Το ενδιαφέρον της Βουλγαρίας να συνεργαστεί με την Ελλάδα, τη Σερβία και τη Βόρεια Μακεδονία για τη δημιουργία μιας περιφερειακής αγοράς φυσικού αερίου, η οποία θα μπορούσε να ενισχύσει τη διαφοροποίηση των πηγών προσφοράς και να οδηγήσει σε πιο ανταγωνιστικές τιμές του καυσίμου, διατύπωσε πρόσφατα ο πρωθυπουργός της γειτονικής χώρας Κίριλ Πετκόφ.
Από την έντυπη έκδοση
Της Λαλέλας Χρυσανθοπούλου
[email protected]
Το ενδιαφέρον της Βουλγαρίας να συνεργαστεί με την Ελλάδα, τη Σερβία και τη Βόρεια Μακεδονία για τη δημιουργία μιας περιφερειακής αγοράς φυσικού αερίου, η οποία θα μπορούσε να ενισχύσει τη διαφοροποίηση των πηγών προσφοράς και να οδηγήσει σε πιο ανταγωνιστικές τιμές του καυσίμου, διατύπωσε πρόσφατα ο πρωθυπουργός της γειτονικής χώρας Κίριλ Πετκόφ. Τα σχόλιά του αποκτούν ιδιαίτερη βαρύτητα στην τρέχουσα συγκυρία, υπό το πρίσμα αφενός των προσπαθειών όλων των χωρών της Ε.Ε. να εξασφαλίσουν πρόσβαση σε φυσικό αέριο με τους καλύτερους δυνατούς όρους, αφετέρου των μεγάλων έργων υποδομής που είτε έχουν ολοκληρωθεί (αγωγός TAP) είτε βρίσκονται σε εξέλιξη και τα οποία ενδυναμώνουν τη διασύνδεση των χωρών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης δημιουργώντας το απαραίτητο υπόβαθρο.
«Οι σχέσεις μας με Σερβία, Βόρεια Μακεδονία και Ελλάδα θα μπορούσαν να συσφιγχθούν υπό την ομπρέλα μιας ενιαίας αγοράς για εμπόριο φυσικού αερίου. Πρέπει να ενώσουμε τις δυνάμεις μας προς την κατεύθυνση της μέγιστης δυνατής διαφοροποίησης πηγών ενέργειας. Αυτό θα μας προσφέρει καλύτερες τιμές και περισσότερη ανεξαρτησία» φέρεται να δήλωσε ο κ. Πετκόφ, στο πλαίσιο επίσημης επίσκεψης στο Βελιγράδι, σύμφωνα με το διεθνές πρακτορείο Platts.
Ο ίδιος πρόσθεσε ότι η «διασύνδεση των υποδομών φυσικού αερίου στην περιοχή αποτελεί κορυφαία προτεραιότητα για την κυβέρνηση της Σόφιας». Τα σχόλια αυτά αντανακλούν την έμφαση που δίνει η βουλγαρική κυβέρνηση στη μείωση της υψηλής εξάρτησης από το ρωσικό φυσικό αέριο, μέσω του αζέρικου φυσικού αερίου που ρέει μέσω του TAP, αλλά και των φορτίων LNG μέσω του Τερματικού Σταθμού της Ρεβυθούσας στην παρούσα φάση και σε δεύτερο χρόνο μέσω του FSRU της Αλεξανδρούπολης.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η Βόρεια Μακεδονία. Δεν είναι τυχαίο ότι χθες η κυβέρνηση των Σκοπίων ανέθεσε στην κρατική εταιρεία ηλεκτρισμού ESM να ξεκινήσει τη διαδικασία υπογραφής των συμφωνιών για την εφαρμογή του Μνημονίου Συνεργασίας που συνήφθη μεταξύ της ESM και της Gastrade (φορέα υλοποίησης του FSRU της Αλεξανδρούπολης) σχετικά με το έργο.
«Με τις συμφωνίες και τις απορρέουσες από αυτές υποχρεώσεις, ο τερματικός σταθμός LNG στην Αλεξανδρούπολη θα παρέχει ασφαλή και μακροπρόθεσμη προμήθεια υγροποιημένου αερίου για τις ανάγκες της Βόρειας Μακεδονίας» σημειώνεται στην ανακοίνωση της κυβέρνησης της γειτονικής χώρας, στην οποία επισημαίνεται επίσης ότι «η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει εγκρίνει τη στήριξη του FSRU στο πλαίσιο υλοποίησης και άλλων σημαντικών έργων υποδομής φυσικού αερίου στην περιφερειακή αγορά».
Υπενθυμίζεται ότι τον περασμένο Μάρτιο υπεγράφησαν στα Σκόπια μνημόνια συνεργασίας για ενδεχόμενη συμμετοχή της Βόρειας Μακεδονίας στο FSRU της Αλεξανδρούπολης. Η NER (κρατική εταιρεία φυσικού αερίου της γείτονος) στοχεύει στην απόκτηση μεριδίου 10% στο μετοχικό κεφάλαιο της Gastrade, ενώ η ESM ενδιαφέρεται να δεσμεύσει χωρητικότητα στον τερματικό σταθμό. Λίγες ημέρες πριν η Gastrade έλαβε την τελική επενδυτική απόφαση για το FSRU Αλεξανδρούπολης, που αναμένεται να αρχίσει να λειτουργεί στα τέλη του 2023, ανοίγοντας τον δρόμο για μεταφορά LNG σε άλλες αγορές της περιοχής και επιτρέποντας τη χρήση του αγωγού IGB στη μέγιστη δυναμικότητά του. Στην παρούσα φάση ο αγωγός IGB σχεδιάζεται με δυναμικότητα 3 bcm/έτος, εκ των οποίων το 1,57 bcm έχει ήδη δεσμευθεί.
Την υψηλή προτεραιότητα που δίνει και η ελληνική κυβέρνηση στη διαφοροποίηση πηγών και οδεύσεων φυσικού αερίου υπογράμμισε και η γενική γραμματέας Ενέργειας και Ορυκτών Πρώτων Υλών του ΥΠΕΝ Αλεξάνδρα Σδούκου κατά την τοποθέτησή της στο ενεργειακό συνέδριο EGYPS 2022 που διεξήχθη αυτή την εβδομάδα στο Κάιρο. Όπως τόνισε η κ. Σδούκου, «η Ελλάδα επιχειρεί να αμβλύνει τους κινδύνους που δημιουργεί η εξάρτησή της από το εισαγόμενο φυσικό αέριο -που καλύπτει το σύνολο σχεδόν της τελικής ζήτησης- μέσω της διαφοροποίησης των πηγών και οδών των εισαγωγών (φορτία LNG, TAP, TurkStream). Την ίδια στιγμή προωθούμε στρατηγικές υποδομές αποθήκευσης φυσικού αερίου, όπως την Υπόγεια Αποθήκη της Καβάλας και νέες υποδομές, όπως ο ελληνοβουλγαρικός διασυνδετήριος αγωγός IGB και το FSRU της Αλεξανδρούπολης που αυξάνουν τη δυνατότητα όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά και των γειτονικών της χωρών να αντιμετωπίσουν μια μείζονα κρίση εφοδιασμού φυσικού αερίου σαν αυτή που ίσως κληθεί να αντιμετωπίσει η Ευρώπη το αμέσως επόμενο διάστημα σε περίπτωση σύρραξης μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας. Η Ελλάδα είναι μια χώρα που μπορεί να διαδραματίσει βασικό ρόλο ως ενεργειακός κόμβος».
Στο πλαίσιο αυτό, εντός του 2022 αναμένεται να ολοκληρωθούν οι κατασκευαστικές εργασίες για τον αγωγό IGB (τον οποίο ο κ. Πετκόφ χαρακτήρισε μεγάλης προτεραιότητας για τη Βουλγαρία) που θα μπορεί να μεταφέρει στη Βουλγαρία αζέρικο αέριο μέσω του TAP, αλλά και φορτία LNG από την Ελλάδα.
Στις αρχές Φεβρουαρίου, εξάλλου, ξεκίνησαν οι εργασίες για τον νέο διασυνδετήριο αγωγό φυσικού αερίου Σερβίας - Βουλγαρίας που θα δώσει για πρώτη φορά πρόσβαση στη Σερβία σε μια μη ρωσική πηγή προσφοράς, επιτρέποντας στο Βελιγράδι να εισάγει φυσικό αέριο μέσω Βουλγαρίας από τον Νότιο Διάδρομο Αερίου (TAP), καθώς και LNG από τους υφιστάμενους και υπό σχεδιασμό Τερματικούς Σταθμούς της Ελλάδας. Τέλος, στον ίδιο ευρύτερο σχεδιασμό εντάσσεται και ο νέος αγωγός φυσικού αερίου Ελλάδας - Βόρειας Μακεδονίας, για τον οποίο επίκειται η λήψη της τελικής επενδυτικής απόφασης.