Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν βομβαρδίζει την Ουκρανία και η Ευρωπαική Ένωση, οι ΗΠΑ και άλλες χώρες, απαντούν με κυρώσεις. Για πρώτη φορά όμως, οι Ηνωμένες Πολιτείες χρησιμοποιούν ως όπλο εναντίον άλλης χώρας και την τεχνολογία: Απαγορεύουν πλέον τις εξαγωγές στη Ρωσία προϊόντων και υλικών που είναι απαραίτητα σε βασικές τεχνολογίες. Αυτό μπορεί γρήγορα να γίνει σοβαρό πρόβλημα για τη Ρωσία.
Tου Μιχάλη Ψύλου
[email protected]
Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν βομβαρδίζει την Ουκρανία και η Ευρωπαϊκή Ένωση, οι Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες χώρες, απαντούν με κυρώσεις. Αρκετές ρωσικές τράπεζες δεν έχουν πλέον πρόσβαση στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα Swift και η κεντρική τράπεζα της Μόσχας δεν μπορεί να έχει πρόσβαση σε αποθεματικά δισεκατομμυρίων δολαρίων. Τα ρωσικά αεροπλάνα δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούν τον ευρωπαϊκό και τον αμερικανικό εναέριο χώρο, ενώ οι ολιγάρχες φοβούνται για τις πολυτελείς θαλαμηγούς τους.
Για πρώτη φορά όμως, οι Ηνωμένες Πολιτείες χρησιμοποιούν ως όπλο εναντίον άλλης χώρας, την τεχνολογία: Απαγορεύουν πλέον τις εξαγωγές στη Ρωσία προϊόντων και υλικών που είναι απαραίτητα σε βασικές τεχνολογίες. Αυτό μπορεί γρήγορα να γίνει σοβαρό πρόβλημα για τη Ρωσία. Ο κλάδος της πληροφορικής ανθίζει στη χώρα εδώ και χρόνια - αλλά η εστίαση εδώ είναι πρωτίστως στην ανάπτυξη λογισμικού και υπηρεσιών Διαδικτύου.
«Ο στόχος των κυρώσεων είναι να παρεμποδιστεί η ικανότητα της Ρωσίας να παράγει τα αναγκαία προϊόντα υψηλής τεχνολογίας σε βασικούς τομείς», λέει ο Πίτερ Χάρελ, μέλος του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας του Λευκού Οίκου. «Σκεφτόμαστε περισσότερο πώς να αποδυναμώσουμε τη ρωσική βιομηχανική παραγωγή και τους τομείς υψηλής τεχνολογίας και όχι να επιτεθούμε στον ρωσικό λαό, γενικά», προσθέτει ο Αμερικανός αξιωματούχος. «Είναι μια τιμωρία που θα μπορούσε να καταλήξει να πλήξει τη Ρωσία πιο σκληρά από οποιαδήποτε άλλη», λέει η Αλένα Επιφάνοβα, ερευνήτρια στο γερμανικό Κέντρο Διεθνών Σχέσεων (DGAP), σε συνέντευξή της στο Γερμανικό τηλεοπτικό δίκτυο n-tv. «Μια σύγχρονη οικονομία βασίζεται φυσικά στην τεχνολογία της πληροφορικής και η ρωσική δεν μπορεί να το αποφύγει», λέει η Επιφάνοβα.«Και η Ρωσία δεν έχει τον δικό της ισχυρό τομέα πληροφορικής, αλλά εξαρτάται από ξένες βασικές τεχνολογίες».
Ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι όμως συσχετισμένος με τη βιομηχανία των ημιαγωγών και για τη Δύση. Η Ουκρανία παρέχει το 70% του σπάνιου αερίου «Νέον» και προορίζεται για την κατασκευή ημιαγωγών στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το «Νέον», είναι απαραίτητο για την παραγωγή τσιπ επειδή χρησιμοποιείται στις μονάδες παραγωγής ημιαγωγών στις μικρο-λεπτές εγχάραξεις των πλακών πυριτίου.
Η ουκρανική εταιρεία Cryoin, με έδρα την Οδησσό, είναι ο παγκόσμιος ηγέτης στην παραγωγή «Νέον» και από μόνη της παραδίδει το 50% της παγκόσμιας προσφοράς. Συνεργάζεται με επιχειρήσεις στην Ευρώπη, την Ιαπωνία, την Κορέα, την Κίνα και την Ταϊβάν, αλλά και στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Λόγω του ρωσικού αποκλεισμού της Οδησσού, η Cryoin, ανακοίνωσε ότι θα σταματήσει προσωρινά την παραγωγή για να προστατεύσει τους υπαλλήλους της. Αυτή η διακοπή της παραγωγής προκαλεί ανησυχία στα χυτήρια που κινδυνεύουν να δουν την τιμή του «Νέον» να αυξάνεται και την έλλειψη να επιδεινώνεται. Οι αναλυτές προειδοποιούν ότι οι επιπτώσεις που προκαλούνται από τη διακοπή του εφοδιασμού της Cryoin θα μπορούσαν να γίνουν αισθητές σε όλο τον κόσμο.
Το φθόριο είναι ένα άλλο αέριο που παράγεται επίσης στην Ουκρανία, γεγονός που προκαλεί μεγάλη ανησυχία καθώς οι παγκόσμιες προμήθειες μικροτσιπ είναι περιορισμένες και οι παραγγελίες έχουν αυξηθεί ιδιαίτερα στη Δύση.
Για το Κρεμλίνο όμως, το συμπέρασμά είναι πιο καταστροφικό: αν και η Ρωσία έχει επενδύσει πολλά χρήματα τα τελευταία χρόνια για να εξοπλίσει και να εθνικοποιήσει την τεχνική της υποδομή λόγω των εντάσεων με την Ε.Ε. και τις ΗΠΑ που συνεχίζονται εδώ και χρόνια, φαίνεται ότι έχει μείνει πίσω στον τομέα που προμηθεύει τα στοιχεία για την κοινωνία της πληροφορίας: «Ημιαγωγοί και επεξεργαστές δεν ελήφθησαν υπόψη στην εθνική στρατηγική πληροφορικής, λέει η ειδικός σε θέματα τεχνολογίας Αλένα Επιφάνοβα. Η Ρωσία έχει τις δικές της εταιρείες κατασκευής επεξεργαστών, όπως η Baikal και η Elbrus, αλλά εξαρτώνται από την παραγωγή της Ταϊβάν, καθώς δεν έχει τη δική της βιομηχανία ημιαγωγών, γεγονός που θα επηρεάσει και άλλες αλυσίδες παραγωγής». Οι ειδικοί εκτιμούν ότι η ρωσική βιομηχανία ημιαγωγών θα πρέπει να κάνει μεγάλες επενδύσεις σε 30 χρόνια για να φτάσει σε ικανοποιητικό επίπεδο. Και μετά άλλα 30 χρόνια έρευνας και ανάπτυξης μέχρι να φτάσει στην κορυφή.
Όπως πολλές άλλες χώρες, η Ρωσία προμηθεύεται ημιαγωγούς από το εξωτερικό, από εταιρείες όπως η Intel. Εναλλακτικά, μπορούν να σχεδιαστούν από εταιρείες όπως η Baikal ή η Elbrus και στη συνέχεια να κατασκευαστούν κατόπιν παραγγελίας από κατασκευαστές μικροτσιπ όπως η TSMC στην Ταϊβάν, η Samsung στη Νότια Κορέα ή η AMD στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ωστόσο, οι μεγάλες εταιρείες του κλάδου, αλλά και άλλες λιγότερο γνωστές, έχουν ήδη ανακοινώσει ότι θα συμμορφωθούν με τα μέτρα που ανακοίνωσε η αμερικανική κυβέρνηση, τα οποία ουσιαστικά αποτελούν απαγόρευση εξαγωγών.
Η απαγόρευση αυτή περιλαμβάνει όλα τα προϊόντα που κατασκευάζονται σε αμερικανικό έδαφος ή από αμερικανικές εταιρείες, αλλά και εκείνα που κατασκευάζονται σε άλλες χώρες με χρήση αμερικανικού εξοπλισμού. Στις κυρώσεις περιλαμβάνονται ακόμη και τα προϊόντα που χρησιμοποιούν σχέδια από αμερικανικές εταιρείες, τα οποία αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία των Αμερικανών πολιτών.
Με δεδομένο ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι ο παγκόσμιος ηγέτης σε αυτόν τον τομέα , θα υπάρχει πάντα το «ίχνος» τους ,σε κάποιο κρίκο της εφοδιαστικής αυτής αλυσίδας. Και φυσικά , δεν μπορεί να τεθεί ζήτημα για εταιρείες όπως η TSMC της Ταϊβάν, να μην συμμορφωθεί ή να αγονήσει την απαγόρευση εξαγωγών.
Για τη Ρωσία, αυτού του είδους οι κυρώσεις, δεν σημαίνουν τίποτα περισσότερο από το ότι απολύτως απαραίτητα σύγχρονα εξαρτήματα, δεν θα είναι πλέον διαθέσιμα στους σημαντικότερους βιομηχανικούς τομείς του 21ου αιώνα. Η εγχώρια βιομηχανία υπολογιστών, η αεροπορία, η ναυτιλία και η αεροδιαστημική, απειλούνται. «Πρακτικά αυτό μπορεί απλώς να σημαίνει διακοπή της παραγωγής στη ρωσική μεταποίηση», λέει η ερευνήτρια του DGAP. «Στη Ρωσία, οι εταιρείες όπως η Baikal και η Elbrus χρησιμοποιούνται κυρίως από κρατικές αρχές, αλλά και σε κρίσιμες υποδομές. Θεωρούνται μεγάλο επίτευγμα. Φυσικά, έχουν αποθέματα, αλλά μπορούμε να υποθέσουμε ότι θα παρουσιαστούν προβλήματα στους επόμενους 12 με 18 μήνες», προσθέτει.
Οι δυτικοί ειδικοί λένε πώς δεν γνωρίζουν αν η Ρωσία σχεδιάζει να ξεκινήσει τη δική της βιομηχανία ημιαγωγών. Εκτιμούν όμως ότι αυτό θα ήταν αδύνατο ακόμη και χωρίς τον πόλεμο στην Ουκρανία. Η βιομηχανία ημιαγωγών είναι πιθανώς η πιο ακριβή στον κόσμο: Ένα σύγχρονο εργοστάσιο για να κατασκευαστεί, κοστίζει από 10 έως 25 δισεκατομμύρια δολάρια .Ελάχιστες εταιρείες παράγουν τον απαραίτητο εξοπλισμό ,οι λίστες αναμονής μεγάλες και το εξειδικευμένο προσωπικό, σπάνιο.
Το παράδειγμα της κινεζικής Huawei δείχνει σε τι μπορεί να οδηγήσει αυτή η κατάσταση. Η κινεζική εταιρεία ήταν ο ηγέτης της παγκόσμιας αγοράς στην επέκταση του 5G και ανταγωνιζόταν την Apple και τη Samsung με τα smartphone της. Υπήρχε όμως πάντα η υποψία ότι η Huawei χρησιμοποιεί την τεχνολογία της για να κάνει κατασκοπεία υπέρ του κινεζικού κράτους στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Ως εκ τούτου, πριν από μερικά χρόνια, η εταιρεία έγινε ο πρώτος στόχος των νέων αμερικανικών κυρώσεων τεχνολογίας. Μόλις ένα χρόνο αργότερα, οι πωλήσεις της κατέρρευσαν κατά 30%.
H κινεζική βιομηχανία ημιαγωγών έχει το ίδιο πρόβλημα με τη ρωσική: Η Κίνα υστερεί επίσης από τα κορυφαία έθνη τεχνολογίας όσον αφορά την έρευνα και την παραγωγή. Οι κινεζικές εταιρείες μικροτσίπ βασίζονται επίσης σε ευρωπαϊκά σχέδια, αμερικανικό εξοπλισμό ή ξένους κατασκευαστές στην Ταϊβάν και τη Νότια Κορέα. Εάν σκέφτονται να παραβιάσουν τους αμερικανικούς ελέγχους εξαγωγών, η τύχη της Huawei δρα αποτρεπτικά- όπως ακριβώς τώρα στην περίπτωση της Ρωσίας.