Σφιχτές αυξήσεις στον κατώτατο μισθό, που να κινούνται μεταξύ 2,7% και 3,4%, προτείνει η Τράπεζα της Ελλάδος, ενώ επιδότηση εισφορών ζητούν οι εργοδοτικές οργανώσεις, προκειμένου να αμβλυνθεί το βάρος του μισθολογικού κόστους, όπως προκύπτει από τα πορίσματα που υπέβαλαν οι επιστημονικοί φορείς στο υπουργείο Εργασίας.
Από την έντυπη έκδοση
Του Βασίλη Αγγελόπουλου
[email protected]
Σφιχτές αυξήσεις στον κατώτατο μισθό, που να κινούνται μεταξύ 2,7% και 3,4%, προτείνει η Τράπεζα της Ελλάδος, ενώ επιδότηση εισφορών ζητούν οι εργοδοτικές οργανώσεις, προκειμένου να αμβλυνθεί το βάρος του μισθολογικού κόστους, όπως προκύπτει από τα πορίσματα που υπέβαλαν οι επιστημονικοί φορείς στο υπουργείο Εργασίας.
Με τη διαδικασία της διαβούλευσης μεταξύ των κοινωνικών φορέων και της Πολιτείας να είναι σε πλήρη εξέλιξη, όλες οι απόψεις φαίνεται ότι συγκλίνουν στο σκέλος της αύξησης που έχει δεσμευτεί η κυβέρνηση να ισχύσει από την 1η Μαΐου. Ωστόσο, υπάρχουν σαφείς διαφοροποιήσεις ως προς το ποσοστό της αύξησης, με την πλευρά της ΓΣΕΕ (ΙΝΕ) να βρίσκεται σε εκ διαμέτρου αντίθετη κατεύθυνση σε σχέση με τους εκπροσώπους των κλάδων των επιχειρήσεων.
Ακριβέστερα, υπόμνημα προτάσεων προς το υπουργείο Εργασίας υποχρεώνονται να υποβάλουν η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), τα Ινστιτούτα των Εμπόρων (ΙΝΕΜΥ - ΕΣΕΕ), των επαγγελματοβιοτεχνών (ΙΜΕ - ΓΣΕΒΕΕ), της ΓΣΕΕ (ΙΝΕ), του τουρισμού (ΙΝ - ΣΕΤΕ), το ΙΟΒΕ, το ΚΕΠΕ, το Εθνικό Ινστιτούτο Εργασίας και Ανθρώπινου Δυναμικού (ΕΙΕΑΔ) και ο ΟΑΕΔ.
Ασφαλώς και η πρόταση με την πιο περιορισμένη αύξηση προήλθε από την ΤτΕ, καθώς υποστηρίζει ότι επηρεάζονται και τα υπόλοιπα μισθολογικά κλιμάκια. Μάλιστα, θεωρεί ότι οι μισθοί που βρίσκονται κοντά στις κατώτατες αποδοχές του ιδιωτικού τομέα (π.χ., 800-900 ευρώ) θα δεχτούν πίεση για ανάλογη αύξηση. Γι’ αυτό και προτείνει ο κατώτατος μισθός να αυξηθεί από 2,7%-3,4%. Προκειμένου να εξηγήσει τη φειδωλή αύξηση που προτείνει, η ΤτΕ αναφέρει πως «παραμένουν σημαντικοί κίνδυνοι, που ενδέχεται να επηρεάσουν αρνητικά την ανάπτυξη και οι οποίοι συνδέονται με την αυξημένη αβεβαιότητα για την εξέλιξη των διεθνών τιμών της ενέργειας και του πληθωρισμού, με το ενδεχόμενο επιδείνωσης της υγειονομικής κατάστασης, με γεωπολιτικές εντάσεις κυρίως εξαιτίας της κρίσης στην Ουκρανία, καθώς και με τη διαμόρφωση δυσμενέστερων χρηματοπιστωτικών συνθηκών λόγω της αυστηροποίησης της νομισματικής πολιτικής και μίας πιθανής αύξησης των επιτοκίων».
Οι θέσεις των φορέων
Το ΙΟΒΕ εστιάζει το πόρισμά του στο σκέλος των εισφορών και υπογραμμίζει ότι παραμένουν υψηλότερες από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Άρα οι κατώτατες αποδοχές στον ιδιωτικό τομέα θα πρέπει να προσαρμοστούν με αντίστοιχες παρεμβάσεις ώστε να μειωθούν οι εισφορές. Η πρόταση του ΙΟΒΕ είναι να υπάρξει ήπια αύξηση. Με τη θέση αυτή δείχνει να συμπλέει και το ΚΕΠΕ, που κάνει λόγο για «όχι υπερβολικά μεγάλη» αύξηση. Σημειώνει δε ότι οι όποιες προτάσεις κατατέθηκαν λίγο πριν ξεσπάσει ο πόλεμος στην Ουκρανία. Άρα δεν έχουν συμπεριλάβει τις επιδράσεις από την εμπόλεμη κατάσταση που είναι άγνωστο πόσο θα διαρκέσει. Σημειώνεται ότι το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών έχει οριστεί ως ο φορέας που θα συγκεντρώσει όλες τις προτάσεις και θα εκπονήσει την τελική του γνωμοδότηση προς τον υπουργό Εργασίας.
Ανάλογη παρέμβαση πραγματοποιεί και το ΙΝΕΜΥ - ΕΣΕΕ, επισημαίνοντας ότι η επιβάρυνση για μια επιχείρηση είναι συγκριτικά πιο μεγάλη από την όποια ονομαστική αύξηση του μισθού. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι για καθαρές αποδοχές μισθωτού στα 664,3 ευρώ, οι μικτές αποδοχές του είναι αυξημένες κατά 109,2 ευρώ, λόγω εισφοράς εργαζόμενου στο ΙΚΑ, και φτάνουν στα 773,5 ευρώ. Όμως η τελική επιβάρυνση ανά μήνα για την επιχείρηση είναι πολλαπλάσια, ακριβέστερα κατά 174,3 ευρώ αυξημένη, ποσό που αντιστοιχεί στις εργοδοτικές εισφορές. Το ΙΝΕΜΥ - ΕΣΕΕ προτείνει αύξηση στα όρια του πληθωρισμού.
Το ΙΜΕ - ΓΣΕΒΕΕ εκτιμά ότι είναι πολύ σημαντική η επίδραση των αυξήσεων στις κατώτατες αποδοχές, σε συγκεκριμένους κλάδους της οικονομίας που έχουν δεχτεί ισχυρό πλήγμα από την υγειονομική κρίση. Ενδεικτικά αναφέρεται η εστίαση, καθώς εκτιμάται ότι πάνω από 6 στους 10 εργαζόμενους του εν λόγω κλάδου (65,4%), θα τύχουν ανάλογης προσαρμογής των αποδοχών τους, λόγω της αύξησης που προωθείται. Γι’ αυτό και προτείνει αύξηση στα επίπεδα του πληθωρισμού.
Ανάλογη είναι και η τοποθέτηση του ΙΝ-ΣΕΤΕ, που εκτιμά ότι μια ενδεχόμενη αύξηση κατά 4% στις κατώτατες αποδοχές θα επιφέρει ανάλογη αύξηση κατά 5% στους απασχολούμενους του κλάδου του τουρισμού. Η πρόταση του Ινστιτούτου είναι η όποια αύξηση να κυμανθεί από 5% έως 6%. Το ΕΙΕΑΔ, αντίθετα, θεωρεί ότι οι κατώτατες αποδοχές στον ιδιωτικό τομέα θα μπορούσαν να αυξηθούν έως και 7%. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέθεσε το Ινστιτούτο, προκύπτει ότι ο κατώτατος μισθός των 650 ευρώ τον μήνα, δηλαδή πριν από την αύξηση κατά 2% που δόθηκε την 1η Ιανουαρίου του τρέχοντος έτους, αντιστοιχεί στο 51,5% του μέσου μισθού της χώρας.
Ο ΟΑΕΔ εστιάζει την τοποθέτησή του στο σκέλος της επιβάρυνσης που θα έχει ο Οργανισμός, λόγω αύξησης των επιδομάτων, που θα επιφέρει η αναμενόμενη αύξηση του κατώτατου μισθού. Ακριβέστερα, στο ενδεχόμενο που συμφωνηθεί αύξηση 1%, τότε η επιβάρυνση θα είναι 14,7 εκατ. ευρώ, ενώ φτάνει στα 88 εκατ. ευρώ ετησίως για αύξηση 6%.
Το ΙΝΕ της ΓΣΕΕ προτείνει τη μεγαλύτερη αύξηση απ’ όλους τους επιστημονικούς φορείς, στο 13,5%. Μια αύξηση που εκτιμάται ότι θα στηρίξει τα νοικοκυριά που ταλαιπωρούνται αυτή την περίοδο λόγω ακρίβειας.