Οικονομία & Αγορές
Κυριακή, 13 Φεβρουαρίου 2022 10:54

Ιστορικό ταξίδι στις μακροβιότερες βιομηχανίες της Θεσσαλονίκης

Έχουν περάσει «διά πυρός και σιδήρου» -κάποιες έχουν βιώσει ακόμη και τους δύο Παγκοσμίους Πολέμους- και φλερτάρουν ή έχουν ήδη πετύχει τον έναν αιώνα ή το πλατινένιο ιωβηλαίο (70 χρόνια) συνεχούς δραστηριότητας - παραγωγής. Ο λόγος για τις μακροβιότερες βιομηχανίες της Θεσσαλονίκης -κάποιες μάλιστα από τα τέλη του 19ου αιώνα-, που έχουν γράψει τη δική τους ιστορία στο ΑΕΠ της πόλης, αλλά και ολόκληρης της χώρας.

Από την έντυπη έκδοση
 
Της Βάσως Βεγίρη
[email protected]
 
Έχουν περάσει «διά πυρός και σιδήρου» -κάποιες έχουν βιώσει ακόμη και τους δύο Παγκοσμίους Πολέμους- και φλερτάρουν ή έχουν ήδη πετύχει τον έναν αιώνα ή το πλατινένιο ιωβηλαίο (70 χρόνια) συνεχούς δραστηριότητας - παραγωγής. Ο λόγος για τις μακροβιότερες βιομηχανίες της Θεσσαλονίκης -κάποιες μάλιστα από τα τέλη του 19ου αιώνα-, που έχουν γράψει τη δική τους ιστορία στο ΑΕΠ της πόλης, αλλά και ολόκληρης της χώρας.
 
Έχουν συμβάλει τα μέγιστα στην ανάπτυξη της τοπικής, αλλά και της εθνικής οικονομίας, εγκαθιδρύοντας τη βιομηχανική παραγωγική διαδικασία στη συμπρωτεύουσα και την ευρύτερη περιοχή, αλλά και στην απασχόληση, δημιουργώντας προϊόντα που άντεξαν -κυριολεκτικάστους αιώνες και σήματα που διατηρούν ακόμη και σήμερα την αρχική τους λάμψη και αναγνωρισιμότητα. Οι ιδρυτές τους, είτε Βορειοελλαδίτες είτε προερχόμενοι από τις λεγόμενες «χαμένες πατρίδες», έβαλαν τα θεμέλια για τη σύγχρονη μεταποίηση και παραγωγή στη Θεσσαλονίκη. Παράλληλα, είτε οι ίδιοι είτε οι διάδοχοί τους στα ηνία των εν λόγω οικογενειακών -κατά κανόνα- επιχειρήσεων πρωταγωνίστησαν επίσης στη συγκρότηση των θεσμικών οργάνων της βιομηχανίας - μεταποίησης στη Βόρεια Ελλάδα.
 
Η «Ν» καταγράφει τις πιο χαρακτηριστικές απ’ αυτές τις επιχειρήσεις, με τον κλάδο των τροφίμων-ποτών να κρατάει τα σκήπτρα, ενώ ανάλογες «επιδόσεις» έχουν και εταιρείες από αρκετούς άλλους κλάδους, όπως κλωστοϋφαντουργία, δομικά υλικά, γεωργικά εφόδια κ.ά.
 
Τσάνταλης: Η παράδοση της εταιρείας στην οινοποίηση ξεκινά από τον 19ο αιώνα, συγκεκριμένα από το 1890, όταν η οικογένεια Τσάνταλη έφτιαχνε κρασί στην Ανατολική Θράκη. Μετά τη Μικρασιακή Καταστροφή τα πέντε παιδιά του Γιώργου Τσάνταλη έρχονται στην Ελλάδα, το 1924 εγκαθίστανται στις Σέρρες, όπου οι δυο μικρότεροι γιοι -Θεόδωρος και Βαγγέλης Τσάνταληςδημιουργούν το 1931 την πρώτη τους ποτοποιία, αλλά με το ξέσπασμα του πολέμου την κλείνουν και έρχονται στη Θεσσαλονίκη. Μετά τον πόλεμο ο Βαγγέλης Τσάνταλης μένει στη Θεσσαλονίκη και αρχίζει την παραγωγή κρασιών και ούζου, γνωρίζοντας από τη δεκαετία του 1950 μέχρι σήμερα συνεχή ανάπτυξη εντός και εκτός συνόρων. Ο τζίρος της εταιρείας είναι της τάξης των 30 εκατ. ευρώ.
 
Μπουτάρης: Η οινοποιία Μπουτάρη αντλεί τις ρίζες της όχι στον προηγούμενο, αλλά στον προπροηγούμενο αιώνα, συγκεκριμένα στο 1879, όταν ο Ιωάννης Μιχ. Μπουτάρης από το Νυμφαίο της Φλώρινας σε συνεργασία με τον αδερφό του Γεώργιο και τον Βασίλειο Λιάτση ιδρύουν την Ιωάννης Μπουτάρης & Σία και στήνουν το πρώτο οινοποιείο στη Νάουσα. Από τότε, μάλιστα, ενώ η παραγωγή λάμβανε χώρα στη Νάουσα, η εταιρεία είχε την εμπορική της έδρα στη Θεσσαλονίκη. Σήμερα η οινοποιία Μπουτάρη παραμένει ενεργή και εισηγμένη στο Χ.Α., αν και με σημαντικά προβλήματα και σε διαβουλεύσεις με τις τράπεζες για την εξυγίανσή της. Μάλιστα, όπως έγινε γνωστό τις τελευταίες ημέρες, βρίσκεται σε συζητήσεις με την Premia Properties και τη Sterner Stenhus Greece ΑΒ για τη συμμετοχή τους στη δραστηριότητά της και στη χρηματοοικονομική της αναδιάρθρωση, με στόχο την ανάπτυξη και τη συνέχιση της ιστορικής της πορείας. Αναλυτικότερα, το ενδιαφέρον της Premia αφορά τα ακίνητα της οινοποιίας, αλλά η Sterner Stenhus Greece ΑΒ, η οποία αποτελεί τον μεγαλύτερο μέτοχο της Premia, διερευνά σε συνεργασία με λοιπούς επενδυτές τη συμμετοχή της στη δραστηριότητα της οινοποιίας, με στόχο την εξυγίανση και τη μελλοντική ανάπτυξη της ιστορικής επιχείρησης. Ο ενοποιημένος τζίρος της οινοποιίας το 2017 διαμορφώθηκε στα 11,3 εκατ. ευρώ και στην επικείμενη γ.σ. της 25ης Φεβρουαρίου 2022 αναμένεται να υποβληθούν προς έγκριση οι ετήσιες και ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις των χρήσεων 2018, 2019 και 2020.
 
Σουρωτή: Στα χρόνια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου γαλλικά στρατεύματα στήνουν ένα πρώτο υποτυπώδες εμφιαλωτήριο το 1916, τους ακολουθούν και οι Σέρβοι το 1917. Ένας κάτοικος, ο Θωμάς Χ. Λώλας, το ανακαινίζει μετά τον Α’ Π.Π., ενώ από το 1925 ανέλαβε τη διαχείριση της πηγής ο Γεώργιος Χωναίος. Το 1935 η πηγή χαρακτηρίζεται και επισήμως ιαματική και ο Γ. Χωναίος υπογράφει με το Δημόσιο σύμβαση εκμετάλλευσής της μέχρι το 1987. Τότε με ενέργειες κατοίκων το δικαίωμα εκμετάλλευσης πέρασε στη συσταθείσα κοινοτική επιχείρηση. Το 1998 έγινε Α.Ε., το 2002 έγινε νέα μονάδα, ενώ από το 2017 βασικός μέτοχος της εταιρείας είναι ο Όμιλος Ιβάν Σαββίδη μέσω της Belterra και δρομολογούνται προσεχώς επενδύσεις 25 εκατ. ευρώ. Ο τζίρος της το 2020 διαμορφώθηκε στα 10,095 εκατ. ευρώ, επηρεαζόμενος από την πανδημία, ενώ το 2021 καταγράφηκε άνοδος και εκτιμάται ότι ο τζίρος κυμαίνεται στα 13 εκατ. ευρώ.
 
Μαλαματίνα: Ο Ευάγγελος Μαλαματίνας παρήγαγε λευκό κρασί από τα δικά του αμπέλια από τον 19ο αιώνα στην Τένεδο. Ο γιος του Κωνσταντίνος δημιουργεί το 1895 το πρώτο οινοποιείο του στην Αλεξανδρούπολη. Μετά το 1922 η οικογένεια στρέφεται στην παραγωγή αποκλειστικά ρετσίνας, το 1934 δημιουργεί οινοποιείο στη Βοιωτία, ενώ το 1960 το εμφιαλωτήριο της Αλεξανδρούπολης μεταφέρεται στη Θεσσαλονίκη. Η εταιρεία εξαγοράστηκε το 2020 από το Mantis Group. Ο τζίρος της το 2019 ήταν της τάξης των 13,5 εκατ. ευρώ και το συνολικό κόστος εξυγίανσης της εταιρείας από το Mantis Group αγγίζει τα 20 εκατ. ευρώ.
 
ΜΑΚΒΕΛ: Η εταιρεία ιδρύθηκε το 1939, αρχικά με την επωνυμία «Ερμής», όταν ο Παντελής Κωνσταντινίδης μαζί με τον αδερφό του Νίκο ξεκίνησαν την εμπορία ζυμαρικών στην περιοχή της Θεσσαλονίκης. Το 1945, μετά την απόκτηση μιας μικρής βιοτεχνικής μονάδας στην περιοχή της δυτικής Θεσσαλονίκης, μετονόμασαν την εταιρεία σε ΜΑΚΒΕΛ, συντομογραφία της φράσης Μακαρονοποιείο Βορείου Ελλάδος, και άρχισαν την παραγωγή ζυμαρικών. Το 1962 η εταιρεία μεταφέρεται σε νέες βιομηχανικές εγκαταστάσεις, κατακτά την πρώτη θέση στον πίνακα εξαγωγικών επιχειρήσεων στον χώρο των ζυμαρικών το 1982 και την ίδια χρονιά βραβεύεται γι’ αυτόν τον λόγο με το βραβείο εξαγωγών «Ερμής» του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών. Από το 1996 η εταιρεία ΜΑΚΒΕΛ μαζί με τον όμιλο EURICOM ιδρύει την εταιρεία EURIMAC Α.Ε. και προχωρά στην κατασκευή νέας βιομηχανικής μονάδας στη Βιομηχανική Περιοχή του Κιλκίς. Τα ζυμαρικά ΜΑΚΒΕΛ με σήμα τον Λευκό Πύργο έχουν εμπλουτίσει πρόσφατα την γκάμα τους με μακαρόνια ολικής άλεσης από βρώμη, τεσσάρων δημητριακών κ.ά. Ο τζίρος της Eurimac το 2019 κινήθηκε στα 36,5 εκατ. ευρώ.
 
ΑΒΕΖ: Σήμερα επιβιώνει μόνο το σήμα της ΑΒΕΖ, το οποίο έχει εξαγοραστεί από τη ΜΕΛΙΣΣΑ, όχι όμως και η εταιρεία. Η ΑΒΕΖ υπήρξε η πρώτη βιομηχανία μακαρονοποιίας της Βόρειας Ελλάδας και μεταξύ των πρώτων σε ολόκληρη τη χώρα, καθώς ιδρύθηκε το 1926. Ωστόσο, η ιστορία της ξεκινά από την Κωνσταντινούπολη, τη δεκαετία του 1880, όπου ο υποδηματοποιός Κ. Μήκας σέρβιρε μακαρόνια στους πελάτες του μαγαζιού του όσο αυτοί περίμεναν να τους φτιάξει τα παπούτσια! Γρήγορα οι μακαρονάδες πήραν το προβάδισμα και το τσαγκαράδικο μετατράπηκε σε μακαρονοποιείο. Από τις αρχές της δεκαετίας του ‘90 άρχισαν να σημειώνονται προβλήματα, εξαιτίας των οποίων τον Οκτώβριο του 2004 η οικογένεια Μήκα μεταβίβασε τις μετοχές της στην εταιρεία εμπορίας αγροτικών προϊόντων ΕΝΑ Trade ΑΒΕΕ, ιδιοκτησίας Αθανασίου Καδινόπουλου, που ανέλαβε την προεδρία, και στη βιομηχανία παραγωγής σιμιγδαλιού Α. Λαμπριανίδης ΑΒΕΕ και συγκεκριμένα στον Ιωάννη Λαμπριανίδη, που ορίστηκε διευθύνων σύμβουλος. Η νέα διοίκηση πραγματοποίησε προσπάθεια εξυγίανσης της εταιρείας με νέα προϊόντα, ωστόσο οι προσδοκίες της δεν επαληθεύτηκαν και το 2007 πουλήθηκε το εμπορικό σήμα της επιχείρησης στην μακαρονοποιία ΜΕΛΙΣΣΑ, ιδιοκτησίας Κίκιζα.
 
Αφοί Χαΐτογλου: Η εταιρεία ιδρύεται το 1924 από τα αδέρφια Κωνσταντίνο, Λευτέρη και Σάββα Χαΐτογλου, πρόσφυγες από το Ικόνιο της Μικράς Ασίας. Το 1962 μεταφέρεται στο Καλοχώρι και το 1985 μετατρέπεται σε Α.Ε. Η εταιρεία έχει αναπτύξει ένα από τα πιο δυνατά brands πανελλαδικά και με μεγάλη διεθνή αναγνώριση επίσης, τον περίφημο «Μακεδονικό Χαλβά», που εξάγεται σε δεκάδες χώρες ανά την υφήλιο, ενώ έχει εξαγοράσει και τη ΜΕΖΑΠ (επίσης χαλβαδοποιία), που επίσης είναι από τις παλιότερες εταιρείες της περιοχής, καθώς ιδρύθηκε με την αρχική της μορφή το 1905 και απέκτησε την επωνυμία ΜΕΖΑΠ (Μακεδονικό Εργοστάσιο Ζαχαρωδών Αμυλωδών Προϊόντων) από το 1925. Η εταιρεία έχει τζίρο άνω των 66 εκατ. ευρώ, με το 50% αυτού να προέρχεται από τις αυξανόμενες εξαγωγές της σε περισσότερες από 50 χώρες σε όλο τον κόσμο - κυρίως στην Ευρώπη και στην Αμερική, στον Καναδά και στην Αυστραλία.
 
«Ομοσπονδία»: Η Ομοσπονδία Γεωργικών Συνεταιρισμών Μακεδονίας ιδρύεται το 1924, με αρχικό σκοπό την αύξηση και ποιοτική βελτίωση της γεωργικής παραγωγής, το 1948 γίνεται το κονσερβοποιείο ντομάτας και μετά το 1950 επεκτείνεται στην κονσερβοποίηση και άλλων γεωργικών προϊόντων. Από το 1992 και μετά λειτουργεί ως Ένωση Αγροτικών Συνεταιρισμών Θεσσαλονίκης με την επωνυμία «Ομοσπονδία».
 
ΖΑΝΑΕ: Η εταιρεία ιδρύθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1930 και λειτούργησε αρχικά ως βιομηχανία παραγωγής ζύμης αρτοποιίας. Το 1939 επεκτάθηκε στον τομέα της κονσερβοποιίας με την παραγωγή έτοιμων φαγητών και το 1972 ιδρύθηκε το εργοστάσιο παραγωγής προϊόντων ντομάτας στο Ζερβοχώρι Ημαθίας. Η μετεγκατάσταση του εργοστασίου της Θεσσαλονίκης πραγματοποιήθηκε το 2001 σε νέες εγκαταστάσεις στη ΒΙΠΕ της Σίνδου. Πρόσφατα η καναδική πολυεθνική εταιρεία του κλάδου ζυμών - αρτοποιίας Lallemand αγόρασε το σήμα της ΖΑΝΑΕ στις ζύμες, έχει γίνει κοινό logistics center των δύο εταιρειών στις εγκαταστάσεις της ΖΑΝΑΕ στη Σίνδο και με τα έσοδα από την εν λόγω στρατηγική συνεργασία -από την οποία, σημειωτέον, δεν υπάρχει καμία αλλαγή στη μετοχική σύνθεση της ΖΑΝΑΕ- η εταιρεία σκοπεύει να δώσει βάρος στην περαιτέρω ανάπτυξή της στον τομέα των τροφίμων. Ο τζίρος της ΖΑΝΑΕ είναι στο επίπεδο των 30 εκατ. ευρώ.
 
ΜΕΒΓΑΛ: Η ΜΕΒΓΑΛ (Μακεδονική Βιομηχανία Γάλακτος), από τις μεγαλύτερες εταιρείες παραγωγής φρέσκων γαλακτοκομικών προϊόντων στην Ελλάδα και η πρώτη στη Βόρεια Ελλάδα, ιδρύθηκε το 1950 από τον Κωνσταντίνο Χατζάκο, τον πρώτο γαλατά της Θεσσαλονίκης. Η εταιρεία έκλεισε το 2021 με ρεκόρ εξαγωγών και διψήφια αύξηση εργασιών και ολοκλήρωσε πρόσφατα νέα επένδυση ύψους 4 εκατ. ευρώ για τη λειτουργία νέας γραμμής παραγωγής λευκών τυριών -κυρίως φέτας-, ενώ προγραμματίζει για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, πέραν του 2022, επενδύσεις της τάξης των 5 εκατ. ευρώ ετησίως για αύξηση της δυναμικότητάς της, που θα περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, και νέες κτηριακές εγκαταστάσεις για ψύξη (σ.σ.: συνολικά προβλέπονται επενδύσεις 25 εκατ. ευρώ στην επόμενη πενταετία). Ο κύκλος εργασιών της το 2021 εκτιμάται ότι έκλεισε στα 129 εκατ. ευρώ έναντι περίπου 117 εκατ. ευρώ του 2020 (άνοδος της τάξης του 10%), με τη λειτουργική κερδοφορία (EBITDA) επίσης με διψήφια ανάπτυξη να διαμορφώνεται λίγο κάτω από τα 10 εκατ. ευρώ και με ισχυρή προ φόρων κερδοφορία.
 
Minerva: Η Minerva - Λαδένης Ι. & Β. Αφοί Α.Ε., με έδρα και παραγωγή στην Ευκαρπία Θεσσαλονίκης, αποτελεί μία δυναμική εταιρεία, που κυριαρχεί στον χώρο των εσωρούχων και της ένδυσης από το 1942 -έτος ίδρυσής της- μέχρι σήμερα, με βασική της αρχή την παραγωγή ποιοτικών προϊόντων σε προσιτές τιμές. Το 2021 η εταιρεία κατέγραψε σημαντική βελτίωση αποτελεσμάτων. Στο εννεάμηνο του 2021 ο τζίρος της μητρικής διαμορφώθηκε στα 11,7 εκατ. ευρώ, έναντι 8,226 εκατ. στο εννεάμηνο του 2020, και του ομίλου σε 12,2 01 εκατ. ευρώ έναντι 8,519 εκατ. ευρώ. Η λειτουργική κερδοφορία (ΕΒΙΤDΑ) σε επίπεδο εταιρείας διαμορφώθηκε σε 1,952 εκατ. ευρώ και σε επίπεδο ομίλου ανήλθε σε 2,162 εκατ. ευρώ. Τα κέρδη / ζημιές προ φόρων σε επίπεδο εταιρείας βελτιώθηκαν κατά 899.000 ευρώ και διαμορφώθηκαν σε 447.000 ευρώ από ζημίες 452.000 χιλ. ευρώ στο αντίστοιχο διάστημα της προηγούμενης χρήσης, ενώ σε επίπεδο ομίλου βελτιώθηκαν κατά 1,036 εκατ. ευρώ και διαμορφώθηκαν σε κέρδη 575.000 ευρώ το εννεάμηνο του 2021 από ζημίες 461.000 στο εννεάμηνο του 2020.
 
Colora: Η ιστορία της Colora ξεκινά σχεδόν έναν αιώνα πίσω. Η εταιρεία ιδρύθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1926 με την εμπειρία που μετέφερε ο Αλέξανδρος Αποστολίδης από την Κωνσταντινούπολη, όπου είχε ξεκινήσει την ενασχόλησή του με την κλωστοϋφαντουργία. Σήμερα η Colora είναι μια οικογενειακή επιχείρηση με 120 άτομα προσωπικό, μοντέρνα φιλοσοφία διοίκησης και έντονη εξωστρέφεια, με σπάνια εμπειρία στη βαφή και στο τύπωμα.
 
Κεραμεία Αλλατίνη: Από τα πιο χαρακτηριστικά παλιά βιομηχανικά συγκροτήματα της Θεσσαλονίκης είναι φυσικά το μεγάλο αλλά εγκαταλειμμένο βιομηχανικό ακίνητο των Κεραμείων Αλλατίνη στην περιοχή της Νέας Ελβετίας-τέρμα Χαριλάου, μνημείο της αλλοτινής αίγλης της συγκεκριμένης επιχείρησης. Το πρώτο Κεραμοποιείο κατασκευάστηκε στην περιοχή αυτή το 1848 και το διαδέχτηκε το 1880 το μεγάλο -ακόμη και για τα σημερινά δεδομένα- εργοστάσιο παραγωγής, τούβλων, κεραμιδιών γαλλικού τύπου, πήλινων σωλήνων, καπνοδόχων κ.ο.κ., που εξάγονταν σε όλα Βαλκάνια, την Ευρώπη και την Ανατολή. Από το 1998 η εταιρεία ως κεραμοποιείο λειτουργεί σε νέες εγκαταστάσεις στο Κιλκίς, ενώ ήταν εισηγμένη στο Χρηματιστήριο Αθηνών επί σειρά πολλών ετών, αλλά πριν από έναν χρόνο (Φεβρουάριος 2021) διαγράφηκαν οριστικά οι μετοχές της από το Χ.Α. λόγω της μεγάλης περιόδου αναστολής της μετοχής της. Η διοίκησή της είχε ανακοινώσει τότε ότι θα καταρτίσει ολοκληρωμένο και βιώσιμο επιχειρηματικό σχέδιο εντός του 2021, όπως και ότι για το δάνειο της εταιρείας για την ανέγερση συγκροτήματος στη Θέρμη Θεσσαλονίκης, που είναι και η μοναδική -όπως ανέφερε τότε- υποχρέωση της εταιρείας προς τραπεζικά ιδρύματα, βρισκόταν σε διαπραγματεύσεις για την εξόφλησή του.
 
Κεραμοποιία Φιλίππου: Η εταιρεία Γ. Φιλίππου Υιοί ιδρύθηκε το 1857 στη Σύρο των Κυκλάδων από τον Κων. Γ. Φιλίππου, με αντικείμενο εργασιών την πλινθοποιία και την αγγειοπλαστική. Το 1919 η εταιρία μετεγκαταστάθηκε στην Επτάλοφο της Θεσσαλονίκης. Το 1922 έγινε το επίσημο εταιρικό σύστασης με την επωνυμία Γ. Φιλίππου και Υιοί, της οποίας συνέχιση είναι και το σημερινό σχήμα. Τον ιδρυτή διαδέχτηκε ο Γεώργιος Κ. Φιλίππου, τον οποίο στη συνέχεια διαδέχτηκε ο Σπύρος Γ. Φιλίππου, πατέρας του Νίκου Φιλίππου, προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου της εταιρείας σήμερα και του Γεωργίου Σπ. Φιλίππου που είναι αντιπρόεδρος - εκπρόσωποι τέταρτης γενιάς. Τα προϊόντα που παρήγαγε η εταιρεία ήταν τούβλα, κεραμίδια, σωλήνες πιθάρια κ.ά. Το 1950 η εταιρεία δημιούργησε νέα μονάδα στην περιοχή Ελευθερίου Κορδελιού, όπου είναι η έδρα της. Στις δεκαετίες 1970-2000 η εταιρεία με την επωνυμία Φιλίππου Δομικά Έργα Α.Ε. με συνεχείς επενδύσεις και υψηλής τεχνολογίας εγκαταστάσεις εξελίχθηκε σε μια από τις μεγαλύτερες βιομηχανικές επιχειρήσεις του κλάδου στην Ευρώπη. Σήμερα η εταιρεία δηλώνει ότι προγραμματίζει μεγάλες επενδύσεις στον χώρο της εκμετάλλευσης ακινήτων, όπως και ότι μελετά τη μεταφορά των εγκαταστάσεών της.
 
Α. Χατζόπουλος Α.Ε.: Το 1931 ο Αθανάσιος Χατζόπουλος, ένα από τα επτά παιδιά του Ανατολικοθρακιώτη πρόσφυγα στη Θεσσαλονίκη Λευτέρη Χατζόπουλου, αποφασίζει να αφήσει τη διαχείριση του οικογενειακού αρτοποιείου στα μεγαλύτερα αδέρφια του και κατεβαίνει στην πλατεία Εμπορίου στο κέντρο της Θεσσαλονίκης για να γράψει το δικό του επαγγελματικό «σενάριο». Αρχίζει να παράγει χαρτοσακούλες από καθαρό χαρτί και όχι από παλιές εφημερίδες και περιοδικά, όπως έκαναν άλλοι, και θέτει τις βάσεις για τη σημερινή βιομηχανία συσκευασίας, έπειτα από αλλεπάλληλες επενδύσεις. Από το 2019 η εταιρεία βρίσκεται στις νέες της εγκαταστάσεις 1.500 τ.μ. στο Καλοχώρι και τα τελευταία χρόνια έχει αναπτύξει μια νέα γενιά καινοτόμων εύκαμπτων συσκευασιών, ενώ έχει τζίρο της τάξης των 96 εκατ. ευρώ, κατά 76% εξαγωγικό και πάνω από 400 εργαζόμενους.
 
Κ. & Ν. Ευθυμιάδης: Η επιχείρηση ιδρύθηκε το 1935 από τον Ευθύμιο Ν. Ευθυμιάδη και η επωνυμία Ευθυμιάδης συνδέθηκε διαχρονικά με την καινοτομία και την ανάπτυξη της ελληνικής γεωργίας. Από μόνο εμπορική τις πρώτες δεκαετίες η εταιρεία έγινε βιομηχανική μετά το 1960 και αναπτύσσεται σημαντικά από τον Νίκο Ευθυμιάδη (σ.σ.: κατοπινό πρόεδρο του ΣΒΒΕ, σημερινό ΣΒΕ), έχοντας εξελιχθεί πλέον σήμερα σε μεγάλο και έντονα εξωστρεφή όμιλο εταιρειών γεωργικών εφοδίων και με δυναμική παρουσία και της τρίτης γενιάς της οικογένειας στη διοίκηση του ομίλου, τον Όμιλο Redestos, με συνολικό κύκλο εργασιών άνω των 70 εκατ. ευρώ. Η δραστηριοποίηση του ομίλου σε όλο το φάσμα της γεωργίας υλοποιεί την απαίτηση της αγοράς για μια συνδυασμένη παροχή προϊόντων και υπηρεσιών που να καλύπτουν όλες τις ανάγκες τόσο του αγρότη όσο και του καταναλωτή και ανοίγει διάπλατα νέους ορίζοντες και προοπτικές τόσο στην ελληνική όσο και στη διεθνή αγορά. Ήδη έχουν δρομολογηθεί προγράμματα για την επέκταση σε νέες δραστηριότητες και κοινή δράση σε Νοτιοανατολική Ευρώπη, Τουρκία και Μέση Ανατολή, με την ανάπτυξη καινοτόμων υπηρεσιών σε όλο το πλέγμα της αγροτικής παραγωγής, με χρήση υψηλής τεχνολογίας και εξειδικευμένων υπηρεσιών. Το 2019 επιτεύχθηκε στρατηγική συμμαχία μεταξύ της θυγατρικής του ομίλου στο τομέα των διαπιστευμένων εργαστηριακών αναλύσεων Agrolab RDS με τον πολυεθνικό όμιλο εργαστήριων Tentamus με έδρα το Βερολίνο της Γερμανίας, η οποία έδωσε νέες μεγάλες δυνατότητες γρήγορης ανάπτυξης της Agrolab σε όλες τις χώρες της Βαλκανικής, στην Τουρκία, αλλά και σε ορισμένες χώρες της Ασίας - πάντα με διοικητικό και επενδυτικό κέντρο την Ελλάδα. Στο πλαίσιο της αναπτυξιακής πολιτικής του νέου αυτού σχήματος και σηματοδοτώντας την έναρξη μιας νέας εποχής με την ισχυρή διεθνοποίηση των δραστηριοτήτων του, αποφασίστηκε η μετονομασία της Agrolab RDS σε Veltia - Labs for Life.
 
Άντζελ Ισαάκ Α.Ε.: Η εταιρεία δραστηριοποιείται στον τομέα του ανοξείδωτου χάλυβα από το 1936, έτος ίδρυσής της από τον Αλβέρτο Άντζελ. Σήμερα την παράδοση συνεχίζει η τρίτη γενιά της οικογένειας. Οι εγκαταστάσεις της βρίσκονται στη Ν. Ευκαρπία Θεσσαλονίκης, η εμπορική της δραστηριότητα καλύπτει όλη την ελληνική επικράτεια και έχει εξαγωγική δραστηριότητα στα Βαλκάνια, με τζίρο της τάξης των 2 εκατ. ευρώ.