Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία δεν είχαμε τελικά, αλλά η ολική ρήξη Ρωσίας – Δύσης είναι γεγονός. Ο Βλαντίμιρ Πούτιν θέλησε να τραβήξει το σχοινί αναγνωρίζοντας την ανεξαρτησία δύο περιοχών και στέλνοντας «ειρηνευτικές δυνάμεις». Πάγωσε έτσι κάθε διπλωματική λύση και έβαλε φωτιά στις αγορές. Πυροβόλησε τα χρηματιστήρια, που από νωρίς το πρωί αιμορραγούν και έστειλε στα ύψη φυσικό αέριο και πετρέλαιο. Και το ερώτημα είναι πόσο θα πονέσουν στο εξής επενδυτές, αλλά και επιχειρήσεις – καταναλωτές; Το πετρέλαιο δεν αποκλείεται να φτάσει τα 140 δολάρια το βαρέλι, εκτινάσσοντας τον πληθωρισμό σε νέα ιστορικά υψηλά και εντείνοντας τις πιέσεις σε κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες, προειδοποιεί η Capital Economics.
Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία δεν είχαμε τελικά, αλλά η ολική ρήξη Ρωσίας – Δύσης είναι γεγονός. Ο Βλαντίμιρ Πούτιν θέλησε να τραβήξει το σχοινί αναγνωρίζοντας την ανεξαρτησία δύο περιοχών και στέλνοντας «ειρηνευτικές δυνάμεις». Πάγωσε έτσι κάθε διπλωματική λύση και έβαλε φωτιά στις αγορές. Πυροβόλησε τα χρηματιστήρια, που από νωρίς το πρωί αιμορραγούν και έστειλε στα ύψη φυσικό αέριο και πετρέλαιο. Και το ερώτημα είναι πόσο θα πονέσουν στο εξής επενδυτές, αλλά και επιχειρήσεις – καταναλωτές;
Η Capital Economics επιχειρεί να αποτιμήσει τον αντίκτυπο που θα έχει η κλιμάκωση της κρίσης. Και ενώ δεν βλέπει ανεξέλεγκτη αιμορραγία στα χρηματιστήρια εκτός των ρωσικών και ουκρανικών συνόρων, οι προβλέψεις της για την αγορά ενέργεια έρχονται να εντείνουν τον πονοκέφαλο σε κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες που παλεύουν να αντιμετωπίσουν τον καλπάζοντα πληθωρισμό.
«Οι επιπτώσεις σε οικονομία και αγορές από έναν πόλεμο ανάμεσα στη Ρωσία και την Ουκρανία θα εξαρτηθούν βεβαίως από την ένταση και την έκταση της σύγκρουσης και την απάντηση της Δύσης» γράφει ο Neil Shearing, επικεφαλής οικονομολόγος της CE.. «Αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις ο αντίκτυπος σε χώρες πέραν της Ουκρανίας και της Ρωσίας θα είναι περιορισμένος. Η πιο σοβαρή επίπτωση θα είναι η ενίσχυση των πληθωριστικών πιέσεων φέτος» συμπληρώνει.
Όπως εξηγεί η απόφαση Πούτιν να στείλει ρωσικό στρατό σε περιοχές της Ανατολικής Ουκρανίας διέλυσε τις ελπίδες διπλωματικού διεξόδου – τουλάχιστον για τώρα. Η κατάσταση στο μέτωπο παραμένει ρευστή και δεν αποκλείονται συνεχείς ανατροπές.
Τις πλέον επώδυνες συνέπειες θα βιώσει βεβαίως η Ουκρανία. «Ο προϋπολογισμός της χώρας είναι εξαιρετικά εύθραυστος και κάποιου είδους εξωτερική βοήθεια και ή αναδιάρθρωση χρέους θα καταστεί αναγκαία μέσα στους επόμενους μήνες, εκτιμά ο επικεφαλής οικονομολόγος της CE. Ανάλογα δε με τις εξελίξεις που θα έχουμε στο στρατιωτικό πεδίο ο συντονισμός μίας τέτοιας προσπάθειας θα είναι δύσκολη υπόθεση.
Ο αντίκτυπος στη ρωσική οικονομία θα εξαρτηθεί εν πολλοίς από το πόσο σκληρές θα είναι οι κυρώσεις από τις δυτικές κυβερνήσεις. Ο προϋπολογισμός της είναι πιο ισχυρός σήμερα από ό,τι στην κρίση της Κριμαίας το 2014, χάρη στα ισχυρά έσοδα από φυσικό αέριο και πετρέλαιο και με το εξωτερικό χρέος της να είναι χαμηλότερο. Οι οικονομικοί δεσμοί της με τις άλλες μεγάλες ανεπτυγμένες οικονομίες έχουν μάλιστα περιοριστεί. Αν και δεν θα αποφευχθούν οι πιέσεις στην οικονομία αυτές θα είναι μάλλον μικρότερες σε σχέση με πριν από 8 χρόνια, όταν το ΑΕΠ είχε συρρικνωθεί κατά 2,5% και η χώρα αντιμετώπισε πιστωτική κρίση.
Οι κυρώσεις θα ανακοινωθούν πιθανότατα εντός της ημέρας. Με βάση τις πληροφορίες που έχουμε έως τώρα θα μπορούσαν να «φάνε» 1% από το ρωσικό ΑΕΠ. Το πλήγμα θα ανέβει στο 5%, αν επιβληθούν πιο αυστηρές κυρώσεις όπως η αποκοπή της Ρωσίας από το σύστημα πληρωμών SWIFT.
Στις υπόλοιπες οικονομίες το πλήγμα θα έρθει μέσω τεσσάρων καναλιών: εμπόριο, χρηματοοικονομικοί δεσμοί, αντίκτυπος στην εμπιστοσύνη και άνοδος των τιμών ενέργειας. Η Γερμανία είναι η ευρωπαϊκή οικονομία με τους πλέον στενούς δεσμούς με τη Ρωσία, αλλά και πάλι οι εξαγωγές της προς ρωσικό έδαφος αντιστοιχούν μόλις στο 2% του συνόλου των γερμανικών εξαγωγών.
Οι ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν επίσης φροντίσει να περιορίσουν αισθητά την έκθεσή τους στη Ρωσία μετά την κρίση του 2014.
Στο μέτωπο της ενέργειας όμως οι επιπτώσεις θα είναι πιο σοβαρές. Στο δυσμενές σενάριο η CE βλέπει τις τιμές να εκτινάσσονται στα 120 με 140 δολάρια το βαρέλι.
Οι ευρωπαϊκές τιμές φυσικού αερίου αναπόφευκτα θα ακολουθήσουν την ανιούσα. Εάν αυτό συμβεί θα προσθέσει 2% στον πληθωρισμό των ανεπτυγμένων οικονομιών, με την Ευρώπη να βιώνει τις πιο επώδυνες συνέπειες. Η εξέλιξη αυτή θα εντείνει τις πιέσεις για αποφασιστική αύξηση των επιτοκίων – κατι που με τη σειρά του θα πυροδοτήσει ρευστοποιήσεις στις αγορές μετοχών και θα οδηγήσει τους επενδυτές στα ασφαλή καταφύγια του χρυσού και των αμερικανικών κρατικών ομολόγων.