος Πούτιν θα μπορούσε να προκαλέσει ασύμμετρη ζημιά στις ευρωπαϊκές και αμερικανικές αγορές.
Προκειμένου να μειωθεί η αναταραχή στην αγορά πετρελαίου, οι Ευρωπαίοι, όπως και οι Αμερικανοί, μπορούν να απελευθερώσουν μέρος των εθνικών τους αποθεμάτων πετρελαίου. Υπάρχει επίσης αυξανόμενη πίεση στις Ηνωμένες Πολιτείες να έρθουν σε συμφωνία με το πετρελαιοπαραγωγικό Ιράν. Μένει να δούμε τέλος,πώς θα αντιδράσει το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ για το βασικό επιτόκιο στη συνεδρίαση της προσεχούς Πέμπτης.