Με τις τιμές του φυσικού αερίου, του ηλεκτρικού ρεύματος και του πετρελαίου να καταγράφουν ταυτόχρονα το ένα ρεκόρ μετά το άλλο, το πλήγμα στον οικογενειακό προϋπολογισμό μεγαλώνει και μαζί με αυτό διογκώνεται και το απαιτούμενο δημοσιονομικό κόστος για τη στήριξη των ευπαθών κοινωνικών ομάδων.
Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Με τις τιμές του φυσικού αερίου, του ηλεκτρικού ρεύματος και του πετρελαίου να καταγράφουν ταυτόχρονα το ένα ρεκόρ μετά το άλλο, το πλήγμα στον οικογενειακό προϋπολογισμό μεγαλώνει και μαζί με αυτό διογκώνεται και το απαιτούμενο δημοσιονομικό κόστος για τη στήριξη των ευπαθών κοινωνικών ομάδων.
Η κυβέρνηση επαναλαμβάνει -διά των δηλώσεων που κάνουν κορυφαία κυβερνητικά στελέχη- την πρόθεσή της να στηρίξει με πρόσθετα μέτρα τα ευάλωτα νοικοκυριά, ωστόσο κάθε δημόσια δήλωση συνοδεύεται και από επίκληση των αντοχών του προϋπολογισμού. Με τα σημερινά δεδομένα -δηλαδή την υποχρέωση η χώρα να περιορίσει φέτος το πρωτογενές έλλειμμα στο 1,4% του ΑΕΠ- δημοσιονομικό περιθώριο για μια γενναία παροχή που θα στηρίξει τα νοικοκυριά δεν υπάρχει.
Αν, μάλιστα, παραταθεί η πολεμική σύρραξη, οι συνθήκες που θα διαμορφωθούν σε δημοσιονομικό επίπεδο θα είναι ακόμη χειρότερες. Έτσι, πρακτικά, το τι μέλλει γενέσθαι θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο θα αποφασιστεί σε επίπεδο Ευρώπης περαιτέρω δημοσιονομική χαλάρωση για φέτος, ώστε να εξασφαλιστεί ο απαιτούμενος δημοσιονομικός χώρος.
Με την τροπή που έχουν πάρει τα πράγματα, ο προϋπολογισμός θα υποστεί πλήγμα ακόμη και από την ανάγκη επιδότησης των λογαριασμών του ηλεκτρικού ρεύματος και του φυσικού αερίου. Για σήμερα, η τιμή χονδρικής της μεγαβατώρας έχει εκτοξευτεί πάνω από τα 360 ευρώ. Αν αυτό συνεχιστεί, ακόμη και τα 350 εκατ. ευρώ που δαπανώνται σε μηνιαία βάση για να επιδοτούνται οι λογαριασμοί του ρεύματος και του φυσικού αερίου, νοικοκυριών και επιχειρήσεων, δεν θα είναι αρκετά. Το Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης, μέσω του οποίου χρηματοδοτούνται σήμερα αυτές οι επιδοτήσεις, εκτιμάται ότι έχει περιθώριο της τάξεως των 2 δισ. ευρώ για ολόκληρο το έτος. Ήδη, με τις επιδοτήσεις του Μαρτίου, θα έχει δαπανηθεί περίπου το 1 δισ. ευρώ. Με τα εξωφρενικά επίπεδα τιμών των τελευταίων ημέρων, είναι αμφίβολο ακόμη και το αν θα φτάσουν οι πόροι για να καλυφθεί και ο Μάιος. Από εκεί και πέρα, η χρηματοδότηση θα πρέπει να γίνεται μέσω του κρατικού προϋπολογισμού. Για να γίνει αντιληπτό το δημοσιονομικό κόστος, αρκεί να σημειωθεί ότι για να καλυφθεί μόνο έναν μήνα ένα μέρος από τη ζημιά που υφίστανται τα νοικοκυριά εξαιτίας των υψηλών τιμών ενέργειας, απαιτούνται πόροι που αντιστοιχούν σε όλη την έκπτωση που υιοθετείται για τον ΕΝΦΙΑ.
Η πρόσθετη εφάπαξ οικονομική ενίσχυση των ευπαθών νοικοκυριών -χαμηλοσυνταξιούχων, δικαιούχων του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος κ.λπ.- απαιτεί πόρους άνω των 200 εκατ. ευρώ για να δοθεί ένα μέσο ποσό της τάξεως των 200 ευρώ. Αν υποτεθεί ότι -σε ένα δυσμενές σενάριο- οι υψηλές τιμές της ενέργειας διατηρηθούν για ολόκληρο το β’ εξάμηνο, θα χρειαστεί ποσό που μπορεί να ξεπεράσει και τα 2 δισ. ευρώ. Τέτοιος δημοσιονομικός χώρος χωρίς να αυξηθεί το πρωτογενές έλλειμμα πολύ δύσκολα θα βρεθεί, ειδικά από τη στιγμή που οι τεράστιες αυξήσεις ειδικά στην ενέργεια θα πλήξουν τον ρυθμό ανάπτυξης είτε διά της αύξησης του ελλείμματος στο εμπορικό ισοζύγιο είτε διά της μείωσης της κατανάλωσης ή και διά της απώλειας εσόδων από τον τουρισμό. Οι πιθανές επιπτώσεις από τον πόλεμο στην Ουκρανία στο ελληνικό ΑΕΠ έχουν ήδη αρχίσει να ποσοτικοποιούνται και συνολικά εκτιμάται ότι μπορεί να χαθούν μία ή και δύο μονάδες από τον προσδοκώμενο ρυθμό ανάπτυξης.
Το βασικό σενάριο για φέτος προέβλεπε ότι το ΑΕΠ θα μπορούσε να αυξηθεί κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες. Αυτή τη στιγμή, όμως, εκτιμάται ότι μπορεί να προκύψουν απώλειες:
1. Από την αύξηση του ελλείμματος στο εμπορικό ισοζύγιο. Το έλλειμμα σε μηνιαία βάση τόσο για τον Φεβρουάριο όσο και για τον Μάρτιο αναμένεται να ξεπεράσει κατά πολύ ακόμη και το 1 δισ. ευρώ. Αυτό θα φανεί ως αύξηση των εισαγωγών και μείωση του ΑΕΠ. Ενδεχομένως το α’ τρίμηνο, ο ρυθμός ανάπτυξης να είναι θετικός (καθώς θα γίνει σύγκριση με την περσινή ύφεση της πανδημίας), ωστόσο σε κάθε περίπτωση η επίδοση θα είναι αρκετά ψαλιδισμένη.
2. Από το μέτωπο του τουρισμού ήδη εκτιμάται ότι τα έσοδα από τη Ρωσία θα προσεγγίσουν το μηδέν. Αυτό σημαίνει απώλειες άνω των 400-500 εκατ. ευρώ. Αν προστεθούν και οι απώλειες από το κλίμα που θα έχει διαμορφωθεί λόγω του πολέμου, είναι πιθανό να χαθούν έσοδα ακόμη και άνω του 1 δισ. ευρώ σε σχέση με τα προσδοκώμενα. Για φέτος έχουν προϋπολογιστεί έσοδα που αντιστοιχούν στο 80% των εσόδων του 2019.
3. Στο μέτωπο της κατανάλωσης, όλα είναι ανοικτά αυτή τη στιγμή, καθώς ουδείς μπορεί να εκτιμήσει ποιο θα είναι το κόστος στον οικογενειακό προϋπολογισμό από την πορεία των τιμών. Άλλωστε, εκτός από την ακρίβεια, πρέπει να συνυπολογιστούν η όποια αύξηση γίνει φέτος στο εισόδημα, αλλά και τα αυξημένα επίπεδα ρευστότητας των νοικοκυριών.
Σήμερα, η ΕΛΣΤΑΤ αναμένεται να ανακοινώσει τη μεταβολή του ΑΕΠ για το 4ο τρίμηνο της περσινής χρονιάς και φυσικά για ολόκληρο το 2021. Εκτιμάται ότι θα ανακοινωθεί ένα πολύ υψηλό ποσοστό ανάπτυξης, πάνω από τις εκτιμήσεις που έχουν γίνει μέχρι τώρα. Αυτό θα ξεκαθαρίσει το τοπίο όσον αφορά την «αφετηρία» από την οποία θα αρχίσουν να καταγράφονται οι απώλειες λόγω πολέμου.